ΕΣΕΕ: Περισσότερες από τις μισές εμπορικές επιχειρήσεις κατέγραψαν χαμηλότερες πωλήσεις στις εκπτώσεις συγκριτικά με πέρυσι

εκπτώσεις

«Οι πιέσεις στο λιανικό εμπόριο διατηρούνται εν μέσω ενός ρευστού επιχειρηματικού περιβάλλοντος», αναφέρει σε ανακοίνωσή της η Ελληνική Συνομοσπονδία Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ) στο πλαίσιο της παρουσίασης των αποτελεσμάτων για την πορεία των θερινών εκπτώσεων.

Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών (ΙΝ.ΕΜ.Υ) της ΕΣΕΕ οι θερινές εκπτώσεις του 2024 ολοκληρώθηκαν εν μέσω πολλαπλών αντιφάσεων. Η ανάκαμψη δεν φαίνεται να εδραιώνεται στην αγορά εξαιτίας της διατήρησης των ανοδικών πιέσεων στο λειτουργικό κόστος και στις φορολογικές υποχρεώσεις. Παράλληλα, η σωρευτικά διαβρωτική επίδραση του πληθωρισμού έχει συρρικνώσει το διαθέσιμο εισόδημα, καθιστώντας τους καταναλωτές ιδιαίτερα επιφυλακτικούς, με την αβεβαιότητα στο διεθνές περιβάλλον να παραμένει. Στα θετικά περιλαμβάνονται τα μεγέθη του τουρισμού για το πρώτο εξάμηνο του έτους, σε επίπεδο εισερχόμενης ταξιδιωτικής κίνησης και ταξιδιωτικών εισπράξεων. Ωστόσο, τα αποτελέσματα περιορίζονται στις τουριστικές περιοχές, ενώ η αδύναμη εγχώρια παραγωγική βάση συνεπάγεται επιβάρυνση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, συρρικνώνοντας τον ήδη περιορισμένο δημοσιονομικό χώρο.

Στο πλαίσιο αυτό, το ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ πραγματοποίησε την καθιερωμένη, 13η κατά σειρά, περιοδική πανελλαδική έρευνα για τις θερινές εκπτώσεις του 2024. Όπως συνάγεται από τα αποτελέσματα της έρευνας, διαφαίνεται ένας προβληματισμός για την πορεία της αγοράς. Είναι σαφές ότι οι εξελίξεις στο λιανικό εμπόριο θα εξαρτηθούν τόσο από την πορεία του πληθωρισμού όσο και από την άμβλυνση των γεωπολιτικών εντάσεων και συγκρούσεων, σε συνδυασμό βέβαια και με τις επιδόσεις της διεθνούς οικονομίας.

Σύνοψη αποτελεσμάτων

Περισσότερες από τις μισές εμπορικές επιχειρήσεις (57%) που  συμμετείχαν στις εκπτώσεις κατέγραψαν χαμηλότερες πωλήσεις σε συγκριτικά με πέρυσι. Για το 37% των επιχειρήσεων οι πωλήσεις κινήθηκαν στα ίδια επίπεδα με το 2023, ενώ μόλις το 6% των επιχειρήσεων σημείωσε αύξηση του κύκλου εργασιών. Ενδιαφέροντα συμπεράσματα προκύπτουν από τις επιδόσεις των επιχειρήσεων ανά μεγάλη γεωγραφική περιοχή.

Οι νησιωτικές περιοχές και η Αττική φαίνεται να είχαν σχετικά καλύτερες επιδόσεις σε σχέση με την υπόλοιπη χώρα, εξαιτίας και της ευνοϊκής φέτος τουριστικής κίνησης.

Ως εκ τούτου, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι σχεδόν οι μισοί επιχειρηματίες (45%) δεν έμειναν καθόλου ή έμειναν λίγο ικανοποιημένοι από τις πωλήσεις τους κατά τη διάρκεια των θερινών εκπτώσεων. Από την άλλη πλευρά, μόνο 6% να εμφανίζεται ως πολύ ικανοποιημένο. Οι εξελίξεις αυτές επιβεβαιώνονται και από την πτώση της  επισκεψιμότητας στα καταστήματα, με περισσότερα από τα μισά (55%) να καταγράφουν υποχώρησή της. Ταυτόχρονα, το 36% των επιχειρήσεων θεωρεί ότι η επισκεψιμότητα διαμορφώθηκε στα ίδια επίπεδα με πέρυσι.

Τα παραπάνω ευρήματα προβληματίζουν ως προς τις δυνατότητες ανάκαμψης της εμπορικής αγοράς. Ωστόσο, δεν πρέπει να λησμονούνται δύο παράμετροι: Αφενός, το γεγονός ότι πλέον έχει εδραιωθεί η κουλτούρα των πωλήσεων εκτός φυσικού καταστήματος. Αφετέρου, η κόπωση που παρατηρείται στην αγορά εξαιτίας του σωρευτικού αποτελέσματος των πολλαπλών κρίσεων και κυρίως της συρρίκνωσης της αγοραστικής δύναμης ως συνέπεια της ακρίβειας..  Ακόμα όμως και στις περιπτώσεις όπου ο κύκλος εργασιών ενισχύθηκε κατά τη διάρκεια των θερινών εκπτώσεων, η αύξηση αυτή δεν υπερέβη το 10% για περισσότερες από τις μισές (56%) επιχειρήσεις.  Αντίθετα, στις περιπτώσεις όπου ο κύκλος εργασιών υποχώρησε κατά· τη διάρκεια των θερινών εκπτώσεων, η μείωση για το 69% των επιχειρήσεων ήταν ισχυρότερη και υπερέβη το 20% (Διάγραμμα 6).

Συντριπτικό είναι το ποσοστό των επιχειρήσεων (85%) που θεωρεί πως φέτος οι καταναλωτές ήταν περισσότερο συγκρατημένοι στις αγορές τους συγκριτικά με τα προηγούμενα χρόνια.  Παρά τη σχετική συζήτηση, μόνο 4 στις 10 επιχειρήσεις (42%) του δείγματος μπορούν να πραγματοποιούν πωλήσεις και εκτός φυσικού καταστήματος. Το εύρημα αυτό είναι χαρακτηριστικό όχι πλέον της κουλτούρας και των αντιστάσεων των εμπόρων προς το διαδίκτυο και τις νέες τεχνολογίες αλλά κυρίως των αντικειμενικών δυσκολιών που επιβάλει το κόστος του ψηφιακού μετασχηματισμού.

Exit mobile version