Το 46,3% Ελλήνων κάτοχων διδακτορικού που διαμένει στο εξωτερικό σκοπεύει να επιστρέψει στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια, όπως προκύπτει έρευνα του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης & Ηλεκτρονικού Περιεχομένου (ΕΚΤ) που έγινε σε συνεργασία με την Ερευνητική Μονάδα Περιφερειακής Ανάπτυξης και Πολιτικής (ΕΜΠΑΠ) του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.
Τα αποτελέσματα της έρευνας βασίστηκαν στις απαντήσεις 10.295 Ελλήνων διδακτόρων και έδειξαν τα εξής:
Το 61,4% σκέφτεται να επιστρέψει άμεσα, συγκεκριμένα το 39% σε «ένα-δύο χρόνια» και το 22,4% «φέτος». Σε ποσοστό 95% έρχονται τουλάχιστον 1 φορά τον χρόνο στην Ελλάδα.
Το 69,7% δήλωσε ότι θα επέστρεφε εάν έβρισκε «εργασία ανάλογη με τα προσόντα τους στην Ελλάδα», το 43% θα επέστρεφε για «οικογενειακούς λόγους» και το 35,6% εάν «ένας από τους δύο συντρόφους έβρισκε εργασία στην Ελλάδα που ήταν οικονομικά ικανοποιητική».
Στο ερώτημα τι μπορεί να κάνει το κράτος για να βοηθήσει την επιστροφή τους, το 60,7% δήλωσε «να προκηρυχθούν νέες θέσεις εργασίας στα ΑΕΙ/ Ερευνητικά Κέντρα» και το 58,4% να βελτιωθούν οι γενικότερες συνθήκες στη χώρα (κοινωνικές υποδομές, βελτίωση της οικονομίας κ.λπ.). Το 37,2% θεωρεί ότι πρέπει «να βελτιωθούν οι δυνατότητες διασύνδεσής τους με την ελληνική ερευνητική κοινότητα» και το 29,2% ότι χρειάζεται «διαφάνεια και αμεσότητα στην ενημέρωση για κίνητρα-υποτροφίες που προσφέρονται στην Ελλάδα». Μόνο το 9,2% δήλωσε πως δεν ενδιαφέρεται καθόλου να επιστρέψει .
Τι άλλο άλλο έδειξαν τα αποτελέσματα της έρευνας
Σύμφωνα με την έρευνα, όσοι κατέχουν κατά κανόνα περισσότερους από έναν τίτλους σπουδών, εμφανίζουν πολύ υψηλό ποσοστό απασχόλησης (97,5%), κυρίως στον δημόσιο τομέα (66%), ενώ το 31,3% διαθέτει εργασιακή εμπειρία στο εξωτερικό. Το 14,8% εξακολουθεί να εργάζεται στο εξωτερικό, διατηρώντας ισχυρούς δεσμούς με την Ελλάδα, ενώ το 46,3% σκοπεύει να επιστρέψει στην Ελλάδα μέσα στα επόμενα χρόνια.
Αναλυτικά, το 10,4% έχει δεύτερο πτυχίο, το 74,4% μεταπτυχιακό, το 14,9% είναι κάτοχοι δεύτερου μεταπτυχιακού, το 0,8% έχει αποκτήσει και δεύτερο διδακτορικό, ενώ το 11,2% έχει διενεργήσει μεταδιδακτορική έρευνα (postdoc). Τα πτυχία τους είναι κυρίως στις Επιστήμες Υγείας, στις Φυσικές Επιστήμες, στα Μαθηματικά και τη Στατιστική. Σε σημαντικό ποσοστό, απέκτησαν τα πτυχία τους στο εξωτερικό: το 8% πήρε το πρώτο πτυχίο του στο εξωτερικό, το 22,4% το μεταπτυχιακό του , το 2,8% το διδακτορικό του και το 26,3% το μεταδιδακτορικό του.
Το 95,7% των διδακτόρων που συμμετείχε στην έρευνα, εργάζεται , κυρίως στον δημόσιο τομέα (66%) και σε μικρότερο ποσοστό στον ιδιωτικό (33,8%). Σημαντικό ποσοστό τους εργάζεται σε πανεπιστήμια (32,4%) ή ερευνητικά κέντρα (7,4%), ενώ το 21,4% σε επιχειρήσεις.
Το 31,3% εργάστηκαν για κάποιο χρονικό διάστημα στο εξωτερικό και το 14,8% εξακολουθεί να ζει και να εργάζεται σήμερα εκτός Ελλάδας. Το 68,7% των διδακτόρων δεν έφυγε ποτέ από την Ελλάδα και το 82,2% δεν έχει πρόθεση μετακίνησης στο εξωτερικό.
Από τους διδάκτορες που ζει στην Ελλάδα, κατά 42,9% εργάζεται ως «Επαγγελματίες», κατά 27,6% ως «Διδακτικό προσωπικό ανώτατων εκπαιδευτικών και ερευνητικών ιδρυμάτων», κατά 15% ως «Ανώτερα διευθυντικά και διοικητικά στελέχη», κατά 7,6% ως «Υπάλληλοι (δημόσιοι ή ιδιωτικοί)» και κατά 5,7% ως «Ερευνητές».
Όσον αφορά τους διδάκτορες που ζουν στο εξωτερικό, το 40,3% εργάζεται ως «Διδακτικό προσωπικό ανώτατων εκπαιδευτικών και ερευνητικών ιδρυμάτων», το 32,2% ως «Επαγγελματίες», το 15% ως «Ερευνητές», το 9,5% ως «Ανώτερα διευθυντικά και διοικητικά στελέχη» και το 2,6% ως «Υπάλληλοι (δημόσιοι ή ιδιωτικοί)».
Το 73,8% από τους διδάκτορες που ζει και εργάζεται στο εξωτερικό, είχε εργαστεί στην Ελλάδα πριν φύγει για το εξωτερικό. Οι περισσότεροι έφυγαν από την Ελλάδα μετά το 2011 (72,8%), για λόγους που συνδέονται άμεσα με την εργασία (επαγγελματική ανέλιξη, καλύτερες εργασιακές συνθήκες, καλύτερες οικονομικές απολαβές και εργασία στο αντικείμενό τους), ενώ για τους ίδιους λόγους επέλεξαν και τη χώρα στην οποία εγκαταστάθηκαν.
Οι Έλληνες κάτοχοι διδακτορικού ζουν/έζησαν σε πάνω από 50 χώρες, κυρίως στο Ηνωμένο Βασίλειο, στις ΗΠΑ, στη Γερμανία και στη Γαλλία (το 30,8% σε περισσότερες από μία χώρες), καθώς και σε περισσότερες από 500 πόλεις, κυρίως στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στη Βοστώνη, στη Λευκωσία και στη Νέα Υόρκη.