Γ. Σταθάκης: Το Δημόσιο πρέπει να σχεδιάζει, να επιβλέπει και να χρηματοδοτεί μεγάλα έργα

Το Δημόσιο πρέπει να σχεδιάζει, να επιβλέπει και να χρηματοδοτεί μεγάλα
έργα, τόνισε από το βήμα της Βουλής ο υπουργός Οικονομίας, Ανάπτυξης και
Τουρισμού, Γιώργος Σταθάκης, μιλώντας στη συζήτηση για το σχέδιο νόμου του
Υπουργείου Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού «Ανάθεση και εκτέλεση συμβάσεων
παραχώρησης – Εναρμόνιση με την Οδηγία 2014/23/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
και του Συμβουλίου της 26ης Φεβρουαρίου 2014 σχετικά με την ανάθεση συμβάσεων
παραχώρησης (ΕΕ L 94/1/28.3.2014) και άλλες διατάξεις».


Παράλληλα, ο υπουργός Οικονομίας τόνισε ότι η κυβέρνηση δεν απορρίπτει
τα ΣΔΙΤ, ούτε τις παραχωρήσεις, ενώ επεσήμανε τη σημασία της δημόσιας
συγκριτικής αξιολόγησης, ώστε να αποφασίζει το Δημόσιο πως είναι πιο συμφέρον
να δημοπρατηθεί ένα έργο.


Αναλυτικά η ομιλία του υπουργού Οικονομίας έχει ως εξής:


Αγαπητές και αγαπητοί συνάδελφοι, ολοκληρώνεται σήμερα ένα σημαντικό
νομοσχέδιο, το οποίο καλύπτει ένα κενό που υπήρξε.


Υπήρχαν νομοθετικές ρυθμίσεις για τις συμβάσεις παραχώρησης. Ήταν,
όμως, εμφανώς ατελείς και όπως τέθηκε ευθέως από τον κ. Σπίρτζη είχαμε την
εξέλιξη αυτού του τύπου των έργων με πολλά προβλήματα σε κάθε κατηγορία απ’
αυτά και σε κάθε περίοδο.


Επιτρέψτε μου, όμως, επειδή τέθηκαν και σε ιδεολογικούς όρους από τον
κ. Μηταράκη τόσο οι συμβάσεις παραχώρησης όσο και η αντίληψή μας για τα ΣΔΙΤ
γενικότερα, να διευκρινίσω ορισμένα πράγματα.


Πρώτον, το δημόσιο συνήθως είναι και ήταν κάποτε υπεύθυνο και στην
Ελλάδα να κάνει τρία πράγματα σε σχέση με τα έργα της χώρας:


Πρώτον να σχεδιάζει έργα, δεύτερον να επιβλέπει την εκτέλεση των έργων
και τρίτον να χρηματοδοτεί έργα. Καθόλου τυχαία ή συμπωματικά την πρώτη
ικανότητα που έχει το δημόσιο την έχασε. Την έχασε μέσα από διαδοχικά στάδια
αποδυνάμωσης των θεσμών και των διαδικασιών μέσα από τις οποίες το δημόσιο
σχεδιάζει, αποφασίζει τόσο για τις στρατηγικές επιλογές σε δημόσια έργα και
υποδομές της χώρας όσο και σε μια σειρά από άλλα ζητήματα.


Η δεύτερη ικανότητά του να επιβλέπει και αυτή αποδυναμώθηκε σταδιακά,
καθώς συσσωρευμένες διαδοχικές κυβερνήσεις αποδυνάμωναν διαρκώς τους θεσμούς
που είχαν αυτήν την λειτουργία ή αρμοδιότητα.


Το τρίτο και βασικότερο, προφανώς υπό συνθήκες οικονομικής κρίσης,
δημοσιονομικών πιέσεων ή οτιδήποτε άλλο, αλλά όχι μόνο για λόγους σαν αυτούς,
υπό συνθήκες όπου δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι η ύπαρξη φθηνού ιδιωτικού
χρήματος και ιδιωτικού δανεισμού θα αποτελούσε τη λύση για όλα τα προβλήματα
των οικονομιών, μεταστράφηκε και η ιδέα ότι τις χρηματοδοτήσεις των δημόσιων
έργων τις κάνουν ιδιωτικοί πόροι, δηλαδή τραπεζικοί πόροι.


Αυτές οι τρεις διαστάσεις, που μόλις υπονόησα και είναι ευθύνη προφανώς
διαδοχικών κυβερνήσεων, οδήγησαν σε μία ακόμα πιο δραματική εξέλιξη, την ιδέα
δηλαδή στα τέλη της δεκαετίας του ’90 και αρχές του 2000 ότι όλα τα μεγάλα έργα
θα γίνονται με τη μορφή ΣΔΙΤ.


Για συγκριτικούς -και μόνο- λόγους σας υπενθυμίζω ότι ο μέσος όρος των
ΣΔΙΤ στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι 8%.


Το 92% των έργων στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι δημόσια: υποδομές,
αεροδρόμια, λιμάνια, ό,τι θεωρούμε ως έργα υποδομής.


Να σας υπενθυμίσω ότι από το ’96, ’98 έως την κρίση του 2008, τα ΣΔΙΤ
απορροφούσαν το 70% των πόρων του ΕΣΠΑ –και αναφέρομαι σε αυτά τα συγκεκριμένα
έργα, τα μεγάλα έργα- και την συντριπτική πλειοψηφία, προφανώς, των πόρων του
Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων. Αυτή ήταν η ελληνική ιδιαιτερότητα. Αυτή ήταν
μία από τις αιτίες της κρίσης κατά γενική ομολογία.


Και αυτήν την κατάσταση προσπαθεί να αντιμετωπίσει η Κυβέρνηση, η οποία
προφανώς και καλείται να κλείσει έναν κύκλο μεγάλων και σημαντικών έργων,
βελτιώνοντας, ξεκολλώντας, τα έργα αυτά τα οποία είχαν παγώσει.


Υπενθυμίζω, ότι τα έργα αυτά έχουν υποστεί δύο αναθεωρήσεις των
συμβάσεων, ότι και μετά την δεύτερη αναθεώρηση ξέμειναν από πόρους.


Υπενθυμίζω ότι οι βασικές αναθεωρήσεις είναι το Δημόσιο να αναλαμβάνει
όλο και μεγαλύτερο μέρος του κινδύνου.


Στην τελευταία αναθεώρηση ήμασταν στην αντιπολίτευση, το είχαμε θέσει
ευθέως, καθώς κατέρρεαν όλες αυτές οι προβλέψεις όπως είχαν γίνει,
δημιουργούσαν προβλήματα. Δεν είναι, λοιπόν, ιδεολογική εμμονή. Εμείς
προσπαθούμε να αποκαταστήσουμε -και αυτή είναι η δέσμευσή μας- πρώτον, την
ισορροπία που πρέπει να υπάρχει.


Το Δημόσιο πρέπει να αποκτήσει ξανά τη δυνατότητα να σχεδιάζει, πρέπει
να αποκτήσει ξανά τη δυνατότητα να επιβλέπει και φυσικά σε σημαντικό βαθμό να
αποκτήσει ξανά και τη δυνατότητα να χρηματοδοτεί. Αυτό επιβάλλει η
πραγματικότητα.


Και ταυτόχρονα, δεν απορρίπτουμε ούτε τα ΣΔΙΤ, ούτε τις παραχωρήσεις,
ούτε καμία μορφή ή εργαλείο εφόσον κρίνεται -και θεωρείται- ότι είναι κατάλληλο
ή καταλληλότερο για μία ή περισσότερες κατηγορίες έργων, προκειμένου να
προχωρήσουμε με αυτήν τη μορφή και όχι με τη μορφή ενός δημόσιου έργου.


Θα ήθελα, δε, στο σημείο αυτό να υπογραμμίσω ότι υπάρχει ένα άλλο ακόμα
θεσμικό κενό στο επίπεδο το κυβερνητικό και στον τρόπο που λειτουργεί απέναντι
στα έργα ο τομέας.


Πάρα πολλές ευρωπαϊκές χώρες –το υπογραμμίζω αυτό, πάρα πολλές
ευρωπαϊκές χώρες- έχουν ξεκινήσει τη διαδικασία ανάπτυξης μεθοδολογικών
εργαλείων, όπως είναι η δημόσια συγκριτική αξιολόγηση.


Η δημόσια συγκριτική αξιολόγηση είναι μια διαδικασία με την οποία ένας
φορέας του Δημοσίου αποφασίζει αν είναι πιο συμφέρον ένα έργο να δημοπραττηθεί
ως κλασικό δημόσιο έργο είτε ως παραχώρηση είτε ως Σύμπραξη Δημόσιου Ιδιωτικού
Τομέα.


Συγκρίνοντας, δηλαδή, εναλλακτικές διαδικασίες τόσο από οικονομική
σκοπιά -από τη σκοπιά της καθαρής παρούσας αξίας- όσο και από τη σκοπιά του
κοινωνικού συμφέροντος.


Διότι με το κριτήριο εάν όλα τα έργα ήταν ΣΔΙΤ, όπως καταλαβαίνετε, τα
μόνα έργα που μπορούν να γίνουν είναι τα έργα τα οποία έχουν πολύ υψηλή
μελλοντική ροή πόρων και μπορούν να αποσβέσουν το έργο. Αυτό, δε, αποτελεί
κριτήριο κατ’ ανάγκη για όλο το σύνολο των έργων.


Άρα, χρειάζεται η δυνατότητα, πρώτον να έχει σχεδιαστική ικανότητα το
Δημόσιο, δεύτερον, να συγκρίνει ο όποιος αναθέτων φορέας ποια είναι η πιο
κατάλληλη μορφή, από οικονομική και κοινωνική άποψη, για να επιλέξει τον έναν ή
τον άλλο τρόπο κατασκευής και χρηματοδότησης του έργου.


Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η διαδικασία, διαδεδομένη –επαναλαμβάνω- σε
χώρες όπως η Πορτογαλία, η Ολλανδία –το υπογραμμίζω- είναι υποχρεωτική -η
δημόσια συγκριτική αξιολόγηση- πριν από την έναρξη ενός έργου. Πριν
αποφασιστεί, δηλαδή, πώς θα γίνει το έργο, είναι υποχρεωτικό να προηγηθεί μια
τέτοια διαδικασία. Αυτό είναι το στίγμα, νομίζω, της δικής μας Κυβέρνησης. Αυτή
είναι η διαφορά στη στρατηγική μας απέναντι σε έναν τόσο σημαντικό και κρίσιμο
τομέα.


Οι δύο νόμοι που αυτή τη στιγμή εισάγουμε στο Κοινοβούλιο, είναι οι
νόμοι που φτιάχνουν ένα πλήρες, ενιαίο κανονιστικό πλαίσιο, τόσο για τις
δημόσιες προμήθειες όσο και για τις δημόσιες παραχωρήσεις.


Θα επακολουθήσουν κι άλλα νομοθετήματα προς την ίδια κατεύθυνση, τα
οποία έχουν κοινούς κανόνες, περισσότερη διαφάνεια, δυνατότητα καλύτερου
ανταγωνισμού, μείωση του κόστους, όφελος για το Δημόσιο και ταυτόχρονα, αλλαγή
πολιτικής, επί της ουσίας, που θα δώσει τη δυνατότητα στο Δημόσιο να παίξει τον
ρόλο που πρέπει να παίζει, προκειμένου να έχουμε υποδομές που χρειάζεται η
χώρα, που έχουν μεγάλο κοινωνικό και οικονομικό αποτύπωμα και ταυτόχρονα,
διασφαλίζουν το δημόσιο συμφέρον και το κοινωνικό σύνολο.

Exit mobile version