Στο 2,8% μειώθηκε ο ρυθμός ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία, το γ’ τρίμηνο του 2022 από 7,8% και 7,1% που ήταν στα δύο προηγούμενα τρίμηνα, όπως προκύπτει από στοιχεία της έκθεσης του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή.
Την ίδια στιγμή το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής εκτιμά ότι θα επιβραδυνθεί περαιτέρω ο ρυθμός της οικονομίας της χώρας, λόγω της αρνητικής επίδρασης του πληθωρισμού στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα και την κατανάλωση, λόγω της υποχώρησης της οικονομικής δραστηριότητας στους κύριους εμπορικούς εταίρους, λόγω της ανόδου των επιτοκίων, καθώς και λόγω της προβλεπόμενης άρσης των περισσότερων δημοσιονομικών μέτρων στήριξης.
Για τα επιτόκια
Η έκθεση του ΓΠΚ της Βουλής, αναφέρεται και στο θέμα των επιτοκίων. «Ο δημοσιονομικός κίνδυνος των αυξημένων επιτοκίων δεν είναι βραχυπρόθεσμος, αφενός γιατί το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού δημόσιου χρέους είναι σε σταθερά επιτόκια και αφετέρου γιατί ακόμα και τα τρέχοντα επιτόκια παραμένουν αρκετά χαμηλότερα από τον πληθωρισμό, περιορίζοντας τον λόγο δημόσιου χρέους/ΑΕΠ. Μεσοπρόθεσμα ωστόσο, αν τα επιτόκια ξεπεράσουν το άθροισμα πληθωρισμού και πραγματικής μεγέθυνσης (ονομαστική μεγέθυνση), τότε θα κινηθεί αυξητικά ο λόγος δημόσιου χρέους/ΑΕΠ, απαιτώντας υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα για να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητά του», σημειώνεται στην έκθεση.
Για τον πληθωρισμό
Επίσης το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή εκτιμά ότι θα συνεχιστεί η μείωση του πληθωρισμού. «Η επιβράδυνση του πληθωρισμού κατά τους τελευταίους δύο μήνες οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στο «αποτέλεσμα βάσης» (base effect) καθώς η μεταβολή του δείκτη τιμών καταναλωτή γίνεται σε σύγκριση με μήνες που είχαν ήδη καταγραφεί αυξήσεις. Αναμένουμε πως, εφόσον δεν προκύψει κάποια νέα διαταραχή στις τιμές της ενέργειας, η επιβράδυνση του πληθωρισμού θα συνεχιστεί στους πρώτους μήνες του επόμενου έτους. Παρ’ όλα αυτά, παραμένει η αβεβαιότητα όσον αφορά την ταχύτητα αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού και το χρονικό διάστημα που θα απαιτηθεί, για να επανέλθει κοντά στο επίπεδο του 2% μεσοπρόθεσμα», αναφέρει.
Γιατί είναι ανησυχητική η εικόνα για το εξωτερικό ισοζύγιο
«Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι η εικόνα του εξωτερικού τομέα. Οι αισιόδοξες εκτιμήσεις για την πορεία του τουρισμού δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα, ούτε σε όρους συνολικού ρυθμού μεγέθυνσης ούτε σε όρους βελτίωσης του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Η επιδείνωση του εξωτερικού τομέα σε συνδυασμό με τη δημοσιονομική επιβάρυνση της πανδημίας σηματοδοτεί την επιστροφή των λεγόμενων «δίδυμων» ελλειμμάτων της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή του δημοσιονομικού ελλείμματος και του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Ενώ το πρώτο είναι σε τροχιά εξισορρόπησης, αυτό δεν έχει προκαλέσει και εξισορρόπηση του δεύτερου, όπως θα συνέβαινε θεωρητικά. Χρειάζεται επομένως προσοχή στον εξωτερικό τομέα της οικονομίας, προκειμένου να μην εξελιχθεί σε σοβαρή μακροοικονομική ανισορροπία», τονίζει .
Επίσης η έκθεση αναφέρεται στην πρόσφατη πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας που περιέχει σημαντικές βελτιώσεις σε σχέση με το προηγούμενο.
«Παρότι οι στόχοι του συνολικού ελλείμματος και του δημόσιου χρέους (3% και 60%, αντίστοιχα) παραμένουν αμετάβλητοι, η εποπτεία της διαδικασίας προσέγγισής τους γίνεται σαφώς απλούστερη και πιο ευέλικτη. Η οικονομική πολιτική κάθε χώρας θα αξιολογείται κατά περίπτωση με βασικό κριτήριο τον ρυθμό μεταβολής των καθαρών δημόσιων δαπανών και το εθνικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων με 4ετή ορίζοντα. Επί της ουσίας, πρόκειται για προσπάθεια συνδυασμού κάποιων βασικών δημοσιονομικών κανόνων με τις εθνικές ιδιαιτερότητες κάθε χώρας. Το πρώτο ζήτημα που προκύπτει αφορά τα μέσα επιβολής που θα διαθέτει η Επιτροπή σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης και οι προϋποθέσεις ενεργοποίησής τους. Το δεύτερο είναι η δέσμευση των πολιτικών κάθε κυβέρνησης στο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων της Επιτροπής, υποβαθμίζοντας τη δημοκρατική λειτουργία και προσφέροντας στην Επιτροπή ενισχυμένο ρόλο στις εθνικές πολιτικές. Η συζήτηση μεταξύ των κρατών-μελών αναμένεται να διεξαχθεί εντός τους επόμενου έτους, προκειμένου να τεθεί σε ισχύ το 2024», συμπληρώνει.