Την ελπίδα ο προϋπολογισμός του 2017 που κατατίθεται απόψε στη Βουλή να αποτελέσει την αρχή για την επιστροφή στην ανάκαμψη και όχι ακόμα μια «δημοσιονομική παρένθεση» εκφράζει η ΕΣΕΕ.
Όπως επισημαίνει, η αύξηση του ΑΕΠ το 3ο τρίμηνο του έτους κατά 1,5% σε σύγκριση με το αντίστοιχο περυσινό, ανατρέπει τις προβλέψεις για ελαφρά συρρίκνωση της ελληνικής οικονομίας το 2016 κατά -0,3% και στοχεύει ακόμα και σε οριακό θετικό πρόσημο. Η μεταβολή αυτή υπερκαλύπτει την ύφεση του α’ εξαμήνου του 2016 και πολλαπλασιάζει τις πιθανότητες επιστροφής σε θετικούς ρυθμούς μεταβολής του ΑΕΠ από το ξεκίνημα του 2017.
Το ελληνικό εμπόριο και ενόψει της εορταστικής περιόδου θέλει να ελπίζει ότι τα πρώτα θετικά σημάδια ήρθαν για να μείνουν, να μη γίνουν άλλη μια «δημοσιονομική παρένθεση» και να συνεχιστούν στο καθοριστικό τελευταίο 4ο τρίμηνο, αφήνοντας πίσω τα αρνητικά πρόσημα, όπως το -0,8% και -0,6% των δύο πρώτων τριμήνων αντίστοιχα.
Ως γνωστό η αγορά απαιτεί χρήμα και κλίμα, γι’ αυτό είναι θετικό το γεγονός ότι δημιουργούνται εκ νέου κάποιες ελπίδες για έξοδο από την ύφεση. Η εισαγόμενη κατανάλωση της τουριστικής περιόδου Ιουλίου-Αυγούστου, η μικρή ανάκαμψη της οικοδομικής δραστηριότητας λόγω επισκευών και η αύξηση 1,4% του δείκτη εισαγωγών στη βιομηχανία τον Σεπτέμβριο, συνέβαλαν καθοριστικά στην τελική διαμόρφωση των στοιχείων της ΕΛ.ΣΤΑΤ. Για να υπάρξει, όμως, συνέχεια στο θετικό πρόσημο του τρίτου τριμήνου και να κερδηθεί το στοίχημα της πραγματικής οικονομίας σε βάθος διετίας, απαιτείται διευθέτηση του ιδιωτικού χρέους σε δημόσιο, ασφαλιστικά ταμεία και τράπεζες.
Προς αυτή την κατεύθυνση, η ταχύτερη επίλυση των εκκρεμών ζητημάτων που σχετίζονται με τη θέσπιση και λειτουργία του Εξωδικαστικού Μηχανισμού ρύθμισης ληξιπρόθεσμων οφειλών επιχειρήσεων και ελεύθερων επαγγελματιών, αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την ανάκαμψη της αγοράς. Η επιστροφή στη ρευστότητα, η διαμόρφωση ενός φιλικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος και κυρίως η μείωση της υπερφορολόγησης είναι βασικά προαπαιτούμενα των μικρομεσαίων απέναντι στις μνημονιακές πολιτικές λιτότητας. Άλλωστε, από τα 36,8 δις ευρώ επιπλέον μνημονιακών φόρων, που επιβλήθηκαν από το 2010 μέχρι και σήμερα, εισπράχθηκαν από το δημόσιο 9,2 δις ευρώ λιγότερα, αφού από τα εισοδήματα 3 εκ. μισθωτών και συνταξιούχων φορολογουμένων (φυσικών προσώπων) συνολικού ύψους 104 δις ευρώ, εν τέλει αυτά συρρικνώθηκαν το τρέχον έτος σε 74,5 δις ευρώ, με μέσο δηλωθέν εισόδημα το 2016, τα 5.546 ευρώ.
Με βάση τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ., εκτός από τη θετική πλευρά, επιβεβαιώνεται και η ανησυχητική πλευρά με αρνητικά αποτελέσματα, για τα ελληνικά νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, αφού από πέρυσι το εισόδημα των νοικοκυριών και η κατανάλωση μειώθηκε, η αποταμίευση συρρικνώθηκε, ενώ οι αναμενόμενες επενδύσεις δεν ήρθαν. Πιο συγκεκριμένα, το 2015 σε σύγκριση με το 2014 το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών μειώθηκε κατά 5,5 δις ευρώ, από 120,3 δις ευρώ σε 114,8 δις ευρώ (-4,5%), η καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών υποχώρησε κατά 2,3 δις ευρώ, από 125,1 δις ευρώ σε 122,8 δις ευρώ (-1,8%) και το ποσοστό αποταμίευσης ήταν -7% από -4% το 2014. Επιπλέον, σε βάθος τριετίας 2017-2019, οι τράπεζες καλούνται να διευθετήσουν τα 41 δις ευρώ, από τα 107,5 δις ευρώ μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Το οριστικό σχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού 2017, που κατατίθεται στη Βουλή βασίζεται στα επικαιροποιημένα μεγέθη του γ´ τριμήνου, αναφορικά με το ΑΕΠ και την υπέρβαση σε καθαρά έσοδα κατά 2,5 δις ευρώ. Ως εκ τούτου, εκκινεί με βελτιωτικές αλλαγές από το προσχέδιο του Προϋπολογισμού και μεγαλύτερα μεγέθη από αυτά του 2016.
Ο προϋπολογισμός του 2017, με πρόβλεψη για αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,7% και μνημονιακό στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα μεταξύ 1,75% και 1,80%, βασίζεται για άλλη μία χρονιά, σε εκτιμήσεις για επιπλέον φόρους 2,6 δις ευρώ, κυρίως έμμεσων, που συνολικά θα ανέλθουν ετησίως στα 26,3 δις ευρώ, έναντι εσόδων 20,4 δις ευρώ από άμεσους φόρους σύμφωνα με το προσχέδιο του Οκτωβρίου.
Δήλωση προέδρου της ΕΣΕΕ κ. Βασίλη Κορκίδη για προϋπολογισμό:
«…Η κατάσταση σήμερα είναι οριακή, αφού εάν η ελληνική οικονομία δεν αλλάξει πρόσημο σύντομα, τότε η πραγματική οικονομία δεν έχει καμία απολύτως τύχη. Ακόμα και αν οι θεσμοί δεχτούν μια μελλοντική, υπό όρους και προϋποθέσεις διευθέτηση στο χρέος, θα κληθούμε να ανταποκριθούμε στις ρυθμίσεις εξωτερικού και εσωτερικού χρέους «φτωχότεροι». Παρά την κατάθεση ενός αισιόδοξου Προϋπολογισμού για το 2017, θα περιμένουμε τα αποτελέσματα του 2016 για να διαπιστώσουμε εάν το 2017 θα είναι η αρχή της ανάκαμψης ή μια ακόμη παρένθεση. Θα πρέπει να δούμε, εάν το ΑΕΠ θα είναι χαμηλότερο από ό,τι προβλεπόταν, πόσο μικρότερο θα είναι το διαθέσιμο εισόδημα λόγω της υπερφορολόγησης, της περικοπής μισθών και συντάξεων, πόσες ακόμα λιγότερες επιχειρήσεις θα έχουμε λόγω «λουκέτων», ποιο θα είναι το ποσοστό ανεργίας και αδήλωτης εργασίας και σε ποια θέση κατάταξης θα βρεθούμε στην λίστα ανταγωνιστικότητας. Θα ήταν, λοιπόν, ευχής έργο στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης της 2ης αξιολόγησης να προκύψουν οι προϋποθέσεις απαραίτητων ελαφρύνσεων, αντί επιβαρύνσεων, χωρίς νέα μέτρα, που αποδεδειγμένα δεν οδηγούν πουθενά την οικονομία της χώρας μας. Δυστυχώς, ο προϋπολογισμός του 2017 βασίζεται για άλλη μία φορά, σε νέα εισπρακτικά μέτρα που ανέρχονται ετησίως σε επιπλέον 2,6 δις ευρώ. Πάντα, βέβαια, για τις όποιες αλλαγές στο τελικό σχέδιο του προϋπολογισμού για το 2017, εκκρεμεί η συμφωνία των δανειστών…»