Πρώτη προτεραιότητα για την επανεκκίνηση της οικονομίας της χώρας μας δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι η τόνωση της κατανάλωσης, αναφέρει ο πρόεδρος του ΣΕΒ, Θεόδωρος Φέσσας, σε άρθρο του στο εβδομαδιαίο δελτίο του Συνδέσμου.
Πρώτη προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής οφείλει να είναι η τόνωση της παραγωγής μέσω της στοχευμένης μείωσης της υπερφορολόγησης της εργασίας, προσθέτει.
“Ενόψει της μακράς προεκλογικής περιόδου που ανοίγεται μπροστά μας είναι κρίσιμο να αποφευχθούν η πολιτική πόλωση και οι πελατειακές πολιτικές του παρελθόντος, που αποπροσανατολίζουν τους πολίτες από τα επίμονα και επείγοντα διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας”, τονίζει ο κ. Φέσσας.
Χωρίς οικονομικό και τεχνολογικό δυναμισμό, με ανυπαρξία βιομηχανικής πολιτικής, αποεπένδυση μεγαλύτερη των 100 δις ευρώ, υψηλό εμπορικό έλλειμμα, τεράστιο απόθεμα κόκκινων δανείων, χαμηλή παραγωγικότητα, εκτεταμένη ανεργία και δημογραφική γήρανση, η χώρα μας δεν επιτρέπεται να περιορισθεί σε ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 2%, γιατί κινδυνεύει να εγκλωβιστεί στην κατηγορία των χωρών με χαμηλούς μισθούς, χαμηλές δεξιότητες και χαμηλή καινοτομία.
Η αφαίμαξη που υφίσταται η πραγματική οικονομία, προκειμένου να επιτευχθούν τα υπερπλεονάσματα, θα πρέπει, αν μη τι άλλο, να αξιοποιηθεί προς όφελος του παραγωγικού μετασχηματισμού της οικονομίας. Και να μην εξαντληθεί σε έναν ανταγωνισμό προεκλογικής παροχολογίας, που θα βλάψει τις μεσομακροπόθεσμες προοπτικές της οικονομίας και θα στείλει αρνητικά μηνύματα στις διεθνείς αγορές, από τις οποίες παραμένουμε αποκλεισμένοι. Αύξηση π.χ. του κόστους της εργασίας, που δεν υποστηρίζεται από αντίστοιχη αύξηση της παραγωγικότητας, μπορεί να φέρει τελικά αντίθετα αποτελέσματα στην καταπολέμηση της ανεργίας και της αδήλωτης εργασίας.
Πρώτη προτεραιότητα για την επανεκκίνηση της οικονομίας δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι η τόνωση της κατανάλωσης, σε μια οικονομία όπου το 70% του ΑΕΠ της δημιουργείται από την κατανάλωση και οι εισαγωγές ξεπερνούν τις εξαγωγές κατά 21,5 δις ευρώ ετησίως. Γιατί απλά η τόνωση της κατανάλωσης θα πάει σε “ξένες” τσέπες, αφού δεν θα προέρχεται από την αύξηση του εγχωρίως παραγόμενου προϊόντος και της βελτίωσης της παραγωγικότητας των επιχειρήσεων και της διεθνούς ανταγωνιστικότητας τους.
Πρώτη προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής οφείλει να είναι η τόνωση της παραγωγής μέσω της στοχευμένης μείωσης της υπερφορολόγησης της εργασίας, που με τη σειρά της θα φέρει πραγματική αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων, των επενδύσεων και των θέσεων απασχόλησης. Αποδέκτες αυτής της μείωσης φόρων και εισφορών πρέπει να είναι πρωτίστως οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα και η Ελληνική οικογένεια, που βλέπει μεγάλο τμήμα του εισοδήματός της να κατευθύνεται σε μη ανταποδοτικούς φόρους και εισφορές.
Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος, ο ΣΕΒ καταθέτει τις προτάσεις του για τη δυναμική και βιώσιμη ανάκαμψη της οικονομίας, ελπίζοντας ότι θα αξιοποιηθούν στη χάραξη και υλοποίηση της φιλοεπενδυτικής και αναπτυξιακής πολιτικής, που έχει ανάγκη η χώρα μας.
Η δουλειά που μένει να γίνει για το μετασχηματισμό σε μια οικονομία της παραγωγής και των εξαγωγών είναι πολλή και απαιτητική. Η ευθύνη βρίσκεται αποκλειστικά στα χέρια όλων μας. Οι προκλήσεις για το σύνολο του πολιτικού συστήματος, όπως και για τις υπεύθυνες δυνάμεις της οικονομίας και της κοινωνίας, είναι σήμερα ιδιαίτερα αυξημένες. Ξεκινούν από την αναθεώρηση κρίσιμων άρθρων του Συντάγματος, διατρέχουν όλες τις λειτουργίες της δημόσιας διοίκησης και τα πεδία της οικονομίας – ιδιαίτερα στην χάραξη μιας φιλόδοξης βιομηχανικής πολιτικής – και φτάνουν μέχρι την ψηφιακή επανάσταση, που επιβάλλεται να ξεκινήσει άμεσα και στη χώρα μας. Το τι πρέπει να γίνει το γνωρίζουμε πλέον καλά. Απομένει η υλοποίηση.
Ενόψει της μακράς προεκλογικής περιόδου που ανοίγεται μπροστά μας είναι κρίσιμο να αποφευχθούν η πολιτική πόλωση και οι πελατειακές πολιτικές του παρελθόντος, που αποπροσανατολίζουν τους πολίτες από τα επίμονα και επείγοντα διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας. Γιατί κάτι τέτοιο θα μας οδηγήσει σε αυξημένα επιτόκια, απρόθυμους επενδυτές, ανακοπή της ανάπτυξης, μείωση του εθνικού εκτοπίσματος και νέα περίοδο περιδίνησης και ανέχειας.
Η χώρα μας βγαίνει από τα μνημόνια ανταγωνιστικότερη, αλλά φτωχότερη. Είναι καθοριστικής σημασίας να αποδείξει ότι βγαίνει και σοφότερη. Με την ικανότητα να μετουσιώσει όλες τις οδυνηρές εμπειρίες σε σύνεση και συνεργασία, ώστε να γίνει πόλος σταθερότητας και ευημερίας στην προβληματική αυτή γωνιά της Ευρώπης. Οι μεγάλες θυσίες των πολιτών και των επιχειρήσεων πρέπει να πιάσουν τόπο, ώστε η Ελλάδα να προχωρήσει μπροστά, αφήνοντας πίσω της για πάντα τις στρεβλώσεις του παρελθόντος.