Quantcast
Eurobank: Γιατί μένουμε ακόμη στα Μνημόνια - enikonomia.gr
share

Eurobank: Γιατί μένουμε ακόμη στα Μνημόνια

δημοσιεύτηκε:

Η ασυνέπεια στην υλοποίηση του προγράμματος προσαρμογής, η καθυστέρηση στην υλοποίηση κρίσιμων μεταρρυθμίσεων, το λάθος μείγμα οικονομικής πολιτικής και η έλλειψη ιδιοκτησίας στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, περιορίζουν τους βαθμούς ελευθερίας και τη διαπραγματευτική δύναμη στις συζητήσεις με τους επίσημους πιστωτές αναφέρεται σε ειδική μελέτη με τίτλο “Το κόστος της αβεβαιότητας” δημοσίευσε σήμερα η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης και Έρευνας Διεθνών Κεφαλαιαγορών της Eurobank.

Συγγραφείς της σχετικής ανάλυσης είναι ο Νικόλαος Καραμούζης Πρόεδρος Eurobank και της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών και ο Αντώνης Κουλεϊμάνης, Group Strategy της Eurobank Ergasias.

Όπως αναφέρεται, η Ελλάδα συμπληρώνει σχεδόν μια δεκαετία πρωτοφανούς σε διάρκεια και ένταση ύφεσης, με βαρύτατο κοινωνικό και οικονομικό κόστος, καθώς και οκτώ χρόνια εφαρμογής μνημονίων και προγραμμάτων προσαρμογής.

Ωστόσο, μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του τρίτου προγράμματος στήριξης, διαφαίνεται, για πρώτη φορά μετά το 2014, ότι οι διεθνείς αγορές αλλά και οι πολίτες της χώρας αποκτούν σταδιακά μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στις αναπτυξιακές προοπτικές της Ελλάδας και στις πιθανότητες οριστικής εξόδου από την κρίση. Αυτό άλλωστε επιβεβαιώθηκε από την πρόσφατη επιστροφή της χώρας στις διεθνείς αγορές, μετά από τρία χρόνια αποκλεισμού, με την επιτυχή έκδοση κυβερνητικού ομολόγου πενταετούς διάρκειας.
Σύμφωνα με τη μελέτη, παράπ το άνευ προηγουμένου κοινωνικό και οικονομικό κόστος προσαρμογής, παρά το γεγονός ότι έχει επιτευχθεί σημαντική μακροοικονομική προσαρμογή και έχουν εξαλειφθεί οι μεγάλες μακροοικονομικές ανισορροπίες που οδήγησαν στην κρίση, παρά την υλοποίηση δεκάδων μεταρρυθμίσεων, όπως πιστοποιείται και από διεθνείς δείκτες, η χώρα παραμένει για σειρά ετών σε οικονομική στασιμότητα και σε καθεστώς μνημονίων, επιτροπείας και αβεβαιότητας.

Η ταχύτατη υποβάθμιση της πιστοληπτικής διαβάθμισης από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, κυρίως λόγω των μεγάλων μακροοικονομικών ανισορροπιών κατά την αρχική περίοδο της κρίσης διέκοψε βίαια την πρόσβαση της χώρας στις διεθνείς αγορές.
Ως αποτέλεσμα της εξέλιξης αυτής, η απόδοση του ελληνικού δεκαετούς κρατικού ομολόγου ανήλθε σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα, ιδιαίτερα σε περιόδους αυξημένης αβεβαιότητας και κινδύνων.

Επί του παρόντος, η Ελλάδα διατηρεί τη χαμηλότερη πιστοληπτική διαβάθμιση στην Ευρωζώνη, πολύ χαμηλότερη του «investment grade», και πληρώνει τα υψηλότερα ασφάλιστρα κινδύνου στα κυβερνητικά της ομόλογα για άντληση κεφαλαίων από τις διεθνείς αγορές.
Παράλληλα, παρά τις βελτιώσεις που έχουν σημειωθεί, παραμένουν σε ισχύ οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων, οι τιμές κινητών και ακινήτων αξιών έχουν υποχωρήσει σημαντικά, η στενότητα ρευστότητας και η στασιμότητα στην επιστροφή καταθέσεων συνεχίζονται, το ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων παραμένει σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα, ενώ η πρόσβαση στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίου παραμένει περιορισμένη.

Επιπλέον, αποδυναμώθηκαν τα συναλλακτικά ήθη, με την επικράτηση σε σημαντικό βαθμό κουλτούρας καθυστέρησης ή αποφυγής εκπλήρωσης των υποχρεώσεων, τόσο από το δημόσιο, με τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του να προσεγγίζουν αρκετά δισεκατομμύρια ευρώ, όσο και από τον ιδιωτικό τομέα με την ανάπτυξη του φαινομένου των στρατηγικών κακοπληρωτών.
Είναι εντυπωσιακό ότι η Ελλάδα παραμένει η μόνη χώρα της λεγόμενης περιφέρειας της Ευρωζώνης που δεν έχει κατορθώσει ακόμα να εξέλθει των μνημονίων, σε αντίθεση με όλες τις άλλες χώρες που αναγκάστηκαν να εφαρμόσουν αντίστοιχα προγράμματα προσαρμογής, όπως η Ιρλανδία, η Κύπρος και η Πορτογαλία.

Οι τελευταίες έχουν καταφέρει όχι μόνο να εξέλθουν των μνημονίων και της επιτροπείας, αλλά να έχουν αποκαταστήσει την απρόσκοπτη πρόσβασή τους στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίου με ανταγωνιστικό κόστος.
Επιπροσθέτως, έχουν επιστρέψει σε ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης και σε περιβάλλον οικονομικής σταθερότητας και προοπτικής.

Συμπέρασμα

Η ελληνική κρίση έχει τη μεγαλύτερη διάρκεια και μεγαλύτερο βάθος από όλες τις άλλες κρίσεις ευρωπαϊκών κρατών στην μετά-Lehman περίοδο και ακόμα, μετά από οκτώ χρόνια, δεν έχει ολοκληρωθεί η επιστροφή στην κανονικότητα και τη σταθερή αναπτυξιακή προοπτική.

Σε διάφορα χρονικά σημεία αυτής της κρίσης διαφαινόταν εκτόνωση και λόγοι αισιοδοξίας, όπως στις αρχές του 2014.
Ωστόσο, τόσο οι πολιτικές επιλογές και εξελίξεις μετά το καλοκαίρι του 2014, όσο και το επιδεινούμενο μακροοικονομικό περιβάλλον επέτειναν τους κινδύνους και την αβεβαιότητα, τραυμάτισαν περαιτέρω την εμπιστοσύνη των διεθνών αγορών, αμφισβήτησαν την αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής και καθυστέρησαν την έξοδο από την κρίση, ενώ μεγέθυναν το κοινωνικό και οικονομικό κόστος.
Η περίπτωση της Ελλάδας επιβεβαιώνει ότι, η ανάκτηση και διατήρηση της εμπιστοσύνης των διεθνών αγορών, η διαμόρφωση αξιοπιστίας οικονομικής πολιτικής και η απρόσκοπτη πρόσβαση στη διεθνή χρηματοδότηση αποτελούν καθοριστικούς επιταχυντές εξόδου της χώρας από την κρίση, ισχυρό διαπραγματευτικό εργαλείο με τους πιστωτές και κρίσιμους συντελεστές επιτυχίας του οικονομικού προγράμματος και της αναπτυξιακής προοπτικής.

Η ασυνέπεια στην υλοποίηση του προγράμματος προσαρμογής, η καθυστέρηση στην υλοποίηση κρίσιμων μεταρρυθμίσεων, το λάθος μείγμα οικονομικής πολιτικής και η έλλειψη ιδιοκτησίας στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, περιορίζουν τους βαθμούς ελευθερίας και τη διαπραγματευτική δύναμη στις συζητήσεις με τους επίσημους πιστωτές, ενισχύουν τη δυσπιστία των αγορών, αυξάνουν το οικονομικό και κοινωνικό κόστος, ενώ καθυστερούν την επιστροφή της χώρας στην ανάπτυξη και την προοπτική.

Η Ελλάδα, ατυχώς, επιβεβαίωσε αυτή την προσέγγιση, χωρίς να διαμορφώσει ένα ελκυστικό σχέδιο εξόδου από την κρίση, με μεγάλο κόστος για την οικονομία, την κοινωνία και κυρίως τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα.

Η πρόσφατη μείωση των αβεβαιοτήτων και των κινδύνων και η βελτίωση των μακροοικονομικών προοπτικών που πιστοποιείται από τα βελτιούμενα μακροοικονομικά δεδομένα, τις προσδοκίες των αγορών και από την έκδοση κυβερνητικού 5ετούς ομολόγου στις διεθνείς αγορές, αποτελούν σίγουρα μία θετική εξέλιξη.

Ώστόσο η χώρα ακόμα απέχει από το να βασίσει την χρηματοδότηση της οικονομίας της στην ικανότητά της να εκδίδει χρέος με ανταγωνιστικό, χαμηλό κόστος, ανεξάρτητα από την πρόοδο στην εφαρμογή του 3ου προγράμματος, όπως αυτή πιστοποιείται μέσα από τις αξιολογήσεις των πιστωτών.

Είναι κρίσιμο για το μέλλον της χώρας να γεφυρώσουμε έγκαιρα και αποφασιστικά, με κατάλληλες πολιτικές, το έλλειμμα αξιοπιστίας και εμπιστοσύνης που συνεχίζει να υπάρχει σήμερα στις διεθνείς αγορές για την Ελλάδα, σε σχέση και με τους άλλους Ευρωπαίους εταίρους μας, ώστε να συνεχίσουμε την πορεία ομαλοποίησης της οικονομικής ζωής της χώρας με χαμηλότερο κόστος και μεγαλύτερα οφέλη.
Αυτό προϋποθέτει τη συνεπή υλοποίηση των συμφωνηθέντων με τους πιστωτές και την εφαρμογή χωρίς καθυστερήσεις ενός εθνικού προγράμματος μεταρρυθμίσεων και αναπτυξιακών πρωτοβουλιών με ευρύτερες συναινέσεις, με στόχο την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, με βασικούς άξονες τις ιδιωτικές επενδύσεις, την εξωστρεφή δυναμική της οικονομίας, τα διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες και την ελληνική βιομηχανία και αγροτική παραγωγή.

Είναι επίσης κρίσιμο και καθοριστικό να διαμορφώσουμε ελκυστικές θεσμικές και οικονομικές συνθήκες για άσκηση παραγωγικής δραστηριότητας, τις ιδιωτικές επενδύσεις, τις καινοτόμες δράσεις, τις εξωστρεφείς δραστηριότητες και την προσέλκυση σημαντικών ξένων κεφαλαίων.

Το τελευταίο είναι ιδιαιτέρως αναγκαία εξέλιξη, λαμβάνοντας υπόψη την κατάρρευση της εγχώριας ιδιωτικής αποταμίευσης και τη στενότητα ρευστότητας του τραπεζικού τομέα, ώστε να διασφαλίσουμε την ταχεία επιστροφή της χώρας σε ισχυρή αναπτυξιακή τροχιά.
Η ανάπτυξη θα συμβάλει στην εξομάλυνση των μεγάλων προβλημάτων της ανεργίας, της φτώχειας, του υψηλού δημοσίου χρέους και των επισφαλών τραπεζικών δανείων που αντιμετωπίζει η χώρα μας.

Τέλος, προϋπόθεση για όλα τα παραπάνω είναι η πολιτική σταθερότητα και η αταλάντευτη υιοθέτηση από την ευρύτερη δυνατή οικονομική, πολιτική και κοινωνική πλειοψηφία όλων των μεταρρυθμίσεων που απαιτούνται για να επιστρέψουμε στην οικονομική και κοινωνική κανονικότητα και στις ανοικτές αγορές, χωρίς περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων και να ξαναγίνουμε ένα ισότιμο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς μνημόνια και επιτροπείες.

Μια χώρα με ισχυρή αναπτυξιακή προοπτική, που θα πάρει το μέλλον στα χέρια της, στηριζόμενη στα σημαντικά μας συγκριτικά πλεονεκτήματα, στον ιδιωτικό τομέα και τις ανταγωνιστικές αγορές, στις ανεκμετάλλευτες δυνατότητες των παραγωγικών της δυνάμεων και τις μεγάλες ικανότητες και δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού της.

Έχουμε τη δυνατότητα, αλλά και την ευκαιρία, να μετατρέψουμε τα επόμενα δέκα χρόνια για τη χώρα μας σε περίοδο ισχυρής οικονομικής ανάκαμψης, δημιουργώντας μια σύγχρονη, ανταγωνιστική, ανοικτή και παραγωγική οικονομία για τους πολλούς, με αποτελεσματική κοινωνική πολιτική και προστασία στα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα.

share
Σχόλια Αναγνωστών
Ροή
Οικονομία
Επιχειρήσεις
Επικαιρότητα

Ενημερωθείτε πρώτοι με τον τρόπο που θέλετε.