Από δύσκολο έως αδύνατο είναι να πετύχει η κυβέρνηση το μηδενικό δημοσιονομικό αποτέλεσμα που υπόσχεται από την περικοπή αφορολόγητου και συντάξεων με ανταποδοτικά μέτρα, καθώς θα πρέπει να πετύχει για το 2019 πρωτογενές πλεόνασμα όχι 3,5% του ΑΕΠ αλλά 5,2% του ΑΕΠ.
Σε ό,τι αφορά τα ανταποδοτικά μέτρα συμφωνήθηκε ότι μπορεί η Ελλάδα να ψηφίσει από τώρα και τα πρόσθετα μέτρα, αλλά και τις ελαφρύνσεις σε ΕΝΦΙΑ και ΦΠΑ.
Ενώ, όμως, τα πρόσθετα μέτρα θα εφαρμοστούν σίγουρα το 2019, τα «αντίμετρα» θα εφαρμοστούν σε ύψος ίσο με την υπέρβαση του πρωτογενούς πλεονάσματος για τα 2019.
Αυτονόητο είναι ότι αν θέλει η κυβέρνηση να αναπληρώσει τα μέτρα που θα λάβει με ισόποσα μέτρα ανάπτυξης θα πρέπει να ανεβάσει πολύ ψηλά τον πήχη για το πρωτογενές πλεόνασμα.
Παρά την εκ των προτέρων δέσμευση για τα μέτρα που θα εφαρμοστούν το ποσό που θα χρειαστεί να καλύψουν είναι ακόμη ένα ερωτηματικό.
Τούτο διότι το ΔΝΤ έχει δεχθεί κατ αρχήν να επανεξετάσει τις προβλέψεις του για την Ελλάδα. Έτσι το κενό που θα πρέπει να καλύψει η Ελλάδα με νέα μέτρα θα μειωθεί από το 2% του ΑΕΠ (3,6 δισ. ευρώ) στο 1,7% του ΑΕΠ (3,05 δισ. ευρώ).
Αν έχουμε και αυτήν την ευτυχή κατάληξη και πλέον ληφθούν μέτρα 3 δισ. ευρώ, τότε για να επιτευχθεί η συνθήκη 1 ευρώ ανταπόδοση για κάθε ένα ευρώ νέων φόρων ή περικοπών θα πρέπει ο προϋπολογισμός του 2019 να πετύχει υπέρβαση του πρωτογενούς πλεονάσματος 3 δισ. ευρώ (1,7% του ΑΕΠ).
Με δεδομένο, λοιπόν, ότι ο στόχος του προγράμματος θα είναι πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ (6,3 δισ. ευρώ) το ουδέτερο δημοσιονομικό αποτέλεσμα προϋποθέτει ένα πρωτογενές πλεόνασμα ρεκόρ της τάξης του 5,2% του ΑΕΠ δηλαδή 9,3, δισ. ευρώ.
Ακόμη, όμως, και αν γίνει και αυτό το θαύμα τότε θα πρέπει κυβέρνηση να έχει τη σύμφωνη γνώμη των θεσμών να δαπανήσει το σύνολο της υπέρβασης του πλεονάσματος σε φορολογικές ελαφρύνσεις.
Πάντως, το οικονομικό επιτελείο έχει στηρίξει πολλές ελπίδες σε μη παραμετρικά μέτρα, όπως την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και τις καταπολέμηση της σπατάλης για να πετύχουν και τον υψηλό αυτό στόχο.
Ακόμη και τότε όμως, με εξαίρεση την επανεξέταση των ασφαλιστικών εισφορών για τους ελεύθερους επαγγελματίες και τη μείωση του ΕΝΦΙΑ, οι μειώσεις των έμμεσων φόρων (ΦΠΑ σε μεταφορές, τρόφιμα, ενέργεια) που έχει προτείνει η ελληνική πλευρά δεν θεωρούνται αμιγώς αναπτυξιακοί φόροι, καθώς αναμένεται να αυξήσουν κατάτι μόνο την κατανάλωση.
Επίσης, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι οι δανειστές θα επιτρέψουν όλες τις ελαφρύνσεις να γίνουν σε μια χρονιά.
Γι’ αυτό και στο αρχικό σχέδιο για τα μέτρα ελάφρυνσης η ελληνική πλευρά μιλά για σταδιακή εφαρμογή των μέτρων ελάφρυνσης την εξαετία 2020 -2025.
Συνεπώς, η επιβάρυνση πολύ δύσκολα μπορεί να ισοσκελιστεί με τις φοροαπαλλαγές, οι οποίες θα δίνονται σε δόσεις, ενώ τα νέα μέτρα, τα οποία θα εφαρμοστούν για πρώτη φορά το 2019 θα είναι και μόνιμα και σταθερά σε απόδοση.