Οι ρυθμίσεις που προβλέπονται από το τρίτο μνημόνιο για το συνταξιοδοτικό πρόβλημα είναι ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της ελληνικής κοινωνίας, τόνισε ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ, Γιώργος Καββαθάς στην έναρξη των εργασιών της 47ης Γενικής Συνέλευσης της ΓΣΕΒΕΕ που ξεκίνησε τις εργασίες της σήμερα Σάββατο 5 Δεκεμβρίου, αναφέρεται σε ανακοίνωση της ΓΣΕΒΕΕ.
“Η περιστολή της συνολικής συνταξιοδοτικής δαπάνης στο 15% του ΑΕΠ, η οποία έχει θεσμοθετηθεί από το 2010 με το Πρώτο Μνημόνιο και η οποία συνεχίζει σώα και αβλαβής και μετά το Τρίτο Μνημόνιο, ανοίγει και τη δυσοίωνη προοπτική για το συνταξιοδοτικό σύστημα αλλά και για το σύστημα κοινωνικής προστασίας εν γένει. Σύμφωνα με την ετήσια έρευνα εισοδήματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ το 2012, το 37% των νοικοκυριών είχε ως κύριο εισόδημα τη σύνταξη. Το ποσοστό αυτό ανέβηκε το 2014 στο 52%. Αυτό σημαίνει ότι περισσότερα από τα μισά νοικοκυριά στην ελληνική κοινωνία επιβιώνουν στην πραγματικότητα με τη σύνταξη.
Μία ενδεχόμενη μείωση στις συντάξεις, όπως αυτή που δεν επιθυμεί, αλλά προτείνει η κυβέρνηση με το σπάσιμο της σύνταξης γήρατος σε δύο μέρη – στην εθνική αφενός, η οποία θα καταβάλλεται υπό προϋποθέσεις, και στην αναλογική αφετέρου, η οποία θα αντιστοιχεί σε ένα ποσοστό αναπλήρωσης (αρκετά χαμηλότερο από αυτό που ισχύει) στη βάση ενός τεκμαρτού εισοδήματος που θα υπολογίζεται μέσα από το ύψος των εισφορών που έχουν καταβληθεί και τη διάρκεια του ασφαλιστικού βίου, θα οδηγήσει με σιγουριά σε “φτωχοποίηση” ενός μεγάλου μέρους όχι μόνο των συνταξιούχων, αλλά και των μελών των νοικοκυριών που εξαρτούν την επιβίωσή τους από τη σύνταξη. Η συρρίκνωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης, η οποία ας σημειωθεί είναι και η βασικότερη – από ποσοτική πλευρά – κοινωνική δαπάνη, θα έχει ως συνέπεια τη ριζική αναδιάταξη, όχι μόνο του συνταξιοδοτικού συστήματος αλλά και του γενικότερου συστήματος κοινωνικής προστασίας. Ακολουθώντας πιστά τη λογική και τηρώντας με θρησκευτική ευλάβεια τις αρχές του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, το “νέο” συνταξιοδοτικό σύστημα – ανεξάρτητα από τον αριθμό των πυλώνων του – θα αποτελείται από δύο μέρη.
Το πρώτο από αυτά, που θα αντιστοιχεί στο κομμάτι της δημόσιας κοινωνικής ασφάλισης, θα είναι αρκετά συρρικνωμένο και κακορίζικο και θα αντιπροσωπεύει την αρχή της “αλληλεγγύης του ξεροκόμματου” και θα απευθύνεται στα πλατιά λαϊκά στρώματα – οι πολλοί θα παίρνουν λίγα – ενώ το δεύτερο κομμάτι που θα είναι πιο γενναιόδωρο, θα αντιπροσωπεύει την αρχή της “ατομικής επένδυσης” και θα απευθύνεται σε όσους έχουν υψηλά εισοδήματα. Σε αυτό το δεύτερο τμήμα του νέου συστήματος αναμένεται να δραστηριοποιηθούν όμιλοι και συμπράξεις ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών. Μπορείτε εύκολα να συμπεράνετε ή να φανταστείτε, σε ποιο από τα δύο τμήματα του συνταξιοδοτικού συστήματος θα ενταχθούν τα νέα παιδιά, οι νέοι εργαζόμενοι υπό συνθήκες πλήρους ευελιξίας και με μισθούς που τις περισσότερες φορές δεν ξεπερνούν τα 400 ευρώ μεικτά. Για τα παιδιά μας η σύνταξη που τους αρμόζει, σύμφωνα με τις επιταγές του Τρίτου Μνημονίου, είναι εκείνη που ονομαστικά και μόνο θα τους διατηρεί στο κατώφλι της σχετικής φτώχειας. Και μιλώ για τα παιδιά μας και όχι για μας τους ίδιους γιατί μία κοινωνία, όπου τα παιδιά ζουν χειρότερα από τους γονείς τους, είναι καθισμένη πάνω σε μια ωρολογιακή βόμβα.”
Ο κ. Καββαθάς παρέθεσε ακόμη πέντε σημεία τα οποία καταδεικνύουν ότι η ελληνική οικονομία και το περιβάλλον για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι ασφυκτικό.
-Στασιμότητα της οικονομίας και “ισορροπία” σε πολύ χαμηλά επίπεδα.
-Ένα δεύτερο στοιχείο για το οποίο ορισμένοι αναλυτές πανηγυρίζουν είναι η μείωση του αριθμού των ανέργων και η ανάκαμψη της απασχόλησης. Το πρώτο στοιχείο που διαφεύγει σε κάθε περίπτωση της προσοχής τους είναι η διατήρηση της ανεργίας σε υψηλά επίπεδα για τέταρτη συνεχή χρονιά. Αν η αισιοδοξία τους είναι βάσιμη, τότε η ανεργία θα φτάσει στο 10 % σε περίοδο 15 ετών. Και όπως είπε ο Κέυνς “Στο τέλος του δρόμου θα είμαστε όλοι νεκροί”. Αυτό όμως που οπωσδήποτε αυτού του είδους οι αναλυτές δεν είναι σε θέση να δουν ή δεν θέλουν να δουν, πρώτα είναι, ότι η αύξηση της απασχόλησης αφορά κυρίως περιστασιακές και ευέλικτες μορφές απασχόλησης με χαμηλά αν όχι εκμηδενισμένα εισοδήματα και, δεύτερον, ότι η μείωση στον αριθμό των ανέργων οφείλεται αφενός στη εξωτερική μετανάστευση των νέων αλλά και στη μετακίνηση σημαντικού αριθμού ανέργων στον μη ενεργό πληθυσμό.
-Η τελευταία έρευνα οικονομικού κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ έδειξε ότι τα “λουκέτα” καλά κρατούν. Μάλιστα, το νέο στοιχείο που έφερε στο φώς αυτή η έρευνα, είναι ότι ο κίνδυνος κλεισίματος επικεντρώνεται για πρώτη φορά σε εκείνες τις επιχειρήσεις (στους αυτοαπασχολούμενους στον τομέα των υπηρεσιών), οι οποίοι μέχρι τώρα είχαν δείξει εξαιρετική αντοχή στην οικονομική κρίση. Για το λόγο αυτό, μιλήσαμε για ένα ποιοτικά διαφορετικό είδος “λουκέτων” που αντιστοιχεί σε αδήλωτη επιχειρηματική δραστηριότητα. Επιπρόσθετα, στο συνολικό αριθμό των “λουκέτων” πρέπει να συμπεριλάβουμε και εκείνες τις επιχειρήσεις στους κλάδους του εμπορίου και της μεταποίησης, οι οποίες προτίθενται να μεταφέρουν είτε την έδρα είτε την επιχειρηματική τους δραστηριότητα σε γειτονικές με πιο ευνοϊκό φορολογικό ή / και μισθολογικό περιβάλλον.
-Στην ίδια έρευνα του οικονομικού κλίματος που διεξήγαγε το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ ένα εξίσου ανησυχητικό εύρημα αφορά την επενδυτική συμπεριφορά των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων. Έτσι, πάνω από τις μισές επιχειρήσεις θα προχωρήσουν σε μείωση των επενδυτικών τους δαπανών, ενώ στον κλάδο της μεταποίησης η αποεπένδυση έχει ως σωρευτικό αποτέλεσμα την αδράνεια, στο 60% του κεφαλαιουχικού τους εξοπλισμού.
-Ως προς τη ρευστότητα και την πρόσβαση στη χρηματοδότηση η κατάσταση παραμένει δυσοίωνη για τις επιχειρήσεις που εκπροσωπεί η Συνομοσπονδία. Οι παράγοντες που συμβάλλουν σε αυτό το αρνητικό κλίμα παραμένουν οι ίδιοι: μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος, περαιτέρω μείωση στον κύκλο εργασιών, αρνητική πιστωτική επέκταση εκ μέρους του τραπεζικού συστήματος, κατάρρευση του άτυπου χρηματοδοτικού συστήματος των μεταχρονολογημένων επιταγών.
Σε αυτό το περιβάλλον ήρθαν να προστεθούν και τα capital controls και έτσι οι ενέργειες, με άλλα λόγια, της κυβέρνησης τους προηγούμενους έξι μήνες μετέτρεψαν σε σύντομο χρονικό διάστημα τη δημοσιονομική κρίση, επί της οποίας υποτίθεται ότι γινόταν η διαπραγμάτευση με την “τρόικα”, σε οξεία τραπεζική κρίση, η αντιμετώπιση της οποίας είχε εξαιρετικά επείγοντα χαρακτήρα. Η μετατροπή αυτή χειροτέρευσε ακόμα περισσότερο το συσχετισμό δυνάμεων εις βάρος της κυβέρνησης.
Στη συνέχεια, και παρά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ στην προσπάθειά της να “κρατήσει” τη χώρα εντός Ε.Ε. και να αποφύγει το διαβόητο ‘Grexit’, υπέγραψε μία τρίτη δανειακή σύμβαση η οποία συνοδεύτηκε από ένα Τρίτο Μνημόνιο, με ακόμα επαχθέστερα μέτρα πολιτικής. Έτσι, αυτό που στην πραγματικότητα συνέβη φαίνεται σαν παράδοξο: η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, στην προσπάθειά της να μετριάσει τη νεοφιλελεύθερης έμπνευσης πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης, οδηγήθηκε σε έναν πιο αυστηρό και οριστικό εγκλεισμό της ελληνικής κοινωνίας στην πολιτική του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού.
Οι επιπτώσεις αυτού του εγκλεισμού έχουν ήδη αρχίσει να φαίνονται από την ψήφιση στο Κοινοβούλιο των πρώτων προαπαιτούμενων. Εκτός από τις διαδικασίες του επείγοντος και του κατεπείγοντος μέσα από τις οποίες ψηφίζονται τα σχετικά νομοσχέδια, διαδικασίες που δηλώνουν με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο ότι η κοινοβουλευτική μας δημοκρατία έχει μετατραπεί σε Δημοκρατία μιας αποικιοκρατούμενης χώρας, τα επιμέρους μέτρα δείχνουν και την κατεύθυνση της ίδιας της πολιτικής. Έτσι, εκτός από την τροποποίηση επί το δυσμενέστερο ορισμένων θετικών πρωτοβουλιών, όπως ήταν το μέτρο για τις ρυθμίσεις των 100 δόσεων, η φορολογική πολιτική προσθέτει βάρη στην ήδη υπερφορολογημένη κοινωνία. Για παράδειγμα, η αύξηση της φορολογίας των διανεμόμενων κερδών στο 29% από το πρώτο ευρώ καθώς και η προκαταβολή φόρου για το επόμενο έτος στο 75% ή και στο 100%, οδηγεί τους συντελεστές φορολόγησης σε δυσθεώρητα ύψη. Η αύξηση του συντελεστή ΦΠΑ από 13% σε 23% όχι μόνο στην εστίαση αλλά και σε μια σειρά βασικών καταναλωτικών αγαθών, εκτός από την περαιτέρω επιβάρυνση στα ήδη μειωμένα εισοδήματα, θα μετατρέψει και πολλούς συναδέλφους σε οιονεί φοροεισπράκτορες. Σε αυτά προστέθηκε και η νέα εφεύρεση για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής που ακούει στο όνομα POS. Η εγκατάσταση και η χρήση αυτών των μηχανημάτων που επιτρέπουν τις συναλλαγές με πλαστικό χρήμα, δεν μας βρίσκει κατ’ αρχήν αντίθετους. Σε κάθε περίπτωση, όμως, πριν από την εισαγωγή ενός τέτοιου μέτρου πρέπει να ξεκαθαριστούν τα ζητήματα των υψηλών προμηθειών που εισπράττουν οι τράπεζες, όπως και το ύψος των επιτοκίων στην περίπτωση των πιστωτικών καρτών. Ωστόσο, το πιο σοβαρό πρόβλημα που διατρέχουν οι επιχειρήσεις με την εγκατάσταση τέτοιων μηχανημάτων, ένα ζήτημα που δεν έχει ακόμα αποσαφηνιστεί από το Υπουργείο Οικονομικών, είναι ο κίνδυνος να εξαφανιστούν από τους τραπεζικούς λογαριασμούς των επιχειρήσεων ποσά που αντιστοιχούν σε οφειλές των επιχειρήσεων προς το Δημόσιο και τα Ασφαλιστικά Ταμεία, ποσά που όμως είναι απαραίτητα για την πληρωμή μισθών, εισφορών και προμηθευτών, ποσά με άλλα λόγια που είναι απολύτως απαραίτητα για τη λειτουργία όσων επιχειρήσεων έχουν επιβιώσει μέχρι σήμερα. Αλήθεια, πόσο μακριά ευρίσκονται αυτές οι επιλογές από τις πάγιες θέσεις της Συνομοσπονδίας για ένα σταθερό, απλό, δίκαιο και ανταποδοτικό φορολογικό σύστημα, για επαναφορά του αφορολόγητου ορίου, για τη ριζική αλλαγή του ΕΝΦΙΑ και για φορολόγηση των εισοδημάτων των φυσικών προσώπων ανεξάρτητα από την πηγή τους σε ενιαία φορολογική κλίμακα.
Η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης, πρόσθεσε ο κ. Καββαθάς, η οποία συνεχίζεται με πιο άγρια μορφή, εμφανίζεται και στις μειωμένες δαπάνες του προϋπολογισμού και κυρίως στις δαπάνες για συντάξεις. Σε αυτό το σημείο ας μου επιτρέψετε να αναφερθώ σε μια κωμικοτραγική εξέλιξη που αφορά τον ασφαλιστικό μας φορέα, τον ΟΑΕΕ. Είναι γνωστό σε όλους σας ότι από το 2013 το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ και ειδικότερα ο τομέας κοινωνικής πολιτικής έχει εκπονήσει τεκμηριωμένη μελέτη που καταλήγει σε συγκεκριμένη πρόταση πολιτικής για τη μείωση αν όχι την εξάλειψη των ετήσιων ελλειμμάτων του ΟΑΕΕ. Η ιστορία έχει χαρούμενο ξεκίνημα αλλά – δυστυχώς – κακό τέλος. Έτσι, πριν από ένα χρόνο περίπου, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ακόμα στην αξιωματική αντιπολίτευση, είχε καταθέσει πρόταση νόμου στη Βουλή, στην οποία είχε υιοθετήσει τις σχετικές μας προτάσεις. Όμως, μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015 έκανε στροφή 180 μοιρών και το μόνο που μας παρεχώρησε ήταν η ένταξη στη ρύθμιση των 100 δόσεων και η επιλογή μιας ακόμα χαμηλότερης ασφαλιστικής κλάσης. Στο μεταξύ τα ελλείμματα εξακολουθούν να διευρύνονται και τούτο παρά την επιβολή και την αύξηση των εισφορών υπέρ του κλάδου υγείας, τόσο για τις κύριες, όσο και για τις επικουρικές συντάξεις.
Ο κ. Καββαθάς σχολίασε ακόμη τις πληροφορίες που αναφέρονται στις ρυθμίσεις για τα κόκκινα δάνεια τονίζοντας ότι περιορίζεται η προστασία μόνο σε εκείνους τους οφειλέτες που διαβιούν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας και προβλέπεται η απέλαση των επενδυτικών ξένων funds.
Από την άλλη μεριά, υπογράμμισε, η τυφλή υλοποίηση των εργαλειοθηκών του ΟΟΣΑ με μέτρα και πολιτικές όπως το άνοιγμα των καταστημάτων και τις 52 Κυριακές του έτους χωρίς εξαιρέσεις, η άρση της ευνοϊκής φορολογικής μεταχείρισης για μικρές και μεσαίες ελληνικές επιχειρήσεις, όπως οι μικρές ζυθοποιίες και οινοποιίες, οι ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες, η περίπτωση του γάλακτος μακράς διάρκειας, οι “φούρνοι” bake-off, το “άνοιγμα” των φαρμακείων και σε ιδιοκτήτες μη φαρμακοποιούς, κλπ., δείχνουν ότι το σχήμα και η μορφή του νέου αναπτυξιακού προτύπου που έχει επιλεγεί, ενισχύει και ανασυντάσσει την ολιγοπωλιακή δομή της ελληνικής οικονομίας.
Ο κ. Καββαθάς κατέληξε “η επιμονή της Συνομοσπονδίας σε ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο με μοχλό τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, δεν πηγάζει από κάποιον δογματισμό ή από ένα αντι-ολιγοπωλιακό μένος. Η ουσιαστική αφετηρία αυτής μας της θέσης που την υπηρετούμε με συνέπεια είναι διττή. Η πρώτη της πτυχή είναι καθαρά πολιτική αφού, όπως ήδη προανέφερα, η ανάπτυξη σε μικρή και μεσαία κλίμακα ισοδυναμεί με ένα είδος οικονομικής δημοκρατίας, καθώς θέτει όρια και φραγμούς στην ασύδοτη επικράτηση των ολιγοπωλίων και δεν τους επιτρέπει την προνομιακή πρόσβαση στους φορείς και στους θεσμούς λήψης αποφάσεων. Με άλλα λόγια, θέτει φραγμούς στον εκφυλισμό των ολιγοπωλίων σε ολιγαρχίες.
Η δεύτερη πτυχή της είναι κοινωνική και οικονομική. Όλες οι μελέτες και οι έρευνες που έχουν γίνει, τόσο για την Ελλάδα όσο και για τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, δείχνουν ότι ο μεγάλος όγκος των νέων θέσεων απασχόλησης δημιουργείται από τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Για σκεφτείτε: αυτή τη στιγμή λειτουργούν στην Ελλάδα περί τις 640.000 μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Εάν η πολιτική στόχευε στη δημιουργία μιας επιπλέον θέσης απασχόλησης για κάθε μία από αυτές τις επιχειρήσεις, το ποσοστό ανεργίας θα έπεφτε στο μισό από αυτό που είναι, ενώ τα εισοδήματα που θα προέκυπταν από αυτήν την επιπρόσθετη εργασία θα αναθέρμαιναν την οικονομία και θα είχαμε μια πραγματική επανεκκίνηση.
Με το παράδειγμα αυτό, μπορούμε να αντιληφθούμε ότι οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις κρύβουν μέσα τους αναξιοποίητες δυνατότητες. Εάν αυτές οι δυνατότητες αξιοποιηθούν, τότε οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, εκτός από μοχλός ανάπτυξης, θα αποτελέσουν και έναν βιώσιμο παράγοντα κοινωνικής συνοχής.
Αυτές ακριβώς τις δυνατότητες έχει καθήκον η ΓΣΕΒΕΕ να διαφυλάξει. Και να αντιταχθεί σε εκείνους που έχουν ως στρατηγικό τους στόχο την απαξίωση και τον εκμηδενισμό τους. Η “ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας”, είναι δική μας, και μόνο δική μας υποθήκη. Δεν τη χαρίζουμε στις ρητορείες κανενός.”