Στην καθιερωμένη ανάλυσή της, υπό τον διακριτικό τίτλο “7 Hμέρες Οικονομία”, η Eurobank τονίζει πως η αργή αποκλιμάκωση του δείκτη ανεργίας συνιστά μεγάλο πρόβλημα για την οικονομία προσθέτοντας πως θα είναι δύσκολα τα επόμενα χρόνια αν η ανεργία καταστεί δομική.
Το ποσοστό ανεργίας διαμορφώθηκε στο 25,67% για το μήνα Ιανουάριο. Σε σύγκριση με το Δεκέμβριο (25,89%) καταγράφηκε μείωση της τάξης των -0,22 ποσοστιαίων μονάδων ενώ σε σχέση με τον Ιανουάριο (2014) η μείωση προσεγγίζει τις -1,55 ποσοστιαίες μονάδες.
Όπως καταγράφει η Eurobank, σε όρους ατόμων η απασχόληση σημείωσε ετήσια (Ιαν-14 με Ιαν-15) αύξηση της τάξης των 36,78 χιλ ατόμων, η ανεργία μειώθηκε κατά -87,23 χιλ άτομα και το εργατικό δυναμικό μειώθηκε κατά -50,45 χιλ άτομα. Συνεπώς, η μείωση του αριθμού των ανέργων δεν συνοδεύτηκε και από αντίστοιχη αύξηση της απασχόλησης.
Αξίζει να αναφερθεί πως από τον Μάιο 2008 μέχρι και τον Ιανουάριο 2015 η μείωση του εργατικού δυναμικού προσεγγίζει τις -219,052 χιλ άτομα ή σε όρους ποσοστιαίας μεταβολής το -4,40%. Αυτό το γεγονός σηματοδοτεί σε ένα βαθμό τη μείωση των παραγωγικών δυνατοτήτων της οικονομίας μας λόγω μείωσης των διαθέσιμων πόρων σε όρους του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας.
Δύο είναι τα στοιχεία που αποτυπώνονται ξεκάθαρα από τα στοιχεία: (i) από το Σεπτέμβριο 2013 μέχρι και σήμερα – τελευταία παρατήρηση Ιανουάριος 2015 – το ποσοστό ανεργίας εμφανίζεται να ακολουθεί σταθερή πτωτική πορεία. Αυτό το γεγονός είχε ως αποτέλεσμα να σημειωθεί μείωση της τάξης των -2,24 ποσοστιαίων μονάδων, (ii) κατά το διάστημα των τελευταίων 6 μηνών παρατηρείται σταθεροποίηση της δυναμικής του ρυθμού πτώσης του ποσοστού ανεργίας. Επιπρόσθετα, τους τελευταίους δύο μήνες καταγράφεται μικρή μείωση του προαναφερθέντος μεγέθους (Νοέμβριος, -1,84, Δεκέμβριος, -1,59 και Ιανουάριος, -1,55).
Το τελευταίο στοιχείο είναι πολύ σημαντικό για τη μετέπειτα πορεία της αγοράς εργασίας και, ως εκ τούτου της ελληνικής οικονομίας, τονίζεται. Με τον υπάρχοντα ρυθμό πτώσης του ποσοστού ανεργίας, η υψηλή υποεκμετάλλευση του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας (σπατάλη πόρων) θα υπάρχει για μεγάλο χρονικό διάστημα στην ελληνική οικονομία.
Για παράδειγμα, έστω ότι από το Φεβρουάριο και έπειτα η ετήσια μεταβολή του ποσοστού ανεργίας είναι ίση (και σταθερή) με εκείνη του Νοεμβρίου 2014, δηλαδή -1,84 ΠΜ (η μεγαλύτερη ετήσια πτώση που έχει καταγραφεί από τον Ιανουάριο 2005). Υπό αυτό το σενάριο, το ποσοστό ανεργίας θα βρεθεί σε επίπεδα μικρότερα του 20% το Φεβρουάριο 2018 και σε επίπεδα μικρότερα του 15% το Νοέμβριο 2020. Στη περίπτωση που ο ρυθμός πτώσης διαμορφωθεί στις -2,50 ΠΜ, τότε το Σεπτέμβριο 2017 και τον Ιούνιο 2020 το ποσοστό ανεργίας θα βρίσκεται σε επίπεδα μικρότερα του 20% και 15% αντίστοιχα. Τέλος, αν ο ρυθμός πτώσης είναι ίσος με -3,50 ΠΜ, οι αντίστοιχες ημερομηνίες είναι ο Μάρτιος 2017 και ο Ιανουάριος 2020.
Γίνεται αντιληπτό ότι ο ετήσιος ρυθμός μείωση του ποσοστού ανεργίας που παρατηρείται τους τελευταίους μήνες, θέτει εν αμφιβόλω το ενδεχόμενο ταχείας αποκλιμάκωσής του. Επιπρόσθετα, όσο παρατείνεται η διατήρηση του ποσοστού ανεργίας σε πολύ υψηλά επίπεδα τόσο αυξάνεται η πιθανότητα να αποκτήσει δομικά χαρακτηριστικά και ως εκ τούτου τόσο πιο χρονοβόρα και δύσκολη θα είναι η ενδεχόμενη μείωσή του μέσα στα επόμενα χρόνια. Το κόστος για την οικονομία – κοινωνία που δημιουργεί η ύπαρξη μεγάλου αριθμού ανέργων δεν έχει μόνο στατικό χαρακτήρα υπό την έννοια απώλειας τρέχουσας παραγωγής, εισοδήματος, ασφαλιστικών εισφορών και κοινωνικής συνοχής. Έχει και δυναμικό χαρακτήρα υπό την έννοια μείωσης της παραγωγικότητας (λόγω μείωσης του ανθρώπινου κεφαλαίου) και του δυνητικού προϊόντος της οικονομίας στο μέλλον.
Σήμερα στην ελληνική οικονομία οι παράγοντες που είναι πιθανό να εμποδίζουν τη γρήγορη αποκλιμάκωση του ποσοστού ανεργίας έχουν ως εξής:
I. H ενδεχόμενη επί τα χείρω αναθεώρηση των προβλέψεων για το ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης του τρέχοντος έτους. Με βάση αυτό το δεδομένο οι επιχειρήσεις αναπροσαρμόζουν τις προσδοκίες τους ως προς τη μελλοντική κερδοφορία που αναμένεται να έχουν (π.χ. λόγω μειωμένων πωλήσεων) γεγονός το οποίο επηρεάζει με αρνητικό τρόπο την απόφασή τους για πιθανή πρόσληψη εργαζομένων.
II. Το υψηλό ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων. Η αποχή των ατόμων από την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών για μεγάλο χρονικό διάστημα, είναι πιθανό να εκλαμβάνεται από την πλευρά του εργοδότη ως ένδειξη χαμηλής παραγωγικότητας.
III. Μακροχρόνιες στρεβλώσεις της ελληνικής οικονομίας οι οποίες εμποδίζουν την ανακατανομή και την αποτελεσματικότερη χρήση των παραγωγικών συντελεστών.
IV. Ο εν εξελίξει μετασχηματισμός της ελληνικής οικονομίας. Αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι ο στόχος για την οικονομίας μας είναι η δημιουργία ενός νέου υποδείγματος οικονομικής μεγέθυνσης το οποίο θα βασίζεται ως επί το πλείστον στις εξαγωγές και στις επενδύσεις, τότε οι παραγωγικοί συντελεστές (κεφάλαιο και εργασία) θα πρέπει να προσαρμοστούν στις νέες τους χρήσεις (π.χ. νέοι τομείς οικονομικής δραστηριότητας, νέοι κλάδοι που απαιτούν νέες δεξιότητες κτλ.). Τέτοιου είδους δομικές αλλαγές συνοδεύονται και από κόστος προσαρμογής τόσο από την πλευρά των επιχειρήσεων όσο και από την πλευρά των εργαζομένων. Αυτό το φαινόμενο δύναται να επιβραδύνει το ρυθμό της αντιστοίχησης ανάμεσα στις νέες θέσεις εργασίας και στα άτομα που θεωρούνται ικανά και επιθυμούν να εργαστούν.
V. Οι υπάρχουσες λεπτές ισορροπίες στον τομέα της δημοσιονομικής προσαρμογής και της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους. Όσο καθυστερεί η επίτευξη συμφωνίας ανάμεσα στην Ελλάδα και στους επίσημους δανειστές της τόσο αυξάνεται το κλίμα αβεβαιότητας το οποίο αναστέλλει, και στη χειρότερη περίπτωση, ακυρώνει επενδυτικά προγράμματα.