Στην ενεργή στήριξη της επιχειρηματικότητας της χώρας και της οικονομικής ανάκαμψης με διεύρυνση της φορολογικής βάσης στοχεύει ο κρατικός προϋπολογισμός του 2020 , όπως επισημαίνει σήμερα η Εθνική Τράπεζα σε
ανακοίνωση της.
Η τράπεζα αναφέρει ότι ο προϋπολογισμός για το
2020 επιχειρεί να αξιοποιήσει την επιτυχημένη δημοσιονομική πορεία του 2019 –
έτος στο οποίο η εφαρμογή επεκτατικών μέτρων της τάξης του 1% του ΑΕΠ
συνδυάζεται με νέα μικρή δημοσιονομική υπεραπόδοση – και να ενισχύσει την
αναπτυξιακή του στόχευση και αποτελεσματικότητα.
Δημοσιονομική πορεία 2019
Αναφορικά με τη δημοσιονομική πορεία του 2019, κομβικό ρόλο για την
προσδοκώμενη επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 3,7% του ΑΕΠ (σύμφωνα με τον
ορισμό ενισχυμένης εποπτείας) αναμένεται να διαδραματίσει η αποτελεσματική
συγκράτηση των πρωτογενών δαπανών της Κεντρικής Κυβέρνησης, οι οποίες κινούνται
σε πλήρη αντιστοιχία ή και ελαφρώς χαμηλότερα από τους αναθεωρημένους στόχους.
Πιο συγκεκριμένα, οι πρωτογενείς δαπάνες της Κεντρικής Κυβέρνησης (εξαιρουμένου του ΠΔΕ) μειώθηκαν κατά 4,3% σε ετήσια βάση ή κατά 1,7% του
ΑΕΠ σε σχέση με το 2018. Ειδικότερα, η συνδυαστική δαπάνη σε επίπεδο Κεντρικής
Κυβέρνησης για κοινωνικές παροχές, μεταβιβάσεις και λοιπές δαπάνες
(εξαιρουμένων των δαπανών του ΠΔΕ) αναμένεται να μειωθεί κατά περίπου 7,0% σε
ετήσια βάση το 2019. Οι ανωτέρω τάσεις αποτυπώνουν ένα διατηρήσιμο και
αποτελεσματικό έλεγχο στην υλοποίηση του προϋπολογισμού σε επίπεδο Κεντρικής
Κυβέρνησης.
Στρατηγική για το 2020
Το μείγμα της δημοσιονομικής πολιτικής
για το 2020 εμπλουτίζεται με μέτρα ενίσχυσης του επιχειρηματικού τομέα και της
αγοράς ακινήτων, τα οποία θεωρείται ότι ασκούν σημαντική θετική επίδραση στο
ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης. Παράλληλα, ενσωματώνει νέες ελαφρύνσεις για τα
νοικοκυριά, καθώς και στοχευμένα μέτρα κοινωνικής στήριξης (ειδικά για
οικογένειες χαμηλού εισοδήματος). Η συνδυαστική επίδραση στην αύξηση του ΑΕΠ
από τα μέτρα του Προϋπολογισμού για το 2020 και μια ομαλή υλοποίηση του
Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων («ΠΔΕ»), εκτιμάται ότι θα προσεγγίσει τη μία
ποσοστιαία μονάδα, εφόσον δεν υπάρξει επιδείνωση του εξωτερικού περιβάλλοντος.
Στόχος η αύξηση της
αποτελεσματικότητας
Το πλέον κομβικό σημείο στο σχεδιασμό του
Προϋπολογισμού στο σκέλος των εσόδων είναι η εκτίμηση ότι το καθαρό δημοσιονομικό κόστος των ανωτέρω ελαφρύνσεων
θα είναι αμελητέο το 2020, καθώς θα χρηματοδοτηθεί από την ενίσχυση της
αποτελεσματικότητας και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, με τη συνδρομή και
μίας νέας δέσμης αντισταθμιστικών μέτρων.
Το κυριότερο από αυτά τα
αντισταθμιστικά μέτρα αφορά στη σημαντική αύξηση του
ελάχιστου απαιτούμενου ποσού δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, το οποίο ορίζεται σε ποσοστό
30% του πραγματικού εισοδήματος των πολιτών από ένα μεσοσταθμικό περίπου 12%
που ισχύει υπό το υφιστάμενο καθεστώς. Παράλληλα, προβλέπεται η εφαρμογή φόρου
22% επί της θετικής διαφοράς μεταξύ του απαιτούμενου και του δηλωθέντος ποσού
δαπανών που πραγματοποιούνται με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής.
Πρακτικά, το μέτρο έχει στόχο να
συμπιέσει περαιτέρω τη χρήση των εγχρήματων
συναλλαγών, που συνήθως συνοδεύονται από υψηλά ποσοστά φοροδιαφυγής, και φιλοδοξεί,
σύμφωνα με εκτιμήσεις της Δ/νσης Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ, να αυξήσει τις
ηλεκτρονικές πληρωμές κατά περίπου 20%-40% (κατά 5 ευρώ έως 10 δισ. ευρώ ) σε σχέση με
τα εκτιμώμενα επίπεδα του 2019 επεκτείνοντας την περίμετρο των συναλλαγών με
ηλεκτρονικά μέσα, ειδικά σε τομείς και δραστηριότητες που έχουν υψηλά επίπεδα
φοροδιαφυγής.
Επίδραση στην αύξηση του ΑΕΠ το 2020
Αναφορικά με την προσδοκώμενη επίδραση της δημοσιονομικής πολιτικής στην οικονομική
δραστηριότητα το 2020, η Διεύθυνση
Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ εκτιμά ότι η δημοσιονομική ώθηση στην αύξηση του
ΑΕΠ θα προσεγγίσει το 1% περίπου (συμπεριλαμβανομένης και της επίδρασης από
τον προγραμματισμό μιας πιο ομαλής κατανομής των δαπανών του ΠΔΕ μέσα στο
έτος).