Σε αυτεπάγγελτη έρευνα προχώρησε η Επιτροπή Ανταγωνισμού με σκοπό να εξετάσει τυχόν ενδεχόμενο διάπραξης αντί-ανταγωνιστικών συμπράξεων μεταξύ ενός εκάστου εκ τριών ελεγχόμενων κατασκευαστών/εισαγωγέων σχολικών τσαντών και κασετίνων και των μεταπωλητών/λιανοπωλητών του.
Όπως αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση, την Παρασκευή 6 Μαΐου, η Επιτροπή Ανταγωνισμού προχώρησε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 15 ν. 3959/2011, όπως ισχύει, στην ανάθεση σε αρμόδιο Εισηγητή της αυτεπάγγελτης έρευνας στον κλάδο εισαγωγής/κατασκευής, χονδρικής και λιανικής εμπορίας σχολικών τσαντών, σχολικών τσαντών φαγητού και κασετινών, κατά το μέρος που αφορά σε ενδεχόμενη διάπραξη παραβάσεων των άρθρων 1 ν. 3959/2011 και 101 ΣΛΕΕ μέσω κάθετων αντί-ανταγωνιστικών συμπράξεων μεταξύ ενός εκάστου εκ τριών ελεγχόμενων κατασκευαστών/εισαγωγέων και των μεταπωλητών/λιανοπωλητών του.
Υπενθυμίζεται ότι για τον σκοπό της αυτεπάγγελτης έρευνας, η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού (ΓΔΑ) διεξήγαγε την 16.9.2021 αιφνιδιαστικό επιτόπιο έλεγχο σε εταιρείες που δραστηριοποιούνται στις συγκεκριμένες αγορές ως κατασκευαστές, εισαγωγείς ή λιανοπωλητές.
Η αυτεπάγγελτη έρευνα στον ως άνω κλάδο συνεχίζεται ως προς λοιπές ελεγχόμενες επιχειρήσεις.
Νομικό πλαίσιο
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού, θεματοφύλακας της εύρυθμης λειτουργίας της ελεύθερης αγοράς, είναι επιφορτισμένη με την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού βάσει του ν. 3959/2011 και των άρθρων 101/102 ΣΛΕΕ. Τα άρθρα 1 του ν. 3959/2011 και 101 ΣΛΕΕ απαγορεύουν συμπράξεις μεταξύ επιχειρήσεων (συμφωνίες, αποφάσεις ενώσεων ή εναρμονισμένες πρακτικές) που έχουν ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού. Τα άρθρα 2 του ν. 3959/2011 και 102 ΣΛΕΕ απαγορεύουν την καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης.
Επόμενα βήματα
Η ανάθεση σε Εισηγητή συνεπάγεται την εκκίνηση των προθεσμιών των παρ. 4 και 5 του άρθρου 15 ν. 3959/2011, όπως ισχύει, και δεν προδικάζει το περιεχόμενο της εισήγησης ή/και της απόφασης της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
Η νόμιμη προθεσμία είναι ενδεικτική και ο χρόνος εξέτασης κάθε υπόθεσης εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από την πολυπλοκότητά της, τον όγκο του διοικητικού φακέλου, καθώς και τον αριθμό και το βαθμό συνεργασίας των ελεγχόμενων επιχειρήσεων.