Στα αζήτητα παραμένουν ακόμη και σήμερα 920.000 οφειλέτες με χρέη 25 δισ. ευρώ καθώς οι servicers δεν έχουν τα στοιχεία για να επικοινωνήσουν μαζί τους.
Oυσιαστικά αυτό συμβαίνει επειδή οι servicers έχουν λάβει απαρχαιωμένα στοιχεία από τις τράπεζες και αυτό έχει ως συνέπεια οι οφειλέτες αυτοί να αποτελούν τη μαύρη τρύπα στην προσπάθεια ρυθμίσεων, όπως αναφέρει η εφημερίδα “Καθημερινή”.
Η πλήρης ουσιαστικά απουσία των βασικών στοιχείων για την επικοινωνία με 920.000 οφειλέτες – σε σύνολο 2,3 εκατ. που είναι οι οφειλέτες που συνομιλούν με τους servicers – δεν δυσχεραίνει απλώς την αποτελεσματικότερη διαχείριση αυτών των οφειλών που υπολογίζονται σε 25 δις ευρώ, αλλά καθιστά ανέφικτη οποιαδήποτε προσπάθεια αναζήτησης συναινετικής λύσης, οδηγώντας τις περιπτώσεις αυτές σε αναγκαστική εκτέλεση. Ο φορέας των servicers, η Ένωση Εταιρειών Διαχείρισης Απαιτήσεων Δανείων και Πιστώσεων (ΕΕΔΑΔΠ), ζητεί να επιτραπεί η πρόσβασή τους στα στοιχεία επικοινωνίας τους μέσω του taxisnet, αίτημα που εξετάζεται από το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας σε μια προσπάθεια να δοθεί οριστική λύση στο θέμα.
Οι δυσλειτουργίες των μηχανισμών
Παρά την πρόοδο, η αργή απαλλαγή νοικοκυριών και των επιχειρήσεων από τα βάρη των χρεών που δημιουργήθηκαν την προηγούμενη 20ετια αποδίδεται σε δυσλειτουργίες των μηχανισμών που αναπτύχθηκαν τα τελευταία χρόνια, αλλά και σε χρόνιες παθογένειες του δικαστικού συστήματος και αφορούν:
- Μαύρη τρύπα στη πορεία των ρυθμίσεων αποτελεί ο νόμος Κατσέλη. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας, πάνω από 43% του συνόλου των αιτήσεων στον νόμο, δηλαδή περί τις 60.000 από τους 140.000 που έκαναν αίτηση, κρίθηκε από τα αρμόδια δικαστήρια ότι δεν μπορούν να τύχουν προστασίας μέσω του νόμου αυτού, καθώς κατά τη στιγμή της λήψης του δανείου δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα αποπληρωμής ήρθαν αντιμέτωποι με συσσωρευμένες οφειλές, καθώς αναβίωσε σύνολο το σύνολο των τόκων υπερημερίας που είχε «παγώσει» όλο το χρονικό διάστημα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις από την πλευρά των servicers, πρόκειται για οφειλές ύψους 9 δις. ευρώ περίπου σε σύνολο 20 δις. ευρώ που ήταν οι οφειλές αυτών που έκαναν αίτηση στον νόμο Κατσέλη.
- Οι καθυστερήσεις και δυσλειτουργίες στο σύστημα των πλειστηριασμών, με βασικότερο τη δυνατότητα ανακοπής του πλειστηριασμού ακόμα και μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας, για λόγους που έχουν να κάνουν με προγενέστερα στάδια της διαδικασίας, θέτοντας ουσιαστικό το ακίνητο και τον νέο αγοραστή σε καθεστώς ομηρίας. Όπως επισημαίνουν στελέχη της αγοράς των εταιρειών διαχείρισης που λειτουργούν ως επισπεύδοντες στους πλειστηριασμούς ακινήτων είτε για λογαριασμό των funds που έχουν αγοράσει τα κόκκινα δάνεια, η συζήτηση της ανακοπής από τα αρμόδια Πρωτοδικεία λόγω των προβλημάτων της δικαιοσύνης μπορεί να φτάσει ακόμη και τα 5 χρόνια. Ο αγοραστής ο οποίος έχει καταβάλει το τίμημα της μεταβίβασης και τον αναλογούντα φόρο, υποχρεούται με αυτόν τον τρόπο να αναμένει για πολλά χρόνια την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της ανακοπής.
- Η διαδικασία του εξωδικαστικού μηχανισμού που δείχνει να ομαλοποιείται έπειτα από αλλεπάλληλες βελτιώσεις και καθυστερήσεις. Το βασικότερο πρόβλημα εντοπιζόταν στο ποσοστό απόρριψης των ρυθμίσεων που προκύπτουν από την ηλεκτρονική πλατφόρμα, το οποίο μειώνεται σταδιακά από το 40% στο 30% από την πλευρά των servicers. Την ίδια στιγμή, σταδιακή αύξηση του ποσοστού αποδοχής των αιτήσεων διαπιστώνεται και από την πλευρά των οφειλετών, που άγγιξε το 95% τον Αύγουστο, περιορίζοντας το ποσοστό απόρριψης μόλις στο 5%, όταν τους προηγούμενους μήνες ήταν κοντά στο 20%.
- Η έλλειψη μηχανισμών αναχρηματοδότησης της αγοράς, δηλαδή της δυνατότητας οι οφειλέτες να βρουν νέα χρηματοδότηση προκειμένου να εξοφλήσουν τα χρέη τους και να κάνουν μια νέα αρχή. Η δυνατότητα αυτή προβλέφθηκε σε πρόσφατη νομοθεσία αλλά μέχρι σήμερα το ενδιαφέρον των επενδυτών για τη δημιουργία εταιρειών πιστώσεων – όπως ονομάζονται- δεν έχει εκφραστεί στην πράξη. Το πρόβλημα αγγίζει κυρίως τις επιχειρήσεις με τα κόκκινα δάνεια που έχουν επιβιώσει κατά την προηγούμενη οικονομική κρίση, αλλά δεν μπορούν να αναχρηματοδοτήσουν τις οφειλές τους και να αποκτήσουν την αναγκαία ρευστότητα για την επανεκίννησή τους.
Οι εταιρείας διαχείρισης
Αξιοσημείωτο είναι δε πως και οι εταιρείες διαχείρισης μπαίνουν στον σκληρό πυρήνα του ιδιωτικού χρέους προς τις τράπεζες και κυρίως τα funds που έχουν αγοράσει τα κόκκινα δάνεια. Αυτές έχουν πετύχει μέχρι σήμερα την εξυγίανση δανείων ύψους σχεδόν 10,3 δισ. ευρώ από το σύνολο των 98 δισ. ευρώ που ανέλαβαν να διαχειριστούν με έμφαση από το 2021 και μετά.
Επίσης επισημαίνεται πως το συνολικό ληξιπρόθεσμο χρέος που περιορίστηκε το πρώτο τρίμηνο του 2024 στα 69,9 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 59.4 δισ. ευρώ ανήκουν σε funds και τα 10,4 δισ. ευρώ σε τράπεζες.
Σύμφωνα με τη γενική γραμματέα Χρηματοπιστωτικού Τομέα και Ιδιωτικού Χρέους Θεώνη Αλαμπάση, «το ληξιπρόθεσμο» ιδιωτικό χρέος προς τις τράπεζες και τα funds ως προς το σύνολο του ιδιωτικού χρέους μειώθηκε κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες και διαμορφώθηκε το α’ τρίμηνο του 2024 στο 59,9% από 69,9% το 2019, δείχνοντας τη σταδιακή αποκατάσταση όσον αφορά την εύρυθμη εξυπηρέτηση των οφειλών».