Χαμηλές προσδοκίες για την ανάπτυξη
της χώρας για το 2021 έχει το Γραφείο του Προϋπολογισμού της Βουλής.
Όπως αναφέρεται σε σχετική έκθεση του
Γραφείου του Προϋπολογισμού της Βουλής για το Δ’ τρίμηνο του 2020, η πρόβλεψη για τον ρυθμό μεγέθυνσης του 2021
είναι 2,7%. Η πρόβλεψη αυτή υπόκειται σε σημαντικό βαθμό αβεβαιότητας, που
προέρχεται τόσο από την εξέλιξη της ίδιας της πανδημίας και των περιοριστικών
μέτρων όσο και από ενδεχόμενες δημοσιονομικές παρεμβάσεις και την αξιοποίηση
των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Η διατήρηση των περιοριστικών μέτρων για
ολόκληρο το πρώτο τρίμηνο του 2021 και τα προβλήματα στο πρόγραμμα εμβολιασμών
σε ευρωπαϊκό επίπεδο αποτελούν τον σημαντικότερο κίνδυνο για την εξέλιξη της
οικονομικής δραστηριότητας το τρέχον έτος.
Ο εμβολιασμός
Από
την άλλη πλευρά, ενδεχόμενη επιτάχυνση των εμβολιασμών και σταδιακή χαλάρωση
των περιορισμών και των μετακινήσεων μέχρι το καλοκαίρι μπορούν να συνεισφέρουν
θετικά στην οικονομική δραστηριότητα, κυρίως μέσω του τουρισμού. Όσον αφορά τις
δημοσιονομικές παρεμβάσεις, η διατήρηση της «γενικής ρήτρας διαφυγής» (general
escape clause) από το Σύμφωνο Σταθερότητας για το 2021 και το 2022 προσφέρει
σημαντική ευελιξία στην άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής. Αυτό σημαίνει ότι
τα επεκτατικά μέτρα που συνεχίζονται εντός του 2021, ύψους περίπου 10 δισ. ευρώ, δεν
θα προκαλέσουν βραχυπρόθεσμα προβλήματα. Επιπρόσθετα, οι πόροι του Ταμείου
Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας μπορούν να συνεισφέρουν εξίσου σημαντικά στη
βραχυπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη μεγέθυνση, χωρίς μεγάλη δημοσιονομική
επιβάρυνση. Σημειώνουμε ωστόσο ότι προϋπόθεση ώστε οι πόροι αυτοί να συμβάλλουν
στους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης είναι να αυξήσουν τις δημόσιες και
ιδιωτικές επενδύσεις πάνω από τα σημερινά τους επίπεδα, κάτι που αποτελεί
μείζονα πρόκληση για τη χώρα μας. Ειδικά για τις δημόσιες επενδύσεις, θα ήταν
σημαντική η ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας σε υλικοτεχνικές υποδομές
και ανθρώπινο δυναμικό.
Τα παραπάνω δεδομένα διαμορφώνουν ένα λιγότερο
περιοριστικό θεσμικό πλαίσιο για την άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής, το
οποίο θα πρέπει να αξιοποιηθεί προκειμένου να επιταχυνθεί η ανάκαμψη της
οικονομίας. Παρόλα αυτά, θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι παραπάνω παρεμβάσεις
σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο δεν δημιουργούν πραγματικά δημοσιονομικά
περιθώρια. Όπως είχαμε αναφέρει και παλαιότερα, οι διευκολύνεις που
προσφέρονται για τη βραχυπρόθεσμη διαχείριση της κρίσης δεν δικαιολογούν
κανενός είδους δημοσιονομικό εφησυχασμό. Το χρέος που συσσωρεύεται στη διάρκεια
της πανδημίας θα παραμείνει εκεί και μετά το τέλος της και η εξυπηρέτησή του θα
ασκήσει πιέσεις στον κρατικό προϋπολογισμό, ιδιαίτερα αφού αρθούν τα έκτακτα
μέτρα μαζικών αγορών κρατικών ομολόγων της ΕΚΤ (μέσω του προγράμματος PEPP).
Το
ιδιωτικό χρέος
Αξίζει, τέλος, να επισημανθεί ο κίνδυνος από την
αύξηση του ιδιωτικού χρέους που αναμένεται να προκύψει λόγω της οικονομικής
ύφεσης. Το μη εξυπηρετούμενο ιδιωτικό χρέος στο τέλος του 2020 έφτασε τα 242,6
δισ. ευρώ (108,1 δισ. ευρώ στην εφορία, 37,5 δισ. ευρώ στα ασφαλιστικά ταμεία, 58,1 δισ. ευρώ στις
τράπεζες και 38,9 δισ. ευρώ στις εγχώριες Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια
και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ). Το συνολικό
μέγεθος δεν είναι αυξημένο σε σχέση με το 2019, αναμένουμε ωστόσο να καταγράψει
σημαντική επιδείνωση όταν θα ξεκινήσει η υλοποίηση των αποπληρωμών.
Σε αυτό το στάδιο
ενδέχεται να χρειαστούν επιπρόσθετες παρεμβάσεις και ειδικές ρυθμίσεις
αποπληρωμής που ουσιαστικά θα ισοδυναμούν με ανάληψη μέρους του ιδιωτικού
χρέους από τον δημόσιο τομέα. Τέτοιες παρεμβάσεις που αφορούν ολόκληρο το
κοινωνικό σύνολο θα πρέπει να έχουν διαφανείς κανόνες και κριτήρια και να
αποφασιστούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Διαβάστε ολόκληρη την έκθεση εδώ