Περίπου στα 16 δισ. ευρώ ευρώ ανέρχονται οι ανάγκες για τη ρευστότητα των ελληνικών εταιρειών το 2021, σύμφωνα με μελέτη της Εθνικής Τράπεζας. Παράλληλα επισημαίνεται ότι την προηγούμενη χρονιά το κενό ρευστότητας των επιχειρήσεων υπολογίζεται ότι ξεπέρασε τα 34 δισ. ευρώ. Σε επίπεδο κλάδων, το εμπόριο και η βιομηχανία παρουσιάζουν τις μεγαλύτερες ανάγκες κεφαλαίων κίνησης, με 4,4 δισ. ευρώ και 2,5 δισ. ευρώ αντίστοιχα (αντανακλώντας το μέγεθος των κλάδων αυτών). Ωστόσο, αξιοσημείωτο είναι ότι ο κλάδος του τουρισμού παρουσιάζει τις πιο πιεστικές χρηματοδοτικές ανάγκες, καθώς αναμένεται να προσεγγίσουν το 40% των πωλήσεων ξενοδοχείων και εστιατορίων.
Η συνδυασμένη πολιτική παρεμβάσεων από το κράτος και τον τραπεζικό τομέα αναμένεται να περιορίσει το αρχικό κενό χρηματοδότησης κατά 5,8 δισ. ευρώ, ενώ η αξιοποίηση του διαθέσιμου ταμειακού μαξιλαριού των επιχειρήσεων μπορεί να μειώσει περαιτέρω το κενό κατά 3,3 δισ. ευρώ, περιορίζοντας έτσι το κενό χρηματοδότησης στα 6,4 δισ.ευρώ.
Εξαιρώντας τις μακροχρόνια ζημιογόνες επιχειρήσεις, τραπεζική χρηματοδότηση θα απαιτηθεί για την κάλυψη υπολειπόμενου κενού της τάξης των 2,2 δισ.ευρώ, επιβεβαιώνοντας έτσι τη διαχειρισιμότητα των αναγκών για κεφάλαια κίνησης τη φετινή χρονιά.
Εξασφαλίζοντας ότι το σύνολο των υγιών επιχειρήσεων θα έχει πρόσβαση σε επαρκή ρευστότητα το 2021 (όπως συνέβη και το 2020), φαίνεται ότι συνεχίζει να λειτουργεί το αποτελεσματικό «φρένο» στις δευτερογενείς επιδράσεις της υγειονομικής κρίσης στην ελληνική οικονομία (που θα προέκυπταν από τη χρηματοοικονομική ασφυξία ενός σημαντικού ποσοστού επιχειρήσεων).
Σε πιο μεσοπρόθεσμη βάση, όσο απομακρυνόμαστε από την επείγουσα συγκυρία εξασφάλισης της επιβίωσης των υγιών επιχειρήσεων, προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί -και με την αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης- στην ανάκτηση του επιπέδου των επιχειρηματικών επενδύσεων που μειώθηκε εξαιτίας της οικονομικής κρίσης (από 10% την περίοδο πριν το 2008 σε λιγότερο από 6% του ΑΕΠ την τελευταία 10ετία) και των αποθεμάτων που μειώθηκαν εν μέσω της πανδημίας (από το 14% το 2018 σε λιγότερο από 12% των πωλήσεων το 2020).
Η πορεία των πωλήσεων των ελληνικών επιχειρήσεων
Η πορεία των πωλήσεων των ελληνικών επιχειρήσεων το 2021 αποτελεί το πρώτο θεμελιώδες μέρος της προσέγγισης. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, το 2021 αναμένεται να αποτελέσει έτος ανάκαμψης των πωλήσεων (της τάξης του +8%), επιτρέποντας την ανάκτηση άνω του 50% των απωλειών του 2020. Η ανάκαμψη αναμένεται να πραγματοποιηθεί σε δύο στάδια, με το 1ο εξάμηνο του έτους να παρουσιάζει σταθεροποιητικές τάσεις (+0,7%, σε ετήσια βάση) και το 2ο εξάμηνο να ενισχύει τη δυναμική της τροχιάς ανάπτυξης (+14,6%, σε ετήσια βάση).
Μεταξύ των κλάδων, ανοδικά σε σχέση με το 2019 αναμένεται να κινηθούν κατά το 2ο εξάμηνο του έτους οι κλάδοι κατασκευών, εμπορίου αυτοκινήτων και υπηρεσιών ICT (καθώς η πανδημία και τα μέσα αντίδρασης λειτουργούν ενισχυτικά για τη ζήτησή τους). Στον αντίποδα, ο κλάδος του τουρισμού θα εξακολουθήσει να δέχεται ισχυρές πιέσεις, με τις πωλήσεις να παραμένουν σε επίπεδα χαμηλότερα του 2019 το 2ο εξάμηνο (κατά 38% για τα ξενοδοχεία και κατά 15% για την εστίαση). Ωστόσο, η μερική ανάκαμψη έναντι του 2020 (σχεδόν 50% σε ετήσια βάση) εκτιμάται ότι θα επιτρέψει το άνοιγμα της πλειοψηφίας των ξενοδοχείων κατά τη θερινή τουριστική περίοδο -επιτυγχάνοντας πληρότητες της τάξης του 45% (αντίστοιχα με τις επιδόσεις του 60% των ξενοδοχείων που άνοιξαν το καλοκαίρι του 2020).
Οι εκτιμήσεις
Η Εθνική Τράπεζα προσεγγίζει τις χρηματοδοτικές ανάγκες του επιχειρηματικού τομέα για το 2021 βάσει του «Υποδείγματος Ενοποιημένου Ισολογισμού του Επιχειρηματικού Τομέα» . Βάσει δείγματος 30.000 επιχειρήσεων (καλύπτοντας τα ⅔ των πωλήσεων του επιχειρηματικού τομέα), καταρτίζονται ενοποιημένοι ισολογισμοί για κάθε κλάδο, στοχεύοντας στην εκτίμηση των χρηματοδοτικών τους αναγκών. Βάσει των εκτιμήσεών μας, στα τέλη του 2021 το ποσοστό του τομέα που θα εξακολουθήσει να αντιμετωπίζει έντονα προβλήματα ρευστότητας θα παρουσιάσει σημαντική αποκλιμάκωση -από το 88% στο τέλος του 2020 σε 33% στο τέλος του 2021-, επιστρέφοντας σταδιακά στα προ πανδημίας επίπεδα (προσεγγίζοντας δηλαδή το 13% του τομέα που είχε παρατηρηθεί στα τέλη του 2019).