Επιταχυνόμενη ανάπτυξη και νέα βάρη 2,8 δισ. ευρώ φέρνει ο προϋπολογισμός του 2018

Επιταχυνόμενη ανάπτυξη που θα φτάσει στο 2,4% του ΑΕΠ το 2018, αλλά και πρόσθετα βάρη 2,8 δισ. ευρώ για να επιτευχθεί ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος του 3,5% του ΑΕΠ, φέρνει το προσχέδιο του προϋπολογισμού για τον επόμενο χρόνου, που κατατίθεται σήμερα στην Βουλή.

Ο προϋπολογισμός του επόμενου χρόνου προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 6,62 δισ. ευρώ έναντι 3,7 δισ. ευρώ που αναμένεται να φτάσει το 2017.

Το θετικό είναι ότι το φετινό πλεόνασμα αντιστοιχεί στο 2,1%- 2,2% του ΑΕΠ, πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχει περιθώριο για κοινωνικό μέρισμα περίπου 800 εκατ. ευρώ.

Η πρόσθετη προσαρμογή που απαιτεί το 2018 θα προέλθει από την αύξηση κατά 1,2 δισ. ευρώ των φορολογικών εσόδων και του περιορισμού των φορολογικών δαπανών κατά συνολικά 600 εκατ. ευρώ και 1,4 δισ. ευρώ από την περικοπή δαπανών κυρίως από το τομέα της κοινωνικής πρόνοιας των συντάξεων.

Η πρόσθετη αυτή εξοικονόμηση θα προέλθει όχι τόσο από νέα μέτρα (παρότι υπάρχουν και νέα φορολογικά μέτρα για τον επόμενο χρόνο), όσο από την ωρίμανση των περιοριστικών μέτρων που είχαν ως αποτέλεσμα το 2016 η Ελλάδα να έχει το πρωτογενές πλεόνασμα μαμούθ του 4,2% του ΑΕΠ έναντι στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα.

Ωστόσο, ούτε και το 2018 δεν θα είναι χρονιά χωρίς νέα μέτρα. Μετά την επιμονή των δανειστών, το οικονομικό επιτελείο υποχρεώθηκε να κλείσει το «κενό» που έβλεπαν οι δανειστές για τον επόμενο χρόνο και να υιοθετήσει νέα μέτρα 530 εκατ. ευρώ ( 0,3% του ΑΕΠ ), τα οποία δεν διακρίνονται τόσο στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής, όσο στο αναθεωρημένο μνημόνιο με την ΕΕ.


Πέραν αυτών, όμως, αναμένονται ακόμη παρεμβάσεις με στόχο να κλείσει (όσο αυτό είναι δυνατό) η τρύπα των περίπου 600 εκατ. ευρώ που ανοίγει η κατώτερη του αναμενομένου απόδοση των φόρου εισοδήματος και ασφαλιστικών εισφορών για τους ελεύθερους επαγγελματίες, οι οποίοι « αμύνονται» στην υπερφορολόγηση δηλώνοντας εισοδήματα μικρότερα από τα πραγματικά διαπράττοντας φοροδιαφυγή.

Πού θα κριθεί

Ωστόσο, τόσο ο προϋπολογισμός του 2017, όσο και του 2018 θα κριθούν από τρεις βασικές παραμέτρους, όπως είναι η φοροδοτική ικανότητα μισθωτών και συνταξιούχων, που δείχνουν να έχουν γονατίσει, πληρώνοντας μόνο το 65% των βεβαιωμένων φόρων.

Βαρόμετρο θα είναι τα έσοδα του Σεπτεμβρίου με τις διπλές πληρωμές φόρου εισοδήματος και ΕΝΦΙΑ, καθώς θα ξεκαθαρίσουν το τοπίο σχετικά με τα επόμενα διπλά ραντεβού με την εφορία που θα είναι τον Νοέμβριο ( πάλι με φόρο εισοδήματος και με ΕΝΦΙΑ ) και τον Δεκέμβριο, με ΕΝΦΙΑ και τέλη κυκλοφορίας.

Το δεύτερο βασικό στοιχείο θα είναι η προώθηση των επενδύσεων, για τις οποίες υπάρχει αναθεώρηση προς τα κάτω σε ό,τι αφορά στην εξέλιξη τους το 2017.

Μετά το «νεκρό» πρώτο εξάμηνο και το πάγωμα μεγάλων επενδύσεων όπως του Ελληνικού, της Ελ Ντοράντο και της αποεπενδύσεις της Νεστλέ στο χώρο του παγωτού, το ΥΠΟΙΚ θέτει ως στόχο μέχρι και το τέλος του χρόνου αύξηση των επενδύσεων κατά 4,6% έναντι αύξησης 6,3% που προέβλεπε νωρίτερα.

Μεταφέρει, πάντως, τις προσδοκίες για αύξηση των επενδύσεων για το 2018 ελπίζοντας σε αύξηση 12,6% έναντι 10,3% που έθετε ως στόχο στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομική Στρατηγικής 2018 -2021.

Το τρίτο θα είναι η ρευστότητα στην αγορά που έχει εκ των προτέρων υπονομευτεί από την απόφαση για πρόωρα stress test στην αρχή του επόμενου χρόνου.

Τα τέστ κοπώσεως των τραπεζών εκτός από την αντοχή τους σε ακραίες συνθήκες θα δοκιμάσουν και την πραγματική οικονομία η οποία θα συνεχίσει να κινείται σε ρυθμούς αρνητικής πιστωτικής επέκτασης και χαμηλής ρευστότητας.

Η πορεία του προγράμματος

Βασικότερο όλων, πάντως, θα είναι η πορεία όχι μόνο της τρίτης αξιολόγησης, αλλά το σύνολο των αξιολογήσεων μέχρι και την χρονική λήξη του προγράμματος τον Σεπτέμβριο του 2018, η οποία εξαρτάται μόνο κατά ένα μέρος από το οικονομικό επιτελείο.

Ως γνωστό πλέον στο προσκήνιο, η Κυβέρνηση υπόσχεται ότι η αξιολόγηση θα ολοκληρωθεί πριν το τέλος του χρόνου, αν και το σκηνικό θυμίζει έντονα τον Οκτώβριο του 2015 και 2016, λίγο πριν την πρώτη και την δεύτερη αξιολόγηση.

Η αρχή του 2018 θα κρίνει και την παραμονή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα . Τον Ιανουάριο (εφόσον έχει ολοκληρωθεί η αξιολόγηση) το ΔΣ του Ταμείου θα επανακαθορίσει την θέση του απέναντι στο ελληνικό πρόγραμμα.

Ανάλογα με τον νέο υπουργό οικονομικών της Γερμανίας και τις πρώτες κινήσεις του, η κυβέρνηση θα έχει εικόνα για την πορεία των πρόσθετων μέτρων που ζητά επιμόνως για την ελάφρυνση του χρέους.

Οι συζητήσεις που θα ακολουθήσουν την ερχόμενη άνοιξη θα κρίνουν την επόμενη μέρα του ελληνικού προγράμματος, αλλά και την εφαρμογή των μέτρων και – κυρίως των αντιμέτρων – που αποτελούν το άλλοθι, το αποκορύφωμα της σκληρής λιτότητας που ήρθε με την υπερφορολόγηση των πάντων το 2016 και το 2017.

Παράλληλα με τις συζητήσεις αυτές, η Ελλάδα θα βρίσκεται σε συνεχή αξιολόγηση αφού θα πρέπει μήνα τον μήνα να αποδεικνύει ότι προχωρά θέματα που αφορούν δημόσιο, συντάξεις, φορολογική συμμόρφωση , κόκκινα δάνεια και το αδύνατο σημείο της, τις αποκρατικοποιήσεις.


Exit mobile version