« Καμπανάκι» για την υπερφορολόγηση φυσικών και νομικών προσώπων εκπέμπει στην τριμηνιαία του έκθεση το Γραφείο Προυπολογισμού της Βουλής που τονίζει ότι η «υπερφορολόγηση σκοτώνει τις επενδύσεις και δημιουργεί αντικίνητρα για την εργασία».
Όπως αναφέρεται στην έκθεση «παρά τους υψηλούς συντελεστές φορολογίας, τα φορολογικά έσοδα παραμένουν σχετικά χαμηλά. Οι υψηλοί συντελεστές – αλλά και οι άλλοι σχετικοί παράγοντες- λειτουργούν αποτρεπτικά στην προσέλκυση επενδύσεων, που τόσο έχει ανάγκη η ελληνική οικονομία και ενισχύουν την «έξοδο» των ελληνικών επιχειρήσεων προς άλλες χώρες με πιο φιλικό περιβάλλον για το επιχειρείν”.
Συνοπτικά, σύμφωνα με το Γραφείο Προυπολογισμού της Βουλής οι βραχυχρόνιες εξελίξεις είναι μεν ενθαρρυντικές, αλλά η μακροχρόνια αναπτυξιακή προοπτική παραμένει αμφίβολη όσο καιρό δεν αλλάζουν βασικές δομές και θεσμοί της χώρας.
Αρνητικά πάντως αναμένεται να επιδράσουν συγκεκριμένες εξελίξεις όπως η αβεβαιότητα για την έγκαιρη ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης και το καθεστώς μετά τη λήξη του τρέχοντος Προγράμματος, η καθυστέρηση στη λήψη δραστικών μέτρων για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η συσσώρευση ληξιπρόθεσμων οφειλών της Γενικής Κυβέρνησης και οι δυσκολίες περαιτέρω χαλάρωσης των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.
Σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, η πλήρης έξοδος στις αγορές, αν επιτευχθεί, θα έχει κόστος, το ύψος του οποίου θα εξαρτηθεί από τη στάση του ΔΝΤ (αν δηλαδή θα συμμετάσχει ως τότε στο ελληνικό πρόγραμμα ή αν θα αποχωρήσει χωρίς θόρυβο) και των ευρωπαϊκών θεσμών (μέσω κυρίως της ελάφρυνσης στην εξυπηρέτηση του χρέους).
Σχετικά με την πρόθεση της κυβέρνησης να βγει στις αγορές, το Γραφείο επισημαίνει ότι «η έξοδος στις αγορές δεν σημαίνει είσοδο σε μια κατάσταση χωρίς δημοσιονομικούς (και άλλους) περιορισμούς. Η Ελλάδα, ακόμα και αν όλα πάνε καλά, θα υπάγεται στους ισχύοντες για τα κράτη μέλη περιορισμούς της δημοσιονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ και ειδικά της Ευρωζώνης».