Το κλείσιμο του γραφείου του ΔΝΤ στην Αθήνα σχολιάζει η Handelsblatt.
Αναλυτικά:
«Στο αίτημα για χαλάρωση των δημοσιονομικών στόχων ο Κυριάκος Μητσοτάκης ελπίζει στην στήριξη του ΔΝΤ. Το Βερολίνο ωστόσο προβάλλει αντίσταση», γράφει η Handelsblatt σε μακροσκελές άρθρο με τίτλο «Θετικό μήνυμα για την Ελλάδα η αποχώρηση του ΔΝΤ». H οικονομική εφημερίδα παρατηρεί ότι «η ελληνική κυβέρνηση δεν κάνει λόγο για εκδίωξη του Ταμείου από τη χώρα, το αντίθετο μάλιστα. Προσβλέπουμε σε ένα κεφάλαιο των σχέσεων και της συνεργασίας, δήλωσε ο Έλληνας πρωθυπουργός μετά τη συνάντηση με την επικεφαλής του Ταμείου. Τις επόμενες εβδομάδες ο Κυριάκος Μητσοτάκης προτίθεται να θέσει στους δανειστές της Ελλάδας το αίτημα για χαλάρωση των δημοσιονομικών στόχων, που προβλέπουν μέχρι το 2022 πρωτογενές πλεόνασμα τουλάχιστον 3,5% του ΑΕΠ. Ο Έλληνας Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης θεωρεί τους εν λόγω στόχους αντιπαραγωγικούς, διότι κατά την άποψή του επιβραδύνουν την ανάπτυξη και περιορίζουν τις δημόσιες επενδύσεις. Είμαστε μια αξιόπιστη κυβέρνηση, κάνουμε μεταρρυθμίσεις, κινούμαστε σε περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων και το κόστος αναχρηματοδότησης είναι χαμηλότερο της Ιταλίας, δεν συντρέχει λόγος για αυτά τα τόσο υψηλά πλεονάσματα, λέει ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Η Γερμανία και άλλες χώρες της Ευρωζώνης αντιμετωπίζουν ωστόσο με σκεπτικισμό το ελληνικό αίτημα, διότι ανησυχούν μήπως πιθανές υποχωρήσεις έναντι της Ελλάδας καλλιεργήσουν παρόμοιες προσδοκίες στην Ιταλία. Πολλοί οικονομολόγοι ωστόσο συμφωνούν με το αίτημα του Έλληνα πρωθυπουργού για μεγαλύτερα δημοσιονομικά περιθώρια. Ακόμα και το ΔΝΤ τάσσεται υπέρ μιας χαλάρωσης εκτιμώντας, ότι 1,5% επαρκεί. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ελπίζει σε στήριξη του Ταμείου στις επικείμενες διαπραγματεύσεις με τους δανειστές. Θα συνιστούσε μια εντυπωσιακή αλλαγή ρόλου για το ΔΝΤ, το οποίο μέχρι σήμερα αποτελεί για τους περισσότερους Έλληνες κόκκινο πανί ως κινητήριος μοχλός για την επιβολή αυστηρής λιτότητας στην Ελλάδα, η οποία οδήγησε τη χώρα στην βαθύτερη και πιο διαρκή κρίση στην μεταπολεμική της ιστορία».
Πηγή πληροφοριών: Deutsche Welle