Ισχυρούς κινδύνους για την πορεία της ελληνικής οικονομίας εντοπίζει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής (ΓΠΒ) στην τριμηνιαία έκθεσή του για την οικονομία, υποστηρίζοντας ότι «η πορεία της χώρας δεν είναι διασφαλισμένη».
Στο πλαίσιο αυτό, χαρακτηρίζει «μη βιώσιμα» ασφαλιστικό σύστημα και χρέος, ενώ οι αυξημένοι φόροι και εισφορές λειτουργούν υφεσιακά. Καλεί την κυβέρνηση να μειώσει τους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018, υποστηρίζει ότι το κράτος δεν παρέχει περισσότερη ασφάλεια στους εργαζομένους, ενώ επισημαίνει ότι υπάρχουν «πολιτικά τεχνάσματα» που θέτουν εμπόδια στις μεταρρυθμίσεις και τις αποκρατικοποιήσεις. Πάντως, το γραφείο υποστηρίζει ότι ο μόνος δρόμος για επιστροφή στην ανάπτυξη είναι να πετύχει το τρίτο μνημόνιο.
Ειδικές αναφορές γίνονται για το θέμα των εργασιακών αλλαγών που επίκεινται και για εκείνες που προηγήθηκαν σε φόρους και εισφορές. Για τα εργασιακά, σημειώνει πως το κράτος δεν παρέχει περισσότερη ασφάλεια στους εργαζομένους εμποδίζοντας την ευελιξία των επιχειρήσεων, η οποία είναι προϋπόθεση για την ανάπτυξή τους, και για την είσοδο νέων στην παραγωγή. Το κράτος όμως μπορεί να δημιουργήσει ένα αποτελεσματικό δίχτυ ασφαλείας για τους εργαζομένους. Η προάσπιση του status quo ή η επαναφορά προηγούμενων κανόνων είναι αδιέξοδη πολιτική.
Για τις αυξήσεις των φόρων, το γραφείο υποστηρίζει ότι, πέραν των ιδιαίτερα υφεσιακών επιπτώσεων, θέτουν «σε αμφιβολία την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, τροφοδοτώντας με τον τρόπο αυτόν ένα νέο κύκλο αβεβαιότητας».
Επίσης, οι εκτεταμένες αυξήσεις φόρων και εισφορών «δεν βοηθούν την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας της χώρας, τόσο ως προς την αύξηση των εξαγωγών όσο και ως προς την προσέλκυση νέων επενδύσεων στη χώρα».
Σε ό,τι αφορά το νέο ασφαλιστικό, το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής εκτιμά, σύμφωνα με την Καθημερινή, ότι παρά τις αλλαγές «το συνταξιοδοτικό σύστημα παραμένει μη βιώσιμο», ενώ ως μη βιώσιμο χαρακτηρίζει και το ελληνικό χρέος. Ζητεί οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα του 2019 και 2020 να κυμανθούν σε χαμηλότερα επίπεδα από το 3,5% του ΑΕΠ (στην περιοχή του 1%-2% του ΑΕΠ).
Οι οικονομολόγοι του γραφείου υποστηρίζουν ότι για την πορεία της ελληνικής οικονομίας υπάρχουν οι εξής κίνδυνοι:
• Η ανάκαμψη δεν είναι ορατή: οι συνιστώσες του ΑΕΠ (κατανάλωση, εξαγωγές και επενδύσεις) βρίσκονται το πρώτο εξάμηνο 2016 σε καθοδική πορεία.
• Η ανάκαμψη της οικονομίας δύσκολα θα επιτευχθεί λόγω του «μείγματος πολιτικής» που χαρακτηρίζει το νέο πρόγραμμα: τα φορολογικά μέτρα «αποδίδουν» αμέσως, ενώ οι μεταρρυθμίσεις πραγματοποιούνται μετ’ εμποδίων και, οπωσδήποτε, αποδίδουν αργότερα.
• Μείωση επενδύσεων, απαξίωση μέρους του εργατικού δυναμικού κ.λπ.
• Ο «κόφτης» του προϋπολογισμού.
• Οι γραμμές άμυνας της ελληνικής πολιτικής οικονομίας: «Οι πολύμορφες αντιδράσεις στις μεταρρυθμίσεις που έχουν ήδη αποφασισθεί συνεχίζονται, μερικές φορές με τεχνάσματα που δυσκολεύουν κεντρικές πολιτικές επιλογές (όπως στην υπόθεση Cosco)», σύμφωνα με το ΓΠΒ, με αποτέλεσμα να παρατείνεται η αβεβαιότητα. Παράλληλα, επισημαίνει πως η επανάληψη δηλώσεων για ασαφείς γραμμές που η ελληνική πλευρά δεν είναι διατεθειμένη να υπερβεί («κόκκινες γραμμές») και η επίκληση αμήχανων κοινωνικών εταίρων μπορεί να προκαλέσουν τον Σεπτέμβριο νέες αβεβαιότητες και να επιβραδύνουν την ανάκαμψη της οικονομίας και τη βελτίωση της απασχόλησης.
• Η έκβαση του δημοψηφίσματος για το Brexit και η αποτυχημένη απόπειρα στρατιωτικού πραξικοπήματος στην Τουρκία.