Με νομοθετική ρύθμιση που θα προβλέπει επανυπολογισμό των συντάξεων των δικαστών, βάσει νέων συντελεστών, θα επιχειρήσει να λύσει η κυβέρνηση τη δύσκολη εξίσωση που προέκυψε μετά την πρόσφατη απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που έκρινε ότι οι συντάξεις των δικαστών πρέπει να επανέλθουν στα επίπεδα προ του 2012, καθώς οι μεταγενέστερες περικοπές τους δεν είναι σύμφωνες με το Σύνταγμα.
Σύμφωνα με το επικρατέστερο σενάριο που εξετάζουν στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, οι αυξήσεις που θα λάβει το σύνολο των περίπου 4.000 συνταξιούχων δικαστών μπορεί να κινούνται ακόμα και σε διψήφιο ποσοστό, με εφαρμογή από την ημέρα ψήφισης της ρύθμισης και μετά, ενώ θα τεθεί φρένο στα αναδρομικά. Η χορήγηση των αναδρομικών αναμένεται να περιοριστεί στους 450 δικαστές που έχουν ήδη προσφύγει στη Δικαιοσύνη.
Στόχος του οικονομικού επιτελείου είναι να υπάρξει μια συμβιβαστική και ισορροπημένη λύση που θα λαμβάνει υπ’ όψιν την απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αλλά χωρίς να διακυβεύεται η δημοσιονομική σταθερότητα της χώρας, με δημιουργία νέων ελλειμμάτων στο ασφαλιστικό σύστημα. Πώς θα επιτευχθεί αυτός ο στόχος; Με τον περιορισμό του ποσοστού των αυξήσεων που θα λάβουν οι συνταξιούχοι δικαστές, ώστε να μειωθεί το δημοσιονομικό κόστος και να μην επιβαρυνθεί ο κρατικός Προϋπολογισμός.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις το ετήσιο δημοσιονομικό κόστος, αν υπήρχε πλήρης ικανοποίηση των αιτημάτων, θα μπορούσε να ανέλθει σε αρκετές εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ, κάτι που -υπό τις παρούσες συνθήκες- δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό. Eτσι, θα καταβληθεί προσπάθεια μέσω της ρύθμισης το δημοσιονομικό κόστος να μην ξεπεράσει τις μερικές δεκάδες εκατομμύρια ευρώ. Το τελικό ποσό των συντάξεων εκτιμάται ότι δεν θα φτάνει στο 80% των αποδοχών των εν ενεργεία δικαστών, όπως αξιώνουν οι συνταξιούχοι, αλλά ενδεχομένως, όπως εκτιμούν παράγοντες της κοινωνικής ασφάλισης, στο 70%.
Το Ελεγκτικό Συνέδριο καλείται να εφαρμόσει για τις συντάξεις των δικαστικών λειτουργών τις αποφάσεις του Μισθοδικείου (2018 και 2021), που έκρινε πως οι αποδοχές τους πρέπει να επανέλθουν στα επίπεδα προ των περικοπών του 2012.
Με τις αποφάσεις του Μισθοδικείου, εκτός από τις μνημονιακές μειώσεις, ακυρώθηκαν ως αντισυνταγματικά, ειδικά για τους δικαστές, δύο από τα άρθρα του νόμου Κατρούγκαλου: το άρθρο 8 για τα ποσοστά αναπλήρωσης και το άρθρο 14 για τον επανυπολογισμό των συντάξεων και την προσωπική διαφορά.
Παράδειγμα
Σε αυτή τη βάση, οι δικαστές διεκδικούν η σύνταξή τους να υπολογιστεί με τον τελευταίο μισθό του συνταξιούχου που είναι και υψηλός και όχι με τον μέσο μισθό από το 2002 και μετά, όπως ισχύει σήμερα για το σύνολο των συνταξιούχων. Παράλληλα, τα ποσοστά αναπλήρωσης για τον υπολογισμό των συντάξεών τους να είναι μεγαλύτερα από εκείνα των υπόλοιπων συνταξιούχων. Δηλαδή οι συνταξιούχοι δικαστές απαιτούν αυξήσεις ύψους από 6.000 έως 30.000 ευρώ ετησίως, ήτοι ακόμα και 80% σε κάποιες περιπτώσεις.
Για παράδειγμα, ένας από τους συνταξιούχους δικαστικούς λειτουργούς που προσέφυγαν στη Δικαιοσύνη συνταξιοδοτήθηκε το 2007, πολύ πριν από την εφαρμογή του νόμου Κατρούγκαλου. Το ύψος της βασικής σύνταξής του, βάσει των διατάξεων που ίσχυαν, ανερχόταν στο ποσό των 6.497,50 ευρώ, ενώ το καταβαλλόμενο σε αυτόν ποσό, μετά τις κρατήσεις και τι μειώσεις, ήταν 3.389,98 ευρώ. Μετά τον επανυπολογισμό της σύνταξής του, σε εφαρμογή του νόμου Κατρούγκαλου, το καθαρό πληρωτέο ποσό της σύνταξής του περιορίστηκε στα 2.400,90 ευρώ.
Πλέον ζητά μετά τη δικαίωσή του και την αύξηση που διεκδικεί να αναπροσαρμοστεί στα 3.226,26 ευρώ μεικτά. Σήμερα, πάντως, η μέση σύνταξη των δικαστών διαμορφώνεται στα 2.000 ευρώ.
Εκτιμήσεις νομικών και ειδικών σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης αναφέρουν πως είναι δυνατό να υιοθετηθεί μια λύση που δεν αποκλείεται να «πατάει» στην ειδική σκέψη 24 της απόφασης της Ολομέλειας, την οποία διατυπώνουν ο πρόεδρος του δικαστηρίου Ιωάννης Σαρμάς, ο αντιπρόεδρος Κωνσταντίνος Κωστόπουλος και η σύμβουλος Θεολογία Γναρδέλλη, όπου αναφέρεται ότι «στο άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος ορίζεται: “Τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα”. Με τη διάταξη αυτή, απαγορεύεται μεν στη δικαστική λειτουργία να εφαρμόζει νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα, δεν ορίζεται όμως ρητώς, ούτε και τούτο αποτελεί αυτόθροη συνέπεια της εν λόγω απαγόρευσης, ότι η θέση εκποδών της αντισυνταγματικής διάταξης συνεπάγεται άνευ ετέρου την εφαρμογή της προϊσχυσάσης».
Δηλαδή, το γεγονός ότι εκπίπτει ως αντισυνταγματική η απόφαση ένταξης των δικαστών στον ΕΦΚΑ και στον επανυπολογισμό των συντάξεών τους που «νομιμοποίησε» τις περικοπές του 2012 δεν σημαίνει αυτόματα ότι πρέπει να ισχύσει και ο προηγούμενος τρόπος υπολογισμού, όπως ζητούν οι δικαστές. Μπορεί έτσι να υπάρξει ένας νέος τρόπος υπολογισμού που θα παρεμβαίνει ανάμεσα στον παλαιό και στον τρόπο υπολογισμού του ΕΦΚΑ.
Στην κυβέρνηση επικαλούνται και την ηθική διάσταση των διεκδικήσεων, μετά τις τεράστιες απώλειες που υπέστησαν οι συνταξιούχοι με την εφαρμογή του νόμου Κατρούγκαλου.
Οπως δήλωσε και ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας Κωστής Χατζηδάκης, «η κυβέρνηση επαναλαμβάνει ότι σέβεται τη Δικαιοσύνη. Σέβεται, όμως, και τις θυσίες των Ελλήνων πολιτών την περασμένη δεκαετία, αλλά και την ανάγκη η χώρα να προχωρήσει με σταθερότητα μπροστά, μακριά από νέες οικονομικές περιπέτειες».
Κατά πλειοψηφία
Με την υπ’ αριθμόν 1330/2023 απόφασή του, το Ελεγκτικό Συνέδριο αποφάσισε κατά πλειοψηφία (28-3) ότι είναι μη νόμιμη και ακυρωτέα η σιωπηρή άρνηση της διοίκησης-πολιτείας για επανακανονισμό της σύνταξης του πρώην προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου Νίκου Αγγελάρα, που είχε προσφύγει στο Ανώτατο Δημοσιονομικό Δικαστήριο, διότι όφειλε η διοίκηση-πολιτεία να υπολογίσει τη σύνταξή του μη εφαρμόζοντας τις κριθείσες από το Μισθοδικείο ως αντισυνταγματικές σχετικές διατάξεις του νόμου Κατρούγκαλου (Ν. 4387/2016), αλλά τις προϊσχύσασες αυτών. Έκρινε επίσης ότι εφαρμοστέες για τον καθορισμό του ύψους των συντάξεων των πρώην δικαστών, εισαγγελέων και μελών Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (ΝΣΚ) είναι οι προϊσχύσασες διατάξεις του νόμου Κατρούγκαλου. Δηλαδή, οι συντάξεις των δικαστών πρέπει, σύμφωνα με το Ελεγκτικό Συνέδριο, να επανέλθουν στα επίπεδα που ίσχυαν προ του 2012, με άλλα λόγια προ του καθεστώτος που είχε διαμορφωθεί με τον μνημονιακό νόμο 4093/2012.
Αρχικά, κύκλοι του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών διεμήνυαν ότι δεν προτίθενται να διευρύνουν τον αριθμό των δικαιούχων, πέραν αυτών που αφορά η απόφαση: «Φαίνεται, λοιπόν, ότι δεν υπάρχει κάποια δυνατότητα γενίκευσης και επομένως ο θόρυβος που έχει δημιουργηθεί μοιάζει να είναι αναντίστοιχος με το περιεχόμενο της απόφασης. Σε κάθε περίπτωση, η τήρηση του Προϋπολογισμού και ο δρόμος της δημοσιονομικής σταθερότητας αποτελούν αταλάντευτη προτεραιότητα για την κυβέρνηση».
Με επίσημη ανακοίνωσή του, όμως, ήρθε το Ελεγκτικό Συνέδριο για να διευκρινίσει πως η απόφαση της Ολομέλειας για την επαναφορά των συντάξεων των δικαστικών λειτουργών στα επίπεδα πριν από το 2012 είναι πιλοτική, δεν αφορά δηλαδή μόνο τους τρεις προσφεύγοντες πρώην ανώτατους δικαστές.
«Υπενθυμίζεται ότι με τις πιλοτικές δίκες ως οι ανωτέρω επιλύονται ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχουν συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων και όχι διαφορές που αφορούν ειδικώς τον συγκεκριμένο διάδικο, το δικόγραφο του οποίου, φέροντας τα εν λόγω χαρακτηριστικά, έδωσε απλώς λαβή για την επίλυση των εν λόγω ζητημάτων», τονίζεται χαρακτηριστικά στο δελτίο Τύπου που εκδόθηκε από το Ανώτατο Δημοσιονομικό Δικαστήριο, στο οποίο παράλληλα σημειώνεται ότι η πιλοτική αυτή απόφαση δεν κάνει τίποτα άλλο από το να εφαρμόζει την απόφαση του Μισθοδικείου. Οπως, μάλιστα, υπενθυμίζει η ανακοίνωση, το Μισθοδικείο «όταν δικάζει, μεταξύ άλλων, διαφορές από συντάξεις δικαστικών λειτουργών, συγκροτείται κατά πλειοψηφία από μη δικαστικούς λειτουργούς» .
Το Μισθοδικείο με την υπ’ αριθμόν 255/2021 απόφασή του είχε κρίνει ότι «το Σύνταγμα επιβάλλει σταθερή αναλογία των συντάξεων και των αποδοχών ενεργείας των δικαστικών λειτουργών», ενώ σε άλλο σημείο υπογραμμίζει ότι με τη μείωση των συντάξεων που έγινε το 2012 παραβιάζεται μια πλειάδα συνταγματικών διατάξεων, καθώς οι συντάξεις σε σχέση με τις αποδοχές των ενεργεία δικαστών υπολείπονται «κατά ποσοστό σαφώς ανώτερο του 40%». Συγκεκριμένα, το «δια ταύτα» της υπ’ αριθμ. 255/2021 απόφασης του Μισθοδικείου (πρόεδρος η Μαίρη Σαρπ και εισηγητής ο σύμβουλος Επικρατείας Νικόλαος Σκαρβέλης) είναι ότι «η συνταγματική προστασία, η οποία αναφέρεται στον εν ενεργεία δικαστικό λειτουργό, διασφαλίζει και το συνταξιοδοτικό του καθεστώς, διότι και αυτό αποτελεί εγγύηση της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας του».