Ο επικεφαλής
της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής (European Banking Authority, EBA) προειδοποιεί
ότι η Ευρώπη κινδυνεύει να βρεθεί στην ίδια θέση με την Ιαπωνία στις αρχές της δεκαετίας
του 1990, όσο δεν αντιμετωπίζεται το πρόβλημα των «κόκκινων» δανείων που
αντιμετωπίζουν οι τράπεζες της.
«Μιλάμε για
ένα ποσό άνω του 1 τρισεκ. ευρώ στην ΕΕ», δήλωσε ο Πρόεδρος της EBA, Αντρέα
Ενρία, στο περιοδικό ‘International Bankers Forum’, όπως αναφέρει δημοσίευμα της Frankfurter Allegemeine Zeitung. «Αν δεν
φροντίσουμε γρήγορα γι’ αυτά, θα βρεθούμε σε ένα αντίστοιχο σενάριο, όπως της Ιαπωνίας,
στη δεκαετία του 1990».
Στην Ιαπωνία
έγινε τότε λόγος για μία χαμένη δεκαετία. Το 1990 έσκασε μία από τις μεγαλύτερες
κερδοσκοπικές φούσκες της νεότερης οικονομικής ιστορίας. Ο δείκτης Nikkei στο Χρηματιστήριο του Τόκιο είχε
κατρακυλήσει τότε έως 40% και η αξία των εισηγμένων σε αυτό επιχειρήσεων είχε
μειωθεί κατά 1,4 τρισεκ. ευρώ.
Πρέπει να
δημιουργηθεί τώρα μία αγορά, η οποία θα είναι «πιο διαφανής και ρευστή», για να
προσελκυσθούν νέοι επενδυτές, τόνισε ο Ενρία. Για τον σκοπό αυτό, πρέπει να
εγγραφούν τα κόκκινα δάνεια σε μία ευρωπαϊκή εταιρεία διαχείρισης ενεργητικού (‘κακή
τράπεζα’), πρόσθεσε. Αυτό δεν πρέπει, συνέχισε, να αποτελέσει «εργαλείο, να
επιμερισθούν οι ζημιές. Δεν πρέπει να επιστρέψουμε σε μία κατάσταση, όπου οι
φορολογούμενοι θα πρέπει να πληρώσουν».
Τα «κόκκινα»
δάνεια των ευρωπαϊκών τραπεζών ανήλθαν στο 5,4% των συνολικών δανείων στους στο
τέλος του 2016, κατά 0,5% της ποσοστιαίας μονάδας λιγότερα από ότι ένα χρόνο
πριν, όπως προκύπτει από στοιχεία που ανακοίνωσε τη Δευτέρα η EBA. Το μεγαλύτερο
ποσοστό τέτοιων δανείων έχουν η Ελλάδα, η Κύπρος, η Πορτογαλία και η Ιταλία.
Οι υπουργοί
Οικονομικών της ΕΕ θα ασχοληθούν στην αυριανή και μεθαυριανή σύνοδό τους στη
Μάλτα για την εξεύρεση μίας λύσης που θα αντιμετωπίζει το πρόβλημα. Η
επικεφαλής για την εκκαθάριση τραπεζών, η Γερμανίδα, Έλκε Κένιχ, τάχθηκε ωστόσο
κατά μίας ευρωπαϊκής κακής τράπεζας. Και η γερμανική κυβέρνηση αντιτίθεται στην
ίδρυση μίας τέτοιας τράπεζας, τονίζοντας ότι το πρόβλημα περιορίζεται σε
μεμονωμένες χώρες – μέλη.