Του Άκη Χαραλαμπίδη
Η αύξηση του συντελεστή ΦΠΑ για τα ξενοδοχεία που προωθεί η κυβέρνηση, μετά από ασφυκτικές πιέσεις της τρόικας, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη συνταγή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Το ΔΝΤ ζήτησε τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών για τους εργοδότες κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες, με στόχο τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους και τη βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας μέσω της αύξησης των εξαγωγών και της υποκατάστασης εισαγωγών. Το όφελος αυτό αναιρείται τώρα για τον τουριστικό κλάδο, ο οποίος είναι και η βασική εξαγωγική βιομηχανία της χώρας.
Σε μελέτη οικονομολόγων του ΔΝΤ (IMF Working Paper) που αναρτήθηκε τον Οκτώβριο στην ιστοσελίδα του Ταμείου, προτείνεται η συνταγή της «δημοσιονομικής υποτίμησης» για τη διόρθωση των ελλειμμάτων στο ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών που έχουν οι χώρες της Νότιας Ευρώπης έναντι των χωρών της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης, αφού δεν μπορεί να γίνει κανονική υποτίμηση του νομίσματός τους. Είχε προηγηθεί η συνταγή της εσωτερικής υποτίμησης, της μείωσης δηλαδή των μισθών, των συντάξεων και άλλων εισοδημάτων που εφαρμόσθηκε σε ακραίο βαθμό στην Ελλάδα.
Η δημοσιονομική υποτίμηση προβλέπει αφενός τη μείωση των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών και αφετέρου την αύξηση των συντελεστών του ΦΠΑ, ώστε το δημοσιονομικό αποτέλεσμα να είναι ουδέτερο (να καλυφθούν, δηλαδή, οι απώλειες που θα είχε ο προϋπολογισμός από τη μείωση των εισφορών). Η λογική, σύμφωνα με τα στελέχη του ΔΝΤ, είναι ότι η μείωση των εισφορών μειώνει το κόστος και επομένως και τις τιμές των εξαγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών μίας χώρας καθώς και των εγχώριων προϊόντων που ανταγωνίζονται τα εισαγόμενα. Από την άλλη πλευρά, επειδή ο ΦΠΑ δεν επιβαρύνει τα εξαγόμενα προϊόντα, αλλά μόνο τα εισαγόμενα και την εγχώρια παραγωγή για την εσωτερική αγορά, το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για τη χώρα θα διατηρηθεί. Ωστόσο, όπως αναφέρθηκε, η αύξηση του ΦΠΑ επιβαρύνει τις εξαγωγές τουριστικών υπηρεσιών και ακυρώνει τη θεωρητική προσέγγιση του ΔΝΤ.
Η μελέτη του Ταμείου καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα αποτελέσματα της «δημοσιονομικής υποτίμησης» στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας θα είναι πενιχρά (με την υπόθεση ότι ο ΦΠΑ δεν επιβαρύνει τις εξαγωγές της χώρας), καθώς η αύξηση των τιμών λόγω της αύξησης του ΦΠΑ θα προκαλέσει πιέσεις για αύξηση των μισθών και επομένως του κόστους για τις επιχειρήσεις. Το ΔΝΤ διαπιστώνει ότι απαιτείται μία αύξηση του ΦΠΑ κατά 4% του ΑΕΠ για να μειωθεί το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου κατά 1% της χώρας, ενώ εκτιμά ότι είναι μεγαλύτερη η αποτελεσματικότητά της στον ρυθμό ανάπτυξης. Μία δημοσιονομική υποτίμηση 1% προκαλεί αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,9% έως 1,5% στις χώρες της Νότιας Ευρώπης, σύμφωνα με την ίδια μελέτη.