Γιαννίτσης: Δώδεκα κρίσιμα ερωτήματα για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση

Για πόλεμος των γενεών στο ασφαλιστικό κάνει λόγο ο πρώην υπουργός Τάσος Γιαννίτσης, που είχε συντάξει την ασφαλιστική μεταρρύθμιση στις αρχές της περασμένης 10ετίας, τονίζοντας ότι έχουν ηττηθεί ήδη οι νεότερες γενεές, η κοινωνική προστασία, η ανάπτυξη, η απασχόληση, η χώρα και οι ίδιες οι προοπτικές της.
Με ομιλία του. ο κ. Γιαννίτσης θέτει 12 ερωτήματα, ενώ καυτηριάζει τις απόψεις ότι το ασφαλιστικό θα λυθεί με την ανάπτυξη της οικονομίας, σημειώνοντας ότι το πρόβλημα αυτό εμποδίζει την ανάπτυξη και ότι ο μόνος τρόπος είναι να αντιμετωπισθούν ταυτόχρονα και τα δύο αυτά ζητήματα (ασφαλιστικό και ανάπτυξη).
Σημειώνει, επίσης, το παράδοξο ότι στην περίοδο της κρίσης είχαμε 550.000 συνταξιοδοτήσεις, κυρίως πρόωρες., ενώ εκκρεμούν άλλες 300.000 συνταξιοδοτήσεις.

 Ακολουθεί η ομιλία του κ. Γιαννίτση στην εκδήλωση του Δικτύου για τη Μεταρρύθμιση και του Friedrich Ebert Stiftung, με θέμα: «Ασφαλιστικό, Δικαιοσύνη και Πραγματισμός».

 «Θα ξεκινήσω την τοποθέτησή μου θέτοντας τρία ερωτήματα:

– Πώς μπορεί ένα θέμα, στο οποίο κόμματα, φορείς και πολλά άτομα, που συν-διαμόρφωσαν το σκηνικό στα τελευταία 15-20 χρόνια, και που κινούνταν με στόχο την διασφάλιση κοινωνικού χαρακτήρα του ασφαλιστικού, τελικά, να καταλήγει σε ένα μεγάλο κοινωνικό φιάσκο, και μάλιστα φιάσκο, όχι μόνο για τους συνταξιούχους, αλλά ακόμα περισσότερο για τους εργαζόμενους, τους άνεργους, την χώρα την ίδια και τις προοπτικές της;
– Πώς μπορεί ένα ζήτημα, στο οποίο στα τελευταία 5 χρόνια έγιναν πάνω από δέκα μεταβολές, όλες στην κατεύθυνση της περικοπής συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, να αναδεικνύεται ξανά ως μείζον πρόβλημα και μάλιστα με την βεβαιότητα ότι θα ακολουθήσουν και πολλές ακόμα ανάλογες μεταβολές;
– Τελικά πώς ορίζεται το αντιλαϊκό; Ο ορισμός του αντιλαϊκού αναφέρεται μόνο στον κόσμο των συνταξιούχων ή στον κόσμο αυτό, αλλά και στους εργαζόμενους με κάθε μορφή απασχόλησης; Καθορίζεται λαμβάνοντας υπ’ όψη τι γίνεται μόνο σε ένα στενό ορίζοντα 6 ή 15 μηνών ή και σε ένα μεγαλύτερο βάθος χρόνου; Είναι αντιλαϊκό ότι μπορεί μεν να θίγει ισορροπίες κάποιας δεδομένης στιγμής, αλλά αποτρέπει πολλαπλές και μακροχρόνιες αρνητικές εξελίξεις για ευρύτερα στρώματα και την χώρα; Είναι λαϊκό ότι φαινομενικά αφήνει ανέπαφες καταστάσεις που λίγο αργότερο καταρρέουν, συμπαρασύροντας σημαντικά κοινωνικά τμήματα;
Δεν θα δώσω απάντηση στα ερωτήματα αυτά, γιατί θεωρώ, ότι αφ’ ενός, μετά από πολλά που έχουν μεσολαβήσει, κάθε πολίτης οφείλει να δώσει, στον εαυτό του ή δημόσια, την απάντηση που ο ίδιος πιστεύει, και αφ’ ετέρου ότι ανάλογα με το αν τα κριτήρια είναι στενά εγωιστικά ή όχι, οι απαντήσεις διαφέρουν. Όπως θα αναφέρω στη συνέχεια, ο πόλεμος των γενεών είναι ήδη σε εξέλιξη, και το σε ποια πλευρά θέλει να τοποθετηθεί ο καθένας είναι προσωπική απόφαση. Μέχρι στιγμής, στον πόλεμο αυτό η ήττα είναι συντριπτική: έχουν ηττηθεί οι νεότερες γενεές, η κοινωνική προστασία, η ανάπτυξη, η απασχόληση, η χώρα η ίδια και οι προοπτικές της. Έχουν ηττηθεί, γιατί κάθε καίρια πραγματικότητα όλου αυτού του κόσμου είναι σήμερα σημαντικά χειρότερη απ’ ότι ήταν κάποια χρόνια πριν και γιατί η υπέρβαση αυτής της χειρότερης πραγματικότητας απαιτεί πρόσθετες θυσίες, σε σχέση με προηγούμενες φάσεις.
Στην εισαγωγική αυτή τοποθέτηση στην εκδήλωση που ακολουθεί ή που έχει ήδη ξεκινήσει θα επικεντρωθώ στις ακόλουθες θεματικές:
Πρώτον, στο εξαιρετικά κρίσιμο ερώτημα, αν η κρίση οδήγησε το ασφαλιστικό σε αδιέξοδο, ή το ασφαλιστικό προκάλεσε την κρίση, ή συνέβησαν και τα δύο σε κάποιο βαθμό και μέσα από ποιες διαδικασίες προέκυψαν τα αποτελέσματα αυτά.
Δεύτερον, με ποιο τρόπο η πολιτική που ακολουθήθηκε επηρέασε το πρόβλημα και προς ποια κατεύθυνση, πώς αποφάσεις υπέρ μιας βραχυπρόθεσμης κοινωνικής αλληλεγγύης μπορεί να δημιουργούν συνθήκες αρνητικής κοινωνικής αλληλεγγύης σε μέσο- ή πιο μακρό χρονικό ορίζοντα, χωρίς βεβαίως να εννοώ τόσο μακροπρόθεσμο, ώστε να ισχύει η θέση του Κέυνς, ότι σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα είμαστε όλοι νεκροί, και, τέλος, πού βρισκόμαστε σήμερα.
Τρίτον, γιατί το ασφαλιστικό ζήτημα δεν πρέπει να το βλέπει κανείς αυτοτελώς, αλλά σε συνδυασμό με κάθε καίριο πρόβλημα της ανάπτυξης και των προοπτικών εξόδου από την κρίση.
Τέταρτον, ποιες παράμετροι μπορούν να δώσουν μια απάντηση στο πρόβλημα, ώστε η χώρα να υπερβεί την κρίση του ασφαλιστικού, αν και ο όρος ‘υπέρβαση’ είναι με τα σημερινά δεδομένα εξωπραγματικός.
Διευκρινιστικά, θα ήθελα να σημειώσω, ότι οι επιδράσεις του ασφαλιστικού μπορούν να διακριθούν σε τρεις μεγάλες κατηγορίες:
– Επιδράσεις στο μακρο-οικονομικό επίπεδο (ανάπτυξη-ύφεση, δημοσιονομικές ανισορροπίες, κ.α.).

– Επιδράσεις στα ίδια τα μεγέθη του ασφαλιστικού συστήματος (εισροές στα Ταμεία, μη πληρωμή εισφορών, αριθμός δικαιούχων) και των ασφαλισμένων (ύψος συντάξεων, περικοπές, ποσοστό αναπλήρωσης, πολυετείς καθυστερήσεις στην απονομή της σύνταξης).

– Επιδράσεις στην κατανομή του βάρους της κρίσης και στην κατανομή του εισοδήματος μεταξύ των κοινωνικών ομάδων και στην εξέλιξη των ανισοτήτων.
Επειδή είναι αδύνατο στο χρόνο που έχω, να απαντήσω αναλυτικά όλα αυτά τα ερωτήματα, θα είμαι αναγκαστικά αρκετά ελλειπτικός, αλλά αν η συζήτηση το επιτρέψει, θα μπορώ να είμαι πιο αναλυτικός στη συνέχεια. Θα ήθελα πάντως να διευκρινίσω, ότι όπως από το 2001 και μετά δεν ενδιαφέρθηκα να υπεισέλθω σε κριτική ή σχολιασμό των μέτρων που κατά καιρούς λήφθηκαν, έτσι και σήμερα, δεν πρόκειται να ασχοληθώ με τις σημερινές προτάσεις, που επιπλέον, είναι ακόμα σε φάση διαμόρφωσης.
Γύρω από τα ζητήματα που προανέφερα, θα αναφερθώ σε δώδεκα σημεία:

1. Το ασφαλιστικό ήταν σημαντικός γενεσιουργός παράγοντας της κρίσης του 2009. Η σχέση αυτή ασφαλιστικού και κρίσης είναι εξαιρετικά κρίσιμη, γιατί αναδεικνύει καλύτερα τόσο τους μηχανισμούς της κρίσης, όσο και τις συνέπειες για τον σχεδιασμό πολιτικών υπέρβασης της κρίσης. Σε ότι αφορά την δημιουργία της κρίσης, επισημαίνονται τα εξής:
– Τα αθροιστικά ελλείμματα και οι συνολικές δημόσιες δαπάνες για το ασφαλιστικό αντιπροσώπευαν 71 δις. Ευρώ ή το 83% των αθροιστικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων της περιόδου 2006-2009 (γύρω στα 80 δις. Ευρώ), που οδήγησαν στην μεγάλη κρίση της χώρας. Τα δημοσιονομικά ελλείμματα της περιόδου πριν την κρίση θα ήσαν πολύ χαμηλότερα, αν δεν έπρεπε να χρηματοδοτηθούν τα ελείμματα αυτά.
– Οι ετήσιες δημόσιες δαπάνες για το ασφαλιστικό κυμαίνονταν στην τελευταία δεκαετία περίπου μεταξύ 120% και 237% των μη κρατικών πόρων του ασφαλιστικού συστήματος. Το Κράτος δηλαδή δεν χρηματοδότησε απλώς το ασφαλιστικό. Για πολλά χρόνια διέθετε πόρους, που ξεπερνούσαν σημαντικά τα ετήσια έσοδα του ασφαλιστικού συστήματος. Αθροιστικά τα ελλείμματα που καλύφθηκαν από κρατική χρηματοδότηση αντιπροσώπευαν το 83,6% της αύξησης του δημόσιου χρέους στην περίοδο 2000-2009 και το 405,2% της αύξησης το δημόσιου χρέους στην περίοδο 2010-2014. Χωρίς την επίδραση αυτή η χώρα θα βρισκόταν το 2009 με ένα δημόσιο χρέος που δεν θα της προκαλούσε τόσο σοβαρό πρόβλημα.
Τα μεγέθη αυτά δεν πρέπει να εκληφθεί ότι σημαίνουν πως άλλοι παράγοντες δεν επηρέασαν επίσης τα δημοσιονομικά ελλείμματα και το χρέος. Προφανώς και επηρέασαν. Δείχνουν όμως το μεγάλο βάρος που είχε το ασφαλιστικό και την σημαντική επίδρασή του στην μεγάλη ύφεση, την δημοσιονομική κατάρρευση, την ανεργία, την καθίζηση των επενδύσεων, τις περικοπές εισοδημάτων και κοινωνικών δαπανών και την αύξηση της φορολογίας, που ακολούθησαν.
Αν το ασφαλιστικό ήταν γενεσιουργός παράγοντας της κρίσης, τότε η αντιμετώπισή του είναι μία από τις προϋποθέσεις για να υπερβεί η χώρα την κρίση. Οι θέσεις ότι «η ανάπτυξη θα λύσει το ασφαλιστικό» ή ότι «όταν βελτιωθεί η απασχόληση θα βελτιωθεί και το ασφαλιστικό», είναι απλουστευτικές. Η ανάπτυξη και η απασχόληση δεν μπορούν να λύσουν το ασφαλιστικό, γιατί το ίδιο το ασφαλιστικό κρατά την ανάπτυξη και την απασχόληση σε χαμηλό επίπεδο. Μόνο η παράλληλη αντιμετώπισή τους μπορεί να δημιουργήσει ένα ανοδικό κύκλο με θετικό αποτέλεσμα και για τα δύο.
2. Το ασφαλιστικό αντικατοπτρίζει μια θεμελιακή σύγκρουση στο εσωτερικό μιας κοινωνίας: την πάλη για την κατανομή του εισοδήματος (του ΑΕΠ), που παράγεται κάθε χρονιά, μεταξύ αυτών που συμμετέχουν στην παραγωγή του και εκείνων που δεν παράγουν, αλλά έχουν δικαίωμα συμμετοχής στο παραγόμενο εισόδημα μέσω των κανόνων συνταξιοδότησης, αλλά και εκείνων που ενώ είχαν ασήμαντη συμβολή στην παραγωγή, απαιτούν προνομιακά ασφαλιστικά δικαιώματα. Οι τρόποι απόσπασης πόρων από τους πρώτους και μεταφοράς τους στους δεύτερους (πρόσθετες ασφαλιστικές εισφορές, πρόσθετη φορολογία, εισφορές σε διάφορες συναλλαγές, ‘κουμπαράδες’ ή περικοπή κοινωνικών υπηρεσιών σε είδος που παρέχει το κράτος) έχει μικρή σημασία. Όλα οδηγούν στο ίδιο. Αυτό που μετράει είναι το τελικό συνολικό εισοδηματικό αποτέλεσμα για καθεμιά από αυτές τις δύο μεγάλες ομάδες.
3. Οι παράγοντες που οδήγησαν στις προβληματικές αυτές εξελίξεις ήσαν περισσότεροι, θα επισημάνω όμως τους εξής:
– Την ανατροπή της σχέσης εργαζόμενων προς συνταξιούχους, που από 1,77 το 2000 μειώθηκε στους 1,27 το 2013. Πρακτικά, αυτό σημαίνει, ότι για την σύνταξη ενός προσώπου με ποσοστό αναπλήρωσης γύρω στο 80% θα έπρεπε να καταβάλλονται εισφορές από εργαζόμενο και εργοδότη που θα οδηγούσαν τον ακαθάριστο μισθό του εργαζόμενου σε χαμηλότερο επίπεδο από την σύνταξη του δικαιούχου. Επειδή αυτό δεν είναι λογικό, η διαφορά καλύπτεται με κρατικές δαπάνες, δηλαδή φόρους, άλλες εισφορές ή περικοπές δημοσίων δαπανών, όπως για υγεία ή εκπαίδευση.
– Την ανατροπή της σχέσης εισόδημα από συντάξεις προς εισοδήματα από εργασία κάθε μορφής. Η σχέση αυτή ήταν 42% το 2008, αλλά 67% το 2014. Σημαίνει, ότι η χρηματοδότηση του ασφαλιστικού συστήματος επιβαρύνει σταδιακά σημαντικά περισσότερο την υπόλοιπη κοινωνία.
– Τη μαζική απονομή συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων σε ομάδες που είχαν ελάχιστη συνεισφορά στο ασφαλιστικό σύστημα. Κατηγορίες πληθυσμού δεν επιβαρύνονταν καν, κατηγορίες πληθυσμού αν και επιβαρύνονται, δεν πληρώνουν, οι θεσμικές ρυθμίσεις για την φοροδιαφυγή είναι αλυσιτελείς, με αποτέλεσμα οι εισροές στα ασφαλιστικά ταμεία να υστερούν.
– Την μεγάλη αύξηση του αριθμού όσων αξιοποιούσαν τις διατάξεις για πρόωρες συντάξεις, αναγνώριση πλασματικών ετών ασφάλισης και άλλα προνόμια. Ηδη πριν την κρίση, αλλά οπωσδήποτε στην καρδιά της κρίσης, ακολουθήθηκε μια πολιτική, που επέτρεψε σε εκατοντάδες χιλιάδες ασφαλισμένους να περάσουν σε συνθήκες, πρόωρης κυρίως, συνταξιοδότησης, προκαλώντας σημαντική επιβάρυνση στα δημοσιονομικά και στην οικονομία. Μεταξύ 2008 και 2012 προστέθηκαν σε καθαρή βάση 400 χιλ. συνταξιούχοι, μεταξύ 2013 και 2015 πρέπει να προστέθηκαν περίπου 150 χιλ. νέοι συνταξιούχοι (ακριβή στοιχεία δεν έχω εδώ), ενώ βάσει δημοσιευμάτων εκκρεμούν περίπου 300 χιλ.αιτήσεις συνταξιοδότησης, που καθυστερούν, εν πολλοίς και για δημοσιονομικούς λόγους.
– Το μεγάλο βαθμό αναπλήρωσης των συντάξεων, που πριν την κρίση ήσαν γύρω στο 100% ή και 110% για πολλές κατηγορίες ασφαλισμένων, και που σήμερα έχει περιοριστεί γύρω στο 65% με 80%. Η σχέση αυτή για πολλά χρόνια σήμαινε διασφάλιση δυσανάλογα μεγάλων παροχών σε μεγάλο αριθμό συνταξιούχων, σε βάρος των επόμενων δικαιούχων. Οι συντάξεις συνολικά στην οικονομία είναι ως ποσοστό του ΑΕΠ πολύ υψηλότερες από αυτές σε κάθε άλλη χώρα της Ε.Ε.. Κάθε εργαζόμενος, μέσω των ασφαλιστικών εισφορών που τον αφορούν και μέσω των φόρων που πληρώνει, στερείται ένα όλο και πιο σημαντικό τμήμα του εισοδήματός του για τις δαπάνες σε συντάξεις. Η εισφοροδιαφυγή, η μαύρη εργασία ή, ακόμα, και η μετανάστευση στο εξωτερικό γίνονται δικλείδες παράκαμψης ενός συστήματος που έχει ήδη ξεπεράσει τις συνθήκες ομαλής λειτουργίας και ευστάθειας.
4. Παρά τις μειώσεις των συντάξεων μετά το 2010, που έπληξαν ιδιαίτερα τις υψηλότερες συντάξεις, η μείωση των εισοδημάτων από συντάξεις (ως συνολικό μέγεθος) ήταν μικρότερη από τις απώλειες που σημείωσαν άλλες πηγές εισοδήματος (εργασία, ελεύθερο επάγγελμα, εμπορικές δραστηριότητες, κλπ).
5. Ως αποτέλεσμα των μεγαλύτερων περικοπών στις υψηλότερες συντάξεις στα χρόνια της κρίσης, μειώθηκε σημαντικά ο βαθμός ανισότητας στο εσωτερικό των συνταξιούχων. Η ανισότητα στο εισόδημα από συντάξεις είναι η χαμηλότερη από κάθε άλλη μεταξύ των μεγάλων εισοδηματικών πηγών (μισθοί, αμοιβές ελεύθερων επαγγελματιών, εισόδημα από εμπορικές ή αγροτικές δραστηριότητες, ενοίκια, κ.λπ.).
6. Το ασφαλιστικό έχει φτάσει σε ένα σημείο, όπου κάθε απόπειρα για βελτίωση μόνο με τα εργαλεία του ίδιου του ασφαλιστικού είναι αδιέξοδη και οδηγεί σε νέες περικοπές. Πολλές αλλαγές είναι αναγκαίες, όμως αυτές από μόνες τους δεν θα αποκαταστήσουν την ισορροπία. Σήμερα, καταλυτική επίδραση έχουν ορισμένα δομικά στοιχεία του ασφαλιστικού, όπως: η γήρανση του πληθυσμού, η σημαντική ανατροπή στη σχέση εργαζόμενων-συνταξιούχων, η αδυναμία σύλληψης τμήματος της εισφοροδιαφυγής, η απουσία εμπιστοσύνης προς το Κράτος για τη διαχείριση του ασφαλιστικού συστήματοςκαι η προαναφερθείσα αρνητική επίδραση του ασφαλιστικού στην αναπτυξιακή διαδικασία.
7. Το είδος της παραγωγικής βάσης της χώρας είναι κρίσιμο στοιχείο. Δεν μπορεί να προσβλέπει κανείς σε ένα ανθεκτικό σύστημα είτε κοινωνικής ασφάλισης, είτε μακροοικονομικών επιδόσεων, είτε δημοσιονομικής ισορροπίας, είτε απασχόλησης, παραβλέποντας την μορφή της παραγωγικής βάσης. Το τι γίνεται στην παραγωγική βάση καθορίζει τι γίνεται στο πεδίο της μεγέθυνσης και ανάπτυξης. Υπάρχει μια αλυσίδα αλληλεξαρτήσεων μεταξύ όλων αυτών των μεγεθών, που τα οδηγεί όλα, είτε προς τα επάνω, είτε προς τα κάτω. Σημασία δεν έχει μόνο η επιλογή μιας ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, αλλά και μιας συνολικής πολιτικής, που δεν ακυρώνει ή δεν υπονομεύει καίρια στοιχεία της οικονομικής και κοινωνικής ισορροπίας και, φυσικά, της ίδιας της μεταρρύθμισης.
8. Ο πόλεμος των γενεών είναι ήδη ορατός, καθώς ξεπεράσαμε το σημείο, όπου μπορούσαμε μέσα από βαθμιαίες παρεμβάσεις να βελτιώσουμε τις προοπτικές του ασφαλιστικού. Σήμερα, πλέον, όσο στόχος είνααι η αποτραπή κάθε νέας περικοπής, όσοι εργάζονται καλούνται να θυσιάσουν πολύ περισσότερα από όσα θυσίασαν οι παλαιότεροι, είτε μέσω μεγαλύτερων ασφαλιστικών εισφορών, είτε μέσω νέων φόρων, άλλων εισφορών ή τελών, είτε μέσω περικοπών δημοσίων δαπανών (για υγεία, εκπαίδευση κ.α.), ενώ έχουν και το βάρος της αποπληρωμής στο μέλλον των δυσβάστακτων χρεών του παρελθόντος. Επιπλέον, στερούνται κάθε βεβαιότητας για το μέλλον των δικών τους συντάξεων. Η πραγματικότητα αυτή δεν είναι βιώσιμη.
9. Το ασφαλιστικό ξεπερνά τα στενά αριθμητικά δεδομένα που το αφορούν. Είναι συνάρτηση της γενικότερης αναπτυξιακής πολιτικής, των αντιλήψεων για βασικές λειτουργίες της οικονομίας και των κοινωνικών σχέσεων, των προσδοκιών που καλλιεργούνται, και του τρόπου λειτουργίας του πολιτικού συστήματος. Αυτό που έχει σημασία δεν είναι μόνο η επιλογή μιας ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, αλλά η επιλογή και μιας συνολικής πολιτικής, που δεν θα ακυρώνει ή υπονομεύει καίρια στοιχεία της οικονομικής και κοινωνικής ισορροπίας μιας χώρας και, φυσικά, της ίδιας της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης και κάθε μεταρρύθμισης.
10. Λόγω του κεντρικού ρόλου που έπαιξε το ασφαλιστικό στην κρίση, η πολιτική του διαχείριση παραπέμπει στο σύνολο των πολιτικών πο επηρεάζουν την πορεία της οικονομίας. Τα περιθώρια αντιμετώπισης του ασφαλιστικού με εργαλεία πολιτικής που επικεντρώνονται αποκλειστικά στο ασφαλιστικό σύστημα, εννοώ εισφορές, ύψος συντάξεων, ηλικίες, τρόποι υπολογισμού της σύνταξης, έχουν γίνει ασφυκτικά. Η επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης αποτελεί το πιο θεμελιακό στοιχείο για την αντιμετώπιση τοπροβλήματος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα δημιουργήσει συνθήκες επιστροφής σε πρακτικές που δημιούργησαν την κρίση. Επιπλέον, όπως ανέφερα στην αρχή, το ασφαλιστικό όπως είναι σήμερα, μπλοκάρει την μεγέθυνση και αυτό πρέπει να αντιμετωπιστεί επίσης. Το ζητούμενο είναι να μην επιτυγχάνεται η αριθμητική ισορροπία το ασφαλιστικού σε ένα όλο και χαμηλότερο εισοδηματικό επίπεδο. Διαφορετικά, παρεμβάσεις στο ασφαλιστικό σε συνθήκες αρνητικών ή στάσιμων ρυθμών μεγέθυνσης σημαίνουν πρόσθετη κάθοδο στη φτωχοποίηση, για τους συνταξιούχους, τους εργαζόμενους, όλους.
Με ποιον τρόπο η πολιτική θα καταφέρει να επαναφέρει την οικονομία σε θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης είναι ένα μεγάλο ερώτημα, η απάντηση του οποίου δεν μπορεί να δοθεί εδώ. Επιπλέον, δεν υπάρχει ένας δρόμος και μία πολιτική που να οδηγούν στο αποτέλεσμα αυτό. Ομως, πριν φτάσει κανείς στον «τρόπο» και τα εργαλεία μιας αναπτυξιακής πολιτικής, πρέπει να έχει προηγηθεί η μεγάλη πολιτική παραδοχή ότι ο στόχος της μεγέθυνσης θα είναι απόλυτη προτεραιότητα. Ωστόσο, ακόμα και η ανάδειξη της μεγέθυνσης ως μείζονος πολιτικής προτεραιότητας δεν σημαίνει τίποτα, αν δεν αξιοποιηθούν στην πράξη τα εργαλεία πολιτικής που με απτό τρόπο μπορούν πράγματι να οδηγήσουν σε αυτήν. Ο στόχος της μεγέθυνσης αποκτά περιεχόμενο, μόνο αν συνδυαστεί με πολιτικές που πράγματι μπορούν να τον υλοποιήσουν. Διαφορετικά, ο στόχος παραμένει ένα νεφέλωμα, και δεν μετατρέπεται σε πραγματικότητα. Δεν έχει νόημα να λέει κανείς ότι θέλει μεγέθυνση, αλλά ταυτόχρονα να αρνείται να αλλάξει καταστάσεις που μπλοκάρουν την μεγέθυνση, να αρνείται να επιλέξει πολιτικές που θα οδηγήσουν σε αυτήν, πόσο μάλλον να επιλέγει πολιτικές που την αντιστρατεύονται.
11. Σίγουρα, εκτός από τα όσα ανέφερα, υπάρχουν περιθώρια για άλλες, εφικτές και αναγκαίες, μεταβολές στη δομή του ασφαλιστικού συστήματος, που θα το κάνουν πιο αξιόπιστο και ανθεκτικό. Η υπέρβαση του προβλήματος αναγκαστικά πρέπει να λάβει υπ΄όψη παράγοντες, όπως: «δημογραφική γήρανση», «εισφοροδιαφυγή και άρνηση καταβολής εισφορών», «απονομή ασφαλιστικών δικαιωμάτων χωρίς βασικές προϋποθέσεις», «αδύναμη παραγωγική βάση» και «αποτελεσματική διαχείριση των πόρων του ασφαλιστικού συστήματος». Επίσης, σήμερα, η πολιτική διαχείριση του ασφαλιστικού έχει κάνει την θεσμοθέτηση μιας κεφαλαιοποιητικής διάστασης αναπότρεπτη. Το Δημόσιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης πλεονεκτεί έναντι άλλων, όσο το Δημόσιο σέβεται τους ασφαλισμένους, τις εισφορές τους και τους κανόνες που το ίδιο έχει θεσπίσει. Όταν η εμπιστοσύνη συρρικώνεται, πλήττεται και η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος.
12. Τέλος, στο ασφαλιστικό εμπεδώνεται η αίσθηση, ότι οι δυνατότητες να ξεπεραστεί το πρόβλημα με αποδεκτό τρόπο λιγοστεύουν διαρκώς. Για να υπάρξει μια σταθερή λύση χρειάζεται μια νέα Κοινωνική Συμφωνία, που δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς συλλογική αναγνώριση λαθών, συλλογική αντίληψη για τις νέες επιλογές και, πάντως, με ορίζοντα όχι τα δύο ή τρία χρόνια, αλλά ένα σημαντικά μεγαλύτερο βάθος χρόνου».

 

Exit mobile version