Τις θέσεις τους για το νέο ασφαλιστικό και φορολογικό νομοσχέδιο διατύπωσαν η ΓΣΕΒΕΕ και η Π.Ο.Φ.Ε.Ε. Πιο συγκεκριμένα αναφέρουν τα εξής:
Η κατάθεση του νέου ασφαλιστικού και μίνι φορολογικού νομοσχεδίου πραγματοποιείται σε ένα περιβάλλον ρευστότητας και οικονομικής αβεβαιότητας και νέας καθόδου της επιχειρηματικής δραστηριότητας, κατάσταση για την οποία φέρουν ακέραιη την ευθύνη τόσο η ελληνική κυβέρνηση με τις συνεχείς παλινωδίες της όσο και οι δανειστές με την παρελκυστική πολιτική εξώθησης στα άκρα, οι οποίοι φαίνεται να διατηρούν μια τιμωρητική, πλήρως αντιευρωπαϊκή στον πυρήνα της φιλοσοφία και λογική σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης του δημοσιονομικού προβλήματος της χώρας, τις μεταρρυθμίσεις και τη χάραξη αναπτυξιακής πολιτικής.
Οι κοινωνικοί εταίροι προσέφεραν στη συνάντηση με τον πρωθυπουργό συναίνεση ως προς το μέτρο αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών, αναλογιζόμενοι την αναγκαιότητα ολοκλήρωσης της αξιολόγησης και διαμόρφωσης κοινής ενιαίας γραμμής απέναντι στο μέτωπο των δανειστών. Το είχαν πράξει με αίσθημα ευθύνης προκειμένου να αποτραπούν νέες άδικες και υπέρμετρες επιβαρύνσεις. Με την τροπή που πήρε η διαπραγμάτευση, αυτές οι επιβαρύνσεις δεν αποφεύχθηκαν στον αρχικό σχέδιο συμφωνίας, ενώ αναμένονται και επιπρόσθετα μέτρα. Στη διάρκεια μάλιστα διαβούλευσης με τους κυβερνητικούς φορείς του προσχεδίου του ασφαλιστικού που είδε το φως της δημοσιότητας τους προηγούμενους μήνες, η ΓΣΕΒΕΕ, είχε επισημάνει τα σοβαρά προβλήματα και τους κινδύνους που θα εγκυμονούσαν από την αβασάνιστη υιοθέτηση και εφαρμογή των νέων προτεινόμενων ρυθμίσεων.
Τα προβλήματα αυτά έχουν διττό χαρακτήρα: τόσο σε τεχνικό, όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, ενώ είναι εξαιρετικά αμφίβολα τα αποτελέσματα τους ως προς τους στόχους βιωσιμότητας του ασφαλιστικού και συλλογής εσόδων.
Σήμερα, οι προσδοκίες για μια βιώσιμη λύση του δημοσιονομικού και ασφαλιστικού προβλήματος διέρχονται πάλι μέσα από μια «προκρούστεια» κλίνη αυστηρής λιτότητας. Το νέο επικαιροποιημένο νομοσχέδιο περιλαμβάνει σημαντικές επί τα χείρω αναπροσαρμογές σε μια σειρά από διατάξεις:
– Αυξάνει τον αναγκαίο χρόνο ασφάλισης για της κατοχύρωση της πλήρους εθνικής σύνταξης (από 15 σε 20 χρόνια για 384€), αφήνοντας εκτεθειμένους ασφαλισμένους που βρίσκονται σε μακροχρόνια ανεργία.
– Μειώνει τα ποσοστά αναπλήρωσης ως προς το ανταποδοτικό μέρος της σύνταξης, επιβαρύνοντας τους ασφαλισμένους που ήταν συνεπείς ως προς την καταβολή ασφαλιστικών εισφορών.
– Επιβαρύνει υπέρμετρα τους παράλληλα ασφαλισμένους, χωρίς να προβλέπει κάποιες ωφέλειες ως προς τον υπολογισμό του ασφαλιστικού χρόνου και την πιθανότητα καταβολής διπλών εισφορών για υγειονομική περίθαλψη. Τούτο θα σηματοδοτήσει την ενίσχυση των φαινομένων αδήλωτης ή υποδηλωθείσας εργασίας, με άμεσες ζημίες για τα έσοδα του ενιαίου οργανισμού. Οι παράλληλα ασφαλισμένοι δεν φαίνεται να υπόκεινται σε ανώτερο πλαφόν καταβολής εισφορών, στοιχείο που συνιστά κενό στο σύστημα υπολογισμού.
– Δεν προβλέπεται μεταβατική περίοδος για τους ελεύθερους επαγγελματίες, όπως συμβαίνει με τον κλάδο αγροτών και επιστημόνων. Ωστόσο, στην περίπτωση των επιστημονικών κλάδων, αναφέρεται ότι θα υπάρξει αναδρομική επιβάρυνση στο τέλος του ασφαλιστικού βίου, γεγονός που αποτελεί αντικίνητρο παραμονής και συνέχισης της παραγωγικής δραστηριότητας.
– Δεν έχει διασαφηνιστεί ο τρόπος υπολογισμού των ποσών συντάξεων για μελλοντικούς συνταξιούχους του ΟΑΕΕ, οι οποίοι έχουν ήδη δημιουργήσει ασφαλιστικό δικαίωμα μέσα από την υπαγωγή τους σε ασφαλιστικές κλάσεις (τόσο παλαιοί όσο και νέοι ασφαλισμένοι).
– Δεν περιλαμβάνεται κανένας μηχανισμός ένταξης των οφειλετών οι οποίοι έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές. Παρά τις μικρές εισφορο-ελαφρύνσεις στις χαμηλές κλίμακες, η κυβέρνηση φαίνεται ότι δεν πιστεύει στις πολιτικές επανένταξης πολλών μικρών επιχειρήσεων στο ασφαλιστικό καθώς
Δεν προβλέπει τη δημιουργία ενός παγίου και ρεαλιστικού συστήματος ρύθμισης οφειλών. Φαίνεται ότι ο στόχος της έμμεσης διεύρυνσης της ασφαλιστικής βάσης, μέσω της επανένταξης στο ασφαλιστικό σύστημα δεν αποτελεί προτεραιότητα για την κυβέρνηση και τους εταίρους- δανειστές.
Ακολουθείται μια πολιτική υποκατάστασης των υφιστάμενων απωλειών από τις ληξιπρόθεσμες οφειλές (τις οποίες τις θεωρεί τελεσίδικα χαμένες), με υψηλή επιβάρυνση των μεσαίων εισοδημάτων. Με την αύξηση όμως των εισφορών στα μεσαία εισοδήματα δημιουργούνται νέα αντικίνητρα εισόδου και δηλωθείσας επαγγελματικών δραστηριότητας οδηγώντας σε ένα νέο σπιράλ καθοδικών εισοδηματικών ροών με αποτέλεσμα νέες απώλειες για το ταμείο.
– Η ΓΣΕΒΕΕ θεωρεί θετική την επαναφορά των συντελεστών φορολόγησης των επαγγελματιών στην ενιαία προοδευτική κλίμακα φορολόγησης, με πολλαπλά διακριτά κλιμάκια, όπως και τη σχετική φορολογική ελάφρυνση των μεσαίων εισοδημάτων.
– Η διάταξη του άρθρου 46 προβλέπει ότι με Προεδρικό Διάταγμα θα καθοριστεί ένας ελάχιστος αριθμός εργαζομένων ανά επιχείρηση. Θεωρούμε ότι η υιοθέτηση μιας τέτοιας διάταξης θα δημιουργήσει σημαντικά προβλήματα στην επιχειρηματική δραστηριότητα και θα δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από αυτά που θέλει να θεραπεύσει. Σε κάθε περίπτωση μια τέτοια διάταξη δεν μπορεί να εισέλθει με την μορφή Προεδρικού Διατάγματος. Αποτελεί μια πολύ σοβαρή και σύνθετη αλλαγή για να υιοθετηθεί υπό την μορφή διοικητικής πράξης. Ως εκ τούτου θα πρέπει να προηγηθεί σχετική διαβούλευση επί του θέματος με τους κοινωνικούς εταίρους.
– Η διάταξη της παρ. 10, του άρθρου 38, για καταβολή εισφορών μέσα από τραπεζικό λογαριασμό από 01.07.2016 κρίνεται ότι στην παρούσα φάση, θα δημιουργήσει σημαντικά προβλήματα διοικητικού κόστους και συμμόρφωσης στις ΜμΕ.
– Παράλληλα, στο νέο νομοσχέδιο δε λαμβάνεται πρόνοια ως προς την αναλογική εκπροσώπηση των κοινωνικών φορέων στη διοίκηση του νέου οργανισμού ΕΦΚΑ, καθώς τόσο οι φορείς των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων υποεκπροσωπούνται ή υπάρχει ο κίνδυνος να ετεροεκπροσωπηθούν από φορείς με χαμηλότερο βαθμό κοινωνικής αντιπροσώπευσης (άρθρο 60).
– Προβλέπονται σημαντικές μειώσεις για τους δικαιούχους αναπηρικών συντάξεων (από 25% έως 50%), τη στιγμή που απουσιάζουν πολιτικές ενίσχυσης της συμμετοχής αυτών των ατόμων στην οικονομική και κοινωνική ζωή. Σε αντιδιαστολή διατηρούνται σημαντικά προνόμια διακριτής ασφάλισης για τους αιρετούς άρχοντες (άρθρο 4), γεγονός που προκαλεί αρνητικές εντυπώσεις μέσα στο υφιστάμενο πλαίσιο διαρκούς υποτίμησης των εισοδημάτων, της καθημερινότητας των πολιτών και της ποιότητας ζωής και προσωπικής προοπτικής.
– Στις φορολογικές ρυθμίσεις παραμένει η διάταξη που δεν προβλέπει αφορολόγητο για τις επιχειρήσεις με απλογραφικά βιβλία. Μάλιστα, η φημολογούμενη αύξηση του ΦΠΑ θα δώσει τη χαριστική βολή σε κάθε επίσημη επιχειρηματική δραστηριότητα και θα οδηγήσει σε νέα λουκέτα. Αν συμπεριλάβουμε το κόστος συναλλαγών με τερματικά μηχανήματα, μια επιχείρηση έρχεται να καταβάλλει πάνω από το 30% σε έμμεσους φόρους.
Η ΓΣΕΒΕΕ επαναδιατυπώνει το βασικό κορμό των προτάσεων που είχε καταθέσει το προηγούμενο διάστημα στα κυβερνητικά όργανα.
– Η σύνδεση εισοδήματος και εισφοροδοτικής ικανότητας αποτελεί διαχρονική θέση της ΓΣΕΒΕΕ, καθώς τα ασφαλιστικά βάρη πρέπει να μοιράζονται αναλογικά και βάσει της εισφοροδοτικής ικανότητας του καθενός. Ωστόσο, επιχειρώντας να αντιμετωπίσουμε τη μάστιγα της αδήλωτης εργασίας, βασικό εργαλείο αναδιανομής δεν μπορεί να είναι το ασφαλιστικό σύστημα. Η υπερβολική μεταφορά υποχρεώσεων από τους χαμηλότερα στους υψηλότερα αμειβόμενους μπορεί να εξελιχθεί σε βραδυφλεγή βόμβα για το ασφαλιστικό σύστημα.
– Με δεδομένη την ανισοκατανομή στα δηλωθέντα εισοδήματα του στρώματος των μικρομεσαίων (το 80% δηλώνει ως 10.000€ εισόδημα) και μπροστά στον κίνδυνο να επιβαρυνθούν υπέρμετρα όσοι δηλώνουν εισοδήματα άνω των 20.000€ είναι σκόπιμο να συμπεριληφθεί ένα πλαφόν μέγιστης εισφοράς στο 20% του 5πλάσιου του μισθού του ανειδίκευτου εργάτη, έτσι όπως προσδιορίζεται στα σημερινά επίπεδα (586€).
– Επιπλέον η εισφορά υπέρ ΕΟΠΥΥ (ασφάλιση υγείας) θα πρέπει να αποτελεί ένα σταθερό ποσό, καθώς στο όνομα της ισότητας των παροχών, είναι αδιανόητο να κατανέμονται διαφορετικά τα ασφαλιστικά βάρη. Άλλωστε η αναδιανομή για την υγεία, όπως και για τις συντάξεις (πρέπει να) επιδιώκεται μέσω της φορολογίας και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να μετακυλίεται στο ασφαλιστικό σύστημα.
– Θα πρέπει να ληφθεί πρόνοια για τα μέλη οικογενειών που δραστηριοποιούνται στην ίδια επιχείρηση. Προτείνεται η μείωση της εισφοράς για ένα από τα 2 μέλη στο κατώτατο όριο.
– Είναι απολύτως αναγκαία η ύπαρξη μεταβατικής περιόδου για το ασφαλιστικό σύστημα. Σε αυτήν την κατεύθυνση η ΓΣΕΒΕΕ επαναφέρει την πρόταση για παροχή της δυνατότητας στον ασφαλισμένο, να επιλέξει ελεύθερα ασφαλιστική κατηγορία, τουλάχιστον για τα δυο επόμενα έτη, πληρώνοντας, ακόμη κι αν έχει οφειλές, μόνο τις τρέχουσες εισφορές του. Ο νέος ενιαίος οργανισμός θα πρέπει να καταστεί αποτελεσματικός και η ενοποίησή του να είναι λειτουργική, διαφορετικά τα σοβαρά διοικητικά βάρη θα παραμένουν ανεπίλυτα.
– Θεωρούμε θετική την επαναφορά των συντελεστών φορολόγησης των επαγγελματιών στην ενιαία προοδευτική κλίμακα φορολόγησης, με πολλαπλά διακριτά κλιμάκια (τουλάχιστον 4-5). Αυτή η ρύθμιση θα πρέπει να συνοδευτεί από την κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, την καθιέρωση αφορολόγητου καθώς και από την απαλοιφή της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, η οποία πλέον καλύπτεται από τις αυξημένες φορολογικές εισφορές. Επιπλέον, προκειμένου το επιχειρείν να μην πληγεί ανεπανόρθωτα η φορολογική και ασφαλιστική επιβάρυνση οφείλουν να ειδωθούν υπό ενιαίο πρίσμα και να μην υπερβαίνουν σε καμία περίπτωση το 50-55% του εισοδήματος που προκύπτει από εργασία- επαγγελματική δραστηριότητα.
– Αποσαφήνιση του τρόπου καταβολής των εισφορών μέσα στο έτος και διαδικασία εκκαθάρισης.
– Πλαίσιο για τον εξορθολογισμό και συστηματοποίηση εφαρμογής του εργοσήμου στην εστίαση, στις αγροτικές εργασίες (με πλαφόν επί του συνολικού αριθμού απασχολούμενων και του συνολικού χρόνου εργασίας)
– Ουσιαστική ενεργοποίηση και διεύρυνση των παροχών που προβλέπονται στους Ειδικούς Λογαριασμούς του ΟΑΕΕ (Ανεργίας, Επαγγελματικής Εστίας) που διατηρούνται στον ΟΑΕΔ. Σε διαφορετική περίπτωση είναι κοινωνικά και ηθικά επιβεβλημένη η αναστολή είσπραξης των σχετικών εισφορών μέχρι την ουσιαστική ενεργοποίησή τους.
– Τέλος είναι σαφές ότι η εργασία από μόνη της δεν μπορεί να χρηματοδοτήσει το ασφαλιστικό σύστημα και είναι αναγκαίο να αναζητηθούν συμπληρωματικές πηγές χρηματοδότησης εκτός ασφαλιστικού συστήματος (κοινωνικοί πόροι, ειδικά τέλη κοκ).
– Σε αυτό το πλαίσιο ενίσχυσης των εισροών στο ασφαλιστικό σύστημα είναι απολύτως αναγκαίο ένα διαρκές, πάγιο σύστημα ρύθμισης οφειλών προς τα ασφαλιστικά ταμεία και ειδικότερα στον ΟΑΕΕ, στη λογική «παγώματος» της οφειλής και μεταφοράς σε μεταγενέστερη φάση του ασφαλιστικού βίου, με ενδεχόμενη χρήση ενός πολύ μικρού ποσού δόσης απεριόριστου αριθμού. Βασικό μέλημα αυτής της πρόβλεψης είναι η άμεση ενεργοποίηση οφειλετών με στόχο τη διεύρυνση της ασφαλιστέας βάση (του πληθυσμού ασφαλισμένων).
Το νέο Σ/Ν για το ασφαλιστικό και φορολογικό αποσκοπεί στο κλείσιμο της αξιολόγησης με απώτερο στόχο την διευθέτηση του δημοσίου χρέους. Η συζήτηση και η τακτοποίηση του δημοσίου χρέους δεν μπορεί να διαδραματίζεται εις βάρος των υγιέστερων στοιχείων και δομών της ελληνικής οικονομίας αποπροσανατολίζοντας από τον πραγματικό πρόβλημα, που δεν είναι άλλο από την διατήρηση της κοινωνικής συνοχής. Υπάρχει ο κίνδυνος με τις προτεινόμενες αλλαγές στο ασφαλιστικό και φορολογικό να μην απομείνουν ούτε επιχειρήσεις ούτε εργαζόμενοι για να υποστηρίξουν την οικονομία και την πολιτική αυτή επιλογή.
Η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού πρέπει να πραγματοποιηθεί με ωριμότητα και ρεαλισμό, με βάση τον μεσοπρόθεσμο ορίζοντα βιωσιμότητας και όχι με όρους αμιγώς δημοσιονομικούς. Σε μια διαφορετική προσέγγιση εκβιασμού της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, ελλοχεύει ο κίνδυνος μιας διπλής αποτυχίας, επίτευξης βιωσιμότητας και βελτίωσης των βραχυπρόθεσμων δεικτών δημοσιονομικής απόδοσης. Με τέτοιες πολιτικές θα εισέρθουμε σε ένα νέο καθοδικά σπειροειδή κύκλο που πολύ σύντομα θα μας οδηγήσει σε περαιτέρω οικονομική και κοινωνική υποβάθμιση.