Τη διάρθρωση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και τα βασικά του
μεγέθη παρουσιάζει αναλυτικά μελέτη της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών (ΕΕΤ), που
δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα, αποτυπώνοντας τις σημαντικές αρνητικές συνέπειες
της κρίσης στα μεγέθη του τραπεζικού συστήματος.
Επισημαίνεται ότι μετά από σειρά ετών οι τράπεζες επέστρεψαν στην
κερδοφορία, ενώ το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι σύμφωνα με στοιχεία της
Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (EBA) ανάμεσα στα επαρκώς κεφαλαιοποιημένα τραπεζικά
συστήματα της ΕΕ.
Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στην μελέτη, κατά τη διάρκεια της
τελευταίας δεκαετίας, λόγω της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης, αλλά κυρίως
λόγω της ελληνικής κρίσης σημειώθηκε μια εις βάθος αναδιάρθρωση του εγχώριου
τραπεζικού συστήματος, με τη συνεπακόλουθη δραστική μείωση του αριθμού των
τραπεζών που ασκούν δραστηριότητα στην Ελλάδα.
Αναλυτικότερα:
– Δεκέμβριος 2007 – Δεκέμβριος 2016: Οι εν λειτουργία τράπεζες, μέσω
συγχωνεύσεων, εξαγορών και εξυγιάνσεων, μειώθηκαν από 64 σε 39, ενώ αποχώρησε
σχεδόν το σύνολο των ξένων τραπεζών με δίκτυα εξυπηρέτησης της πελατείας, εκτός
της HSBC.
– Σήμερα, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες και η Attica Bank ξεπερνούν
πλέον αθροιστικά το 95% του ελληνικού τραπεζικού συστήματος (σε όρους
ενεργητικού) από 67,7% στο τέλος του 2007.
– Παρουσία έχουν, επίσης, η Επενδυτική Τράπεζα Ελλάδος, η Aegean Baltic
Bank, η Credicom Consumer Finance, εννέα (9) συνεταιριστικές τράπεζες, καθώς
και τα υποκαταστήματα ή γραφεία αντιπροσωπείας τριάντα αλλοδαπών τραπεζών
(ενδεικτικά, Citibank, HSBC, Deutsche Bank, Unicredit, Bank of America, J.P.Morgan
Chase Bank, DnB Bank ASA, ABN AMRO Bank).
Βασικά στοιχεία για τις τράπεζες
που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα
Σημειώθηκε σημαντική συρρίκνωση του ενεργητικού, λόγω απομόχλευσης και
πώλησης συμμετοχών και περιουσιακών στοιχείων, κυρίως όμως καταθέσεων, λόγω της
κρίσης και των αβεβαιοτήτων που δημιουργήθηκαν.
Αναλυτικότερα:
– σύνολο ενεργητικού: 312,4 δισ. ευρώ, από 358,1 δισ. το 2008
– σύνολο καταθέσεων: 132,1 δισ. ευρώ
– καταθέσεις εγχώριων νοικοκυριών και επιχειρήσεων: 121,4 δισ., από
227,6 δισ. το 2008
– δάνεια εγχώριων νοικοκυριών και επιχειρήσεων: 195,2 δισ. ευρώ
– δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (CET 1): 18.1%
– αριθμός καταστημάτων: 2.343
– προσωπικό: 46.615
– κέρδη προ φόρων: 249 εκατ. ευρώ
– μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPEs) 107,6 δισ. ευρώ (45,2%) και
δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) 38%
– απόθεμα προβλέψεων: 57,1 δισ. ευρώ
– ΑΤΜ: 6.820
– POS: 410.000
Από την αρχή της κρίσης σημειώθηκε:
– Μείωση απασχολούμενου προσωπικού κατά 19.067 (-29%)
– Μείωση τραπεζικών καταστημάτων κατά 1.736 (-42,5%) και των ΑΤΜ κατά
2.350 (-26%)
Από την εφαρμογή των μέτρων περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων:
– Σημαντική αύξηση των τερματικών αποδοχής συναλλαγών καρτών (POS) κατά
100.930 (+79%)
– Αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών με κάρτες κατά 84 εκατ. (+58%) και
μεταφορές πίστωσης (+24%)
– Αύξηση της αξίας άμεσων χρεώσεων για διενέργεια πάγιων πληρωμών κατά
3,2 δισ. ευρώ (+47%)
– Αύξηση της αξίας συναλλαγών μέσω internet και mobile banking κατά 29%
(+11,2 δισ. ευρώ) και 82% (+359 εκατ. ευρώ) αντίστοιχα.
– Εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα απάτης τόσο σε όρους συναλλαγών όσο και σε
όρους αξίας.
Επάνοδος στην κερδοφορία
Την περίοδο 2010-2015 οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν ζημιές προ φόρων
συνολικού ποσού 70,3 δισ. ευρώ. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα δεν διανεμήθηκαν
μερίσματα στους μετόχους των ελληνικών τραπεζών, ενώ τον Σεπτέμβριο του 2016 οι
συσσωρευμένες προβλέψεις των ελληνικών τραπεζών ανέρχονταν σε 52 δισ. ευρώ σε
ατομική βάση και σε 57,1 δισ. ευρώ σε ενοποιημένη βάση.
Το 2016 οι ελληνικοί τραπεζικοί όμιλοι εμφάνισαν κέρδη προ φόρων, μετά
από μια σειρά ζημιογόνων χρήσεων. Μετά από αρκετά τρίμηνα, τα καθαρά έσοδα
διαμορφώθηκαν σε επίπεδο, έστω οριακά, υψηλότερο εκείνου του σχηματισμού
προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο.
Τα κέρδη προ φόρων των ελληνικών τραπεζικών ομίλων σε επίπεδο
εννεαμήνου ανέρχονται στα 249 εκατ. ευρώ. Υπενθυμίζεται ότι καθόλη τη διάρκεια
της δεκαετίας του 2000 το ελληνικό σύστημα υπήρξε κερδοφόρο. Είναι ενδεικτικό
ότι η δεύτερη μεγαλύτερη κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών, καταγράφηκε το 2008
(2,5 δισ. ευρώ), δηλαδή μερικούς μήνες μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers
(15.9.2008), κατά τη διάρκεια της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης. Ακόμα και
το 2009, στην κορύφωση της κρίσης, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα παρέμεινε
κερδοφόρο (0,7 δισ. ευρώ περίπου) αφού η έκθεση των ελληνικών τραπεζών σε
τιτλοποιημένα προϊόντα των Αμερικανικών τραπεζών ήταν σχεδόν μηδενική.
Ισχυροί οι κεφαλαιακοί δείκτες
των ελληνικών τραπεζών
Μετά από την επιτυχημένη ανακεφαλαιοποίηση του 2015, στην οποία υπήρξε
αυξημένη συμμετοχή ιδιωτών επενδυτών, οι ελληνικές τράπεζες έχουν βελτιούμενη
κεφαλαιακή επάρκεια. Κατά τη διάρκεια του 2016, ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας
των ελληνικών τραπεζών ενισχύθηκε, ως αποτέλεσμα της επιστροφής τους σε
κερδοφορία και της μείωσης του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ενεργητικού
τους.
Εν προκειμένω:
– ο δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (CET1 ratio)
αυξήθηκε σε 18,1% (Σεπτέμβριος 2016) από 17,8% (Ιούνιος 2016)
– ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας (total capital ratio) ενισχύθηκε σε
18,2% (Σεπτέμβριος 2016) από 18% (Ιούνιος 2016)
Τον Σεπτέμβριο του 2016, ο «fully loaded» δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών
της κατηγορίας 1 (CET1) ανήλθε στο 17%. Επισημαίνεται ότι το ελληνικό τραπεζικό
σύστημα είναι σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (EBA) ανάμεσα
στα επαρκώς κεφαλαιοποιημένα τραπεζικά συστήματα της ΕΕ.