Η υπογραφή της, έστω και κουτσουρεμένης (χωρίς μισθολογικούς όρους όπως
και όλες μετά το 2012), Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (Ε.Γ.Σ.Σ.Ε.) είναι μια θετική –και καθόλου
αυτονόητη– εξέλιξη, αναφέρει σε δήλωσή του ο Γενικός Γραμματέας της ΓΣΕΕ, Νίκος
Κιουτσούκης.
Αν και σε
καμία περίπτωση δεν δικαιολογούνται θριαμβολογίες ή “μειδιάματα”, προσθέτει, “με τη σημερινή υπογραφή:
- ο θεσμός της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. παραμένει ζωντανός
και ενεργός, - διασφαλίζεται η απρόσκοπτη ισχύς ενός συνόλου
δικαιωμάτων και κατακτήσεων που θεσπίστηκαν με προηγούμενες Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. και
έχουν εξαιρετικά σημαντικό οικονομικό, ασφαλιστικό και κοινωνικό πρόσημο για
τον κόσμο της μισθωτής εργασίας όπως, μεταξύ άλλων, επίδομα
γάμου, “δώρα” Χριστουγέννων και Πάσχα, επίδομα αδείας, πλαίσιο τριετιών,
ρυθμίσεις χρόνου εργασίας, προστατευτικοί όροι για μητρότητα, πατρότητα,
μονογονεϊκότητα, ευάλωτες ομάδες (εργαζόμενοι με HIV-AIDS, νεφροπαθείς κ.α.), - συνομολογούνται ή επαναβεβαιώνονται θεσμικές
ρήτρες για κρίσιμα ζητήματα υγιεινής και ασφάλειας, εκπαίδευσης-κατάρτισης,
διακρίσεων, παραβατικότητας και “μαύρης” εργασίας, κ.λπ”.
Συνεχίζοντας, ο κ. Κιουτσούκης σημειώνει:
«Ο
καταχρηστικός αποκλεισμός των δύο πόλων της εργασιακής σχέσης (εργοδότες –
εργαζόμενοι) από τη διαμόρφωση των μισθών στον Ιδιωτικό Τομέα έχει
αναμφίβολα δημιουργήσει ένα πλήθος στρεβλώσεων και αδικιών που τροφοδοτούν και
ανατροφοδοτούν την ύφεση, την ανεργία, την υποαπασχόληση, την αδήλωτη εργασία,
τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό.
Όσοι
σπεύσουν να χλευάσουν την υπογραφή αυτής της “ακρωτηριασμένης” Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., ας
αναλογισθούν τις ευθύνες της επαναστατικής γυμναστικής και τις συνέπειες του
μαξιμαλισμού τους όταν “γιουχάιζαν” το βασικό μισθό των 751€ –σήμερα τον
ζητούν– απαιτώντας κατώτατες αμοιβές 1.440€… Είτε, λοιπόν, μειώθηκαν οι
ανάγκες των εργαζομένων, είτε τότε πλειοδοτούσαν χωρίς έλεος σε βάρος της
Συλλογικότητας.
Το
αίτημα για κατάργηση της 6ης ΠΥΣ και αποκατάσταση της Συλλογικής
Αυτονομίας καθίσταται πιο εμφατικό και επιβεβλημένο παρά ποτέ. Οι
Ελεύθερες Συλλογικές Διαπραγματεύσεις είναι απαραίτητη προϋπόθεση και υπαρξιακή
συνιστώσα για μακροπρόθεσμα διατηρήσιμη, δίκαιη και ισόρροπη ανάπτυξη σε μια
ελεύθερη –αλλά όχι ασύδοτη– οικονομία.
Η
άμεση κατάργηση του “υποκατώτατου μισθού” (βασικού μισθού για νέους κάτω
των 25 ετών), πέρα από στοιχειώδης υποχρέωση ενός συντεταγμένου κράτους
δικαίου (παραβίαση της θεμελιώδους αρχής της ίσης αμοιβής για ίση εργασία), είναι
επιτακτική και για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς εργασίας αφού η
παράνομη θέσπισή του αφενός δεν συνέβαλε στη μείωση, αντιθέτως διόγκωσε την
ανεργία, και αφετέρου λειτούργησε ως μοχλός υποκατάστασης/αντικατάστασης
των υφιστάμενων εργαζομένων από νέους με πολύ χαμηλότερες αμοιβές, λιγότερα
δικαιώματα και ελάχιστη προστασία.
Η
σημερινή υπογραφή είναι και ένα ουσιαστικό αποτέλεσμα του κοινωνικού διαλόγου
που στη χώρα μας –κατά παραβίαση όλων των Διεθνών και Ευρωπαϊκών Συνθηκών– αποδυναμώνεται,
καταστρατηγείται στην πράξη ή γίνεται αντικείμενο χειραγώγησης.
Καλούμε
και απαιτούμε από όλους τους εργοδοτικούς φορείς να σταθούν στο ύψος του
θεσμικού-δημοκρατικού τους ρόλου και να συνταχθούν με την εργατική πλευρά στον
αγώνα για την αποκατάσταση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας.
Η
ρητή δέσμευσή τους για συμμετοχή σε διαπραγματεύσεις αναφορικά με τον καθορισμό
και των μισθολογικών όρων θα ενδυναμώσει το ανάχωμα απέναντι στο “κρεσέντο”
κυβιστήσεων της Κυβέρνησης στο θέμα της επαναφοράς των Ελεύθερων Συλλογικών
Διαπραγματεύσεων».