«Βρισκόμαστε λίγα βήματα πριν την έξοδο από την αυστηρή,
πολυετή επιτροπεία», τονίζει η υπουργός Διοικητικής Ανασυγκρότησης, Όλγα Γεροβασίλη, κάνοντας μια πρώτη αποτίμηση
των αποφάσεων του Eurogroup.
Η κ. Γεροβασίλη
αναφέρει στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων ότι κάθε διαπραγμάτευση είναι αποτέλεσμα συμβιβασμών, αλλά αυτή τη φορά η χώρα πήρε εκείνο που ήθελε.
Δικαιούμαστε τώρα να ελπίζουμε και να μιλάμε για καλύτερες
μέρες, υπογραμμίζει, ενώ δεν αποκλείει η ΕΚΤ να
αποφασίσει τελικά την ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Αναλυτικά, η πλήρης συνέντευξη της υπουργού Διοικητικής
Ανασυγκρότησης Όλγας Γεροβασίλη στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων:
Ερ. Η συμφωνία του Eurogroup αποτελεί
προϊόν συμβιβασμού, στον οποίον και εσείς πολλές φορές έχετε αναφερθεί. Ωστόσο,
πόσο ικανοποιητική κρίνεται, κυρίως ως προς την πρόθεση της κυβέρνησης να
ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, και πόσο άμεσο θεωρείτε ότι
είναι το αναπτυξιακό πακέτο που υιοθετήθηκε στη συνεδρίαση των υπουργών
Οικονομικών της Ευρωζώνης;
Απ. Στις διαπραγματεύσεις, εξ αντικειμένου, και οι δύο
πλευρές συμβιβάζονται για να υπάρξει τελική συμφωνία. Αλλιώς, δεν θα ονομαζόταν
διαπραγμάτευση. Θα λεγόταν διαταγή ή υποταγή, ανάλογα με τη θέση της κάθε
πλευράς στο τραπέζι. Η απόφαση του τελευταίου Eurogroup έχει, ασφαλώς, θετικό
πρόσημο για τη χώρα μας, καθώς έστειλε σαφές μήνυμα προς όλες τις κατευθύνσεις
πως βρισκόμαστε λίγα βήματα πριν την έξοδο από την αυστηρή, πολυετή επιτροπεία.
Έστειλε το μήνυμα πως η κυβέρνησή μας κατόρθωσε να αντιστρέψει το δυσμενέστατο
εις βάρος της κλίμα σε κλίμα σταθερότητας κι αξιοπιστίας, κάνοντας ό,τι
χρειαζόταν για να στρωθεί το έδαφος για την επερχόμενη οικονομική ανάπτυξη. Ο
σχεδιασμός και οι προσπάθειές μας δικαιώθηκαν, καρποφόρησαν και δικαιούμαστε
πια όχι μόνο να ελπίζουμε, αλλά και να μιλάμε για πολύ καλύτερες μέρες.
Εξάλλου, οι παράγοντες των αγορών αποτιμούν θετικά τις τελευταίες εξελίξεις,
καθώς οι Ευρωπαίοι εταίροι δεσμεύονται ότι θα στηρίξουν την έξοδο της χώρας μας
στις αγορές. Εκτιμούμε ότι αυτό είναι σήμα που χρειάζεται και η ΕΚΤ για να
πάρει τις αποφάσεις της. Δική μας ευθύνη είναι να υλοποιούμε δράσεις
προκειμένου να μιλήσουμε για πολλαπλές αφετηρίες στην οικονομία. Άλλωστε, πλέον
υπάρχουν διατυπωμένες και σαφείς δεσμεύσεις των Ευρωπαίων εταίρων και των
θεσμών για ένα αναπτυξιακό «πακέτο». Επομένως, η συζήτηση πια περνά, από τις
δεσμεύσεις του προγράμματος, στην ανάπτυξη και τις επενδύσεις, μέσω της ρήτρας
ανάπτυξης και της ίδρυσης αναπτυξιακής τράπεζας. Θα εκμεταλλευτούμε κάθε
περιθώριο και κάθε εργαλείο που έχουμε για να επιταχύνουμε στο δρόμο που
καταφέραμε να ανοίξουμε.
Ερ. Κυρία Γεροβασίλη, δύο χρόνια τώρα η κυβέρνηση
βρίσκεται σε μια σκληρή διαπραγμάτευση με τους θεσμούς με αιχμή τη διευθέτηση
του χρέους. Τελικά, τι έχει μεγαλύτερη βαρύτητα για να αναπτυχθεί μια οικονομία
το ύψους του χρέους ή το εάν μπορεί να εξυπηρετηθεί;
Απ. Το δημόσιο χρέος είναι το κεντρικό θέμα στην
ιστορία της ελληνικής κρίσης. Έχουμε εδώ, λοιπόν, να αντιμετωπίσουμε μια
διαχρονική πρόκληση, που είναι το πώς να εξυπηρετήσουμε ένα χρέος που παραμένει
σε υψηλά επίπεδα, πώς ταυτόχρονα να άρουμε το κλίμα αβεβαιότητας που στέκεται
εμπόδιο στην ιδιωτική επενδυτική δραστηριότητα και πώς να δημιουργήσουμε τον απαραίτητο
δημοσιονομικό χώρο και να διοχετεύσουμε απαραίτητους πόρους για να αναστραφεί η
ύφεση. Ανέκαθεν υποστηρίζαμε ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο και πως
απαιτούνται τολμηρά μέτρα για την ελάφρυνσή του. Επιμείναμε στη θέση μας αυτή
παρά τους αρνητικούς συσχετισμούς που δημιουργεί το πλαίσιο λειτουργίας της
Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι δεδομένο πως μια οικονομία θα πρέπει να προσαρμόζεται
στους όρους που προκύπτουν από το Σύμφωνο Σταθερότητας, για να είναι μέλος της «ευρωπαϊκής
οικογένειας». Αυτό σημαίνει πρακτικά πως όταν το χρέος μιας χώρας είναι
στο 180% του ΑΕΠ, ακόμη και χωρίς επιτροπεία, θα απαιτούνταν πρωτογενή
πλεονάσματα περίπου 2,6% για να μην υπάρχουν παρεκκλίσεις από τους όρους του
Συμφώνου Σταθερότητας. Οι προηγούμενες κυβερνήσεις είχαν συμφωνήσει σε πολύ
μεγαλύτερα πλεονάσματα που εμβάθυναν την ύφεση. Ως κυβέρνηση ανταποκριθήκαμε
στις δεσμεύσεις που απορρέουν από τη δημοσιονομική προσαρμογή, αλλά και θέσαμε
μετ’ επιτάσεως στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων το ζήτημα της ελάφρυνσης του
χρέους. Πετύχαμε οι αξιολογήσεις να συνοδεύονται κάθε φορά και από μία δέσμη
παρεμβάσεων προς την οριστική διευθέτηση του ζητήματος του χρέους και της
εξυπηρέτησής του.
Ερ. Πρόσφατα, προκειμένου να μην υπάρξει κανένα περιθώριο
στους δανειστές να μην αποφασίσουν τα μέτρα για το χρέος ψηφίστηκαν στη Βουλή
συμπληρωματικές 5 τροπολογίες, με δυο από αυτές να προκαλούν τον προβληματισμό
της Κ.Ο. Αφορούσαν στο πάγωμα των συντάξεων ως το 2022, αλλά και στην ασάφεια
στην επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Θεωρείτε πως αυτά τα δυο θέματα
είναι διαχειρίσιμα;
Απ. Οι εξηγήσεις που δόθηκαν από την
αρμόδια Υπουργό ήταν επαρκείς. Το πάγωμα των συντάξεων για ένα επιπλέον χρόνο
έγινε λόγω της αναγκαιότητας να υπάρξει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% έως το 2022
και για να μην δοθεί κανένα περιθώριο στο ΔΝΤ για προσκόμματα της τελευταίας
στιγμής. Ενώ στο ζήτημα των συλλογικών διαπραγματεύσεων η σχετική τροπολογία
είχε νομοτεχνικό -και μόνο- χαρακτήρα. Θα ήταν λάθος, τη στιγμή που
διεκδικούσαμε αναπτυξιακό σχέδιο και απομείωση του χρέους, να επιτρέπαμε σε
ακραίους κύκλους των δανειστών να στρέψουν ξανά τη διαπραγμάτευση στα
προαπαιτούμενα, επιβάλλοντας νέες εκβιαστικές καθυστερήσεις. Επίσης, η
διαπραγματευτική προσπάθεια δεν πρέπει να κρίνεται αποσπασματικά αλλά συνολικά,
γιατί αυτό που έχει την μεγαλύτερη σημασία είναι το τελικό αποτέλεσμα. Και
επιτρέψτε μου σε αυτό το σημείο να θυμίσω κάτι που συνειδητά βγαίνει εκτός
δημοσίου διαλόγου και αφορά τη δέσμη των θετικών μέτρων που ψηφίστηκαν ακριβώς
για να ευνοήσουν τις ευάλωτες κοινωνικά ομάδες. Για πρώτη φορά ελληνική
κυβέρνηση κατάφερε να πάρει ουδέτερο δημοσιονομικό αποτέλεσμα σε περίοδο
προσαρμογής με αντίμετρα αυτού του εύρους. Επομένως, δεν μιλάμε εδώ απλώς για
διαχείριση μιας κατάστασης. Είναι ζήτημα συνολικής στρατηγικής και αναζήτησης
πολιτικών λύσεων.
Ερ. Πώς μπορείτε να πείσετε την κοινωνία ότι είναι
πράγματι τα τελευταία μέτρα; Εκτιμάτε ότι μετά από δυο χρόνια έχει επέλθει η
απαιτούμενη δικαιοσύνη αναφορικά με τις εισφορές των πολιτών σε φορολογία και
ασφαλιστικά ταμεία;
Απ. Εξ αρχής, στόχος αυτής της
κυβέρνησης ήταν να μπορέσει να μπει η ελληνική οικονομία σε τροχιά ανάκαμψης
μετά από τόσα χρόνια σκληρής λιτότητας. Τα πρώτα βήματα έγιναν. Η ελληνική
οικονομία εμφάνισε δείκτες ανάκαμψης και αυτό το γεγονός δεν επιδέχεται
αμφισβητήσεων. Αναγνωρίζεται από όλους και διατυπώνεται κι από επίσημα θεσμικά
χείλη. Πάγια θέση μας, απ’ τον καιρό ακόμα που ήμασταν αντιπολίτευση, είναι πως
η αποπληρωμή του χρέους θα πρέπει να συνδέεται με ρήτρα ανάπτυξης. Επειδή,
χωρίς συνθήκες ανάπτυξης και μόνο μέσω της άδικης, αυξανόμενης επιβάρυνσης των
πολιτών, η οικονομία συρρικνώνεται και η κρίση βαθαίνει κι ανακυκλώνεται. Είναι
γεγονός πως ο ελληνικός λαός έχει κάνει μεγάλες θυσίες και έχει υποστεί ισχυρά
πλήγματα στην καθημερινότητα και στη ζωή του τα τελευταία επτά χρόνια. Γι’ αυτό
κι εμείς επιμείναμε για μια βιώσιμη και οριστική λύση, που δεν περνά μέσα από
συνεχή κι αναποτελεσματική αύξηση άμεσων κι έμμεσων φόρων, αλλά περνά μέσα από
την μεγέθυνση της πραγματικής οικονομίας, την αύξηση του ΑΕΠ και τη σταθερότητα
στο οικονομικό περιβάλλον.
Ερ. Πώς θα επιτευχθεί η παραγωγική ανασυγκρότηση και πώς
την σχεδιάζει η κυβέρνηση, όταν αντιμετωπίζει το σκόπελο συντεχνιών που
αντιδρούν σε οποία μεταρρύθμιση βελτιώνει την καθημερινότητα των πολιτών;
Απ. Η κυβέρνησή μας βρίσκεται σε διαρκή σύγκρουση με
διάφορα κατεστημένα και έχει αποδείξει ότι δεν έχει εξαρτήσεις από τα κάθε
λογής και μεγέθους συμφέροντα που χρεοκόπησαν τη χώρα. Έχουμε, επίσης,
αποδείξει ότι υλοποιούμε το κυβερνητικό μας πρόγραμμα, χωρίς να καταφεύγουμε σε
μεθοδεύσεις κοινωνικού αυτοματισμού όπως έκαναν οι προκάτοχοί μας. Για εμάς η
παραγωγική ανασυγκρότηση δεν γίνεται ερήμην του λαού, έχει ως προϋπόθεση τη
συνειδητοποίηση και την αποδοχή και μόνο έτσι μπορεί να είναι αποτελεσματική
και να έχει θετικό πρόσημο. Έτσι θα είναι πετυχημένη η σύνθεση του προοδευτικού
και παραγωγικού δυναμικού της χώρας, η ενσωμάτωση καλών διεθνών πρακτικών, η
ανάκτηση της πρωτοβουλίας για ριζικές τομές στη λειτουργία του κράτους, στο
πεδίο των δικαιωμάτων, στη Δημόσια Διοίκηση, στην Υγεία και στην Παιδεία. Με
αυτό το πνεύμα νομοθετούμε και υλοποιούμε μεταρρυθμίσεις. Καμία συντεχνία δεν
είναι ικανή να μπορέσει να ανατρέψει μια πορεία θετικής, λειτουργικής
ανάκαμψης, όταν αυτή συμπεριλαμβάνει την κοινωνική πλειοψηφία.
Ερ. Πόσες προσλήψεις αναμένονται στον δημόσιο τομέα
για το β’ εξάμηνο του 2017;
Απ. Όπως είχα την ευκαιρία να απαντήσω πρόσφατα στη Βουλή
σε σχετική Επίκαιρη Ερώτηση, σε σχέση με τον προγραμματισμό των προσλήψεων για
το 2017, με βάση τον κανόνα 1 προς 4, ο μέγιστος αριθμός προσλήψεων για το έτος
2017 ανέρχεται σε 2.453. Στον αριθμό αυτό προστίθενται 4.644 προσλήψεις, οι
οποίες δεν υλοποιήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια από τη ΝΔ, ενώ είχε τη
δυνατότητα. Άρα, μπορούμε να πραγματοποιήσουμε 7.097 προσλήψεις εντός του 2017.
Ας αφήσουμε, όμως, στην άκρη τους αριθμούς και ας μιλήσουμε για τη λογική των
αριθμών. Το ελληνικό Δημόσιο παρουσιάζει μια σειρά διαχρονικά ριζωμένων
παθογενειών που δεν μπορεί κανείς να τις εξαλείψει από τη μια ημέρα στην άλλη.
Σε αυτές προστέθηκε τα τελευταία χρόνια και το πρόβλημα της υποστελέχωσης,
καθιστώντας έτσι δυσχερέστερη την παροχή υπηρεσιών του Δημοσίου προς τους πολίτες.
Η υποστελέχωση κατέστησε το Δημόσιο και ανεπαρκές και λιγότερο αποτελεσματικό.
Επομένως, δεν το αντιμετωπίζουμε με τη λογική του», αλλά κατά πόσο
ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες. Το Δημόσιο χρειάζεται ανθρώπους με
ψηφιακές δεξιότητες, χρειάζεται όλα εκείνα τα εργαλεία της ψηφιακής διακυβέρνησης
που εξασφαλίζουν τη διαφάνεια, εξοικονομούν χρόνο και απελευθερώνουν πολύτιμους
πόρους, προκειμένου τελικά να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η γραφειοκρατία.
Για εμάς, επομένως, είναι αυτονόητο ότι η βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών
προς πολίτες και επιχειρήσεις περνά μέσα από την ενίσχυση του ανθρώπινου
δυναμικού και την ενσωμάτωση της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης σε όλες τις
βαθμίδες της διοίκησης. Πάνω σε αυτή τη λογική σχεδιάζουμε και υλοποιούμε την
πολιτική του Υπουργείου Διοικητικής Ανασυγκρότησης.
Ερ. Η ΑΔΕΔΥ εμφανίζεται ανένδοτη στην απόφασή της για
αποχή των δημοσίων υπαλλήλων από την αξιολόγηση. Αυτό σημαίνει ότι η διαδικασία
θα μείνει μετέωρη;
Απ. Ήδη έχουμε ξεκινήσει, απ’ τον προηγούμενο μήνα, κρίσεις
και αξιολογήσεις στο Δημόσιο. Μια διαδικασία που είχε παγώσει για επτά χρόνια,
με αποτέλεσμα οι προϊστάμενοι και οι διευθυντές να είναι τοποθετημένοι κατ’
ανάθεση. Ένας πολύ μεγάλος αριθμός αυτών, μάλιστα, είχε τοποθετηθεί μέσα σε μια
νύχτα, όταν η ΝΔ αντελήφθη τον Δεκέμβρη του 2015 πως σε λίγες μέρες θα έχανε
τις εκλογές. Αντιλαμβανόμαστε την ανησυχία για το γεγονός ότι ξεκινούν κρίσεις
του προσωπικού χωρίς να έχουν προχωρήσει οι αξιολογήσεις των προϊσταμένων που
θα τους ελέγξουν. Επειδή, όμως, σήμερα πρόκειται για αξιολόγηση που αφορά το
προηγούμενο έτος, το προσωπικό δεν θα μπορούσε -εκ του νόμου- να αξιολογηθεί
από προϊσταμένους που δεν κατείχαν τη θέση ευθύνης το προηγούμενο έτος. Αυτή η
αναγκαστική δυσλειτουργία θα επανορθωθεί, προφανώς, την επόμενη χρονιά. Και,
φυσικά, το παραπάνω δεν συνιστά ισχυρή δικαιολογία για να αντισταθμίσει την
αξιοκρατική λειτουργία του Δημοσίου σε θέσεις αυξημένης ευθύνης. Η άρνηση
αξιολόγησης εκ των πραγμάτων οδηγεί σε συντήρηση, αν όχι και αναπαραγωγή της
υφιστάμενης κατάστασης, η οποία κάθε άλλο παρά αξιοκρατική ήταν. Είμαι απολύτως
βέβαιη πως η ΑΔΕΔΥ δεν επιθυμεί πελατειακό Δημόσιο, αλλά παραγωγικό,
αποτελεσματικό και με αποκατάσταση της «έξωθεν καλής μαρτυρίας του». Τέλος,
έχουν ήδη ξεκινήσει οι κρίσεις των γενικών διευθυντών, ώστε όλη η βαθμίδα της
δημόσιας διοίκησης να στελεχωθεί, για πρώτη φορά, με αντικειμενικά κριτήρια που
πηγάζουν από σαφείς νόμους και -επίσης για πρώτη φορά- με δομημένη συνέντευξη
που δεν αφήνει κανένα παράθυρο αδιαφάνειας. Η σχέση δημόσιας διοίκησης και
κοινωνίας πρέπει α αλλάξει και θα αλλάξει.