Η ιδιωτική κατανάλωση, η δημόσια κατανάλωση και οι καθαρές εξαγωγές ήταν οι κινητήριοι μοχλοί της αύξησης του ΑΕΠ το δεύτερο τρίμηνο (1,73%), αναφέρουν οι οικονομικοί αναλυτές της Eurobank, στο οικονομικό δελτίο της τράπεζας.
Εκτιμούν επίσης ότι η μείωση των επενδύσεων αποτελεί ένδειξη για πιθανή συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας στο άμεσο μέλλον.
Αναλυτικότερα, όπως αναφέρουν, το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε σε ετήσια βάση 1,73% και σε τριμηνιαία 0,91% το δεύτερο τρίμηνο 2015. Οι κινητήριοι μοχλοί ήταν η συνολική κατανάλωση και οι καθαρές εξαγωγές. Η μεν πρώτη κατηγορία συνεισέφερε 2,45 ποσοστιαίες μονάδες η δε δεύτερη 0,68 ποσοστιαίες μονάδες.
Οι συνολικές επενδύσεις (πάγιο κεφάλαιο και αποθέματα) είχαν αρνητική συνεισφορά της τάξης των -1,61 ποσοστιαίων μονάδων.
Η πτώση των επενδύσεων πέρα από το γεγονός ότι μειώνει τη ζήτηση στο παρόν αποτελεί εμπόδιο για την επίτευξη θετικών ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης στο μέλλον διότι επιβραδύνει το σχηματισμό φυσικού κεφαλαίου.
Επιπλέον, αν η μείωση των επενδύσεων αφορά κυρίως κατηγορίες κεφαλαιουχικών αγαθών τα οποία εμπεριέχουν τεχνολογική πρόοδο τότε δύναται να προκαλέσει και πτώση της συνολικής παραγωγικότητας, εκτιμούν οι αναλυτές.
Σε σχέση με το μέγιστο του 2ου τριμήνου 2007, το πραγματικό ΑΕΠ έχει συρρικνωθεί κατά -25,64% και βρίσκεται σε επίπεδα παρόμοια με αυτά του δευτέρου τριμήνου 2000.
Με βάση τα μερίδια των πέντε βασικών συνιστωσών του ΑΕΠ, η ελληνική οικονομία σήμερα παρουσιάζει τα παρακάτω τέσσερα βασικά δομικά χαρακτηριστικά:
– Το ποσοστό του εγχώριου εισοδήματος το οποίο οδηγείται σε καταναλωτικές χρήσεις είναι αρκετά υψηλό (το δεύτερο υψηλότερο στην Ευρωζώνη και στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 28, μετά την Κύπρο).
– Το ποσοστό του εγχώριου εισοδήματος το οποίο οδηγείται σε επενδυτικές χρήσεις είναι πολύ χαμηλό (το χαμηλότερο στην Ευρωζώνη και στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 28). Το στοιχείο αυτό δημιουργεί σημαντικά εμπόδια για την μελλοντική αναπτυξιακή πορεία της ελληνικής οικονομίας.
– Το ποσοστό της άμεσης συμμετοχής του δημοσίου τομέα στο σχηματισμό του ΑΕΠ υπό τη μορφή της δημόσιας κατανάλωσης συγκλίνει προς το αντίστοιχο της Ευρωζώνης ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 28. Ωστόσο, παραμένει υψηλότερο σε σχέση με αυτό της Ισπανίας, της Πορτογαλίας, της Ιταλίας και της Ιρλανδίας. Ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί κυρίως στη διερεύνηση της αποτελεσματικότητας των εν λόγω δαπανών.
– Σήμερα η ελληνική οικονομία είναι πιο ανοικτή (άθροισμα εξαγωγών και εισαγωγών) σε σχέση με το 2007. Ωστόσο, παραμένει αρκετά πιο κλειστή σε σχέση με το μέσο όρο της Ευρωζώνης ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 28.