Τη συνεργασία με ξένα πιστωτικά ιδρύματα για την παροχή POS (μηχανημάτων υποδοχής καρτών) με σημαντικά χαμηλές χρεώσεις για τα μέλη του, εξετάζει το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθήνας, καθώς από έρευνα που πραγματοποίησε διαπίστωσε ότι οι χρεώσεις των τραπεζών δημιουργούν προβληματισμούς ιδιαίτερα στη μικρομεσαία επιχείρηση.
Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την έρευνα, οι χρεώσεις των τραπεζών για εξοφλήσεις με πιστωτικές κάρτες κυμαίνονται για τα δύο τρίτα σχεδόν των επιχειρήσεων από 1% έως 2,5%, ενώ με βάση κανονισμό της ΕΕ, που πρέπει να εφαρμόζεται από σήμερα σε όλες τις χώρες – μέλη, δεν πρέπει αυτές να υπερβαίνουν το 0,3%.
Τα αποτελέσματα της έρευνας
Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησε το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθήνας (30/11-7/12) σχετικά με τις χρεώσεις για τη χρήση των POS από τις επιχειρήσεις, το 40% των επιχειρήσεων προμηθεύθηκε τα μηχανάκια POS το 2015, «προφανώς εξαιτίας της ραγδαίας αύξησης της χρήσης των καρτών, λόγω των Capital Controls», όπως αναφέρει σχετική ανακοίνωση του επιμελητηρίου.
Το 88% των επιχειρήσεων έχει προμηθευθεί το POS από τράπεζες και το υπόλοιπο 12% από ιδιωτικές επιχειρήσεις που δεν ανήκουν στον τραπεζικό τομέα.
Όταν ο πελάτης χρησιμοποιεί για την εξόφληση της συναλλαγής του πιστωτική κάρτα, το μεγαλύτερο ποσοστό των επιχειρήσεων χρεώνεται με σημαντική επιβάρυνση για κάθε συναλλαγή, από 1,5% έως ακόμα και ανώτερη του 3% προμήθεια.
Συγκεκριμένα:
Το 25,5% των επιχειρήσεων επιβαρύνεται με προμήθεια 0,5% έως 1% επί κάθε συναλλαγής.
Το 64,7% των επιχειρήσεων επιβαρύνεται με προμήθεια από 1% έως 2,5% επί κάθε συναλλαγής (1,5% το 27,2%, 2,0% το 25,4% και 2,5% το 12,1%).
Το 9,8% των επιχειρήσεων επιβαρύνεται με προμήθεια από 3% και άνω επί κάθε συναλλαγής.
Όταν ο πελάτης χρησιμοποιεί για την εξόφληση της συναλλαγής του χρεωστική κάρτα, τα πράγματα είναι οριακά καλύτερα. Το μεγαλύτερο ποσοστό των επιχειρήσεων χρεώνεται σε κάθε συναλλαγή με προμήθεια από 1,5% έως και άνω του 3%.
Συγκεκριμένα:
Το 34,8% των επιχειρήσεων επιβαρύνεται με προμήθεια 0,5% έως 1% επί κάθε συναλλαγής.
Το 60,7% των επιχειρήσεων επιβαρύνεται με προμήθεια από 1% έως 2,5% επί κάθε συναλλαγής (1,5% το 25,4%, 2,0% το 25,0% και 2,5% το 10,3%).
Το 4,5% των επιχειρήσεων επιβαρύνεται με προμήθεια από 3% και άνω επί κάθε συναλλαγής.
Οι ανωτέρω προμήθειες υπολογίζονται στις συναλλαγές με το ΦΠΑ, καθιστώντας ακόμα πιο δυσβάσταχτη τη χρέωση της επιχείρησης, αφού ο ΦΠΑ θα αποδοθεί ολόκληρος στο Δημόσιο. Για να γίνει κατανοητό, σε μια συναλλαγή που ο ΦΠΑ είναι 23%, αν η τράπεζα χρεώσει προμήθεια 2,5% επί του συνολικού ποσού, η τελική επιβάρυνση της επιχείρησης είναι 3,07%.
Πέραν, όμως, των ανωτέρω δυσβάσταχτων προμηθειών, το 27,7% των επιχειρήσεων χρεώνεται επιπλέον ένα ποσό για κάθε συναλλαγή (πλέον της προμήθειας) και το 21,4% των επιχειρήσεων έχει επιπλέον χρέωση, για να μεταφερθούν τα χρήματα στον τραπεζικό λογαριασμό της επιχείρησης. Επιπλέον, μεγάλο μέρος των επιχειρήσεων χρεώνεται με ετήσια συνδρομή για τη χρήση του POS, επιπλέον όλων των ανωτέρω χρεώσεων. Ενός POS που το 30% των ερωτηθέντων κατέβαλε για την αγορά του 100-500 ευρώ.
Σχετικά με τους λόγους που μια επιχείρηση σήμερα δεν έχει εγκαταστήσει ακόμα POS, για να δέχεται πληρωμές με κάρτες, η συντριπτική πλειοψηφία των απαντήσεων δηλώνει ως λόγο την έλλειψη επιθυμίας εκ μέρους της επιχείρησης να τοποθετήσει POS.
Οι επιχειρήσεις που αιτήθηκαν και έλαβαν αρνητική απάντηση δηλώνουν, το 44,9%, ως αιτία απόρριψης της αιτήσεώς τους τα δυσμενή στοιχεία της επιχείρησης. Το 55,1% όσων έλαβαν αρνητική απάντηση δηλώνουν ότι δεν έλαβαν καμία δικαιολογία για την απόρριψη.
Ο κανονισμός της ΕΕ
Με δεδομένο ότι από τις 9/12/2015 καθίσταται υποχρεωτικός ο Κανονισμός (ΕΕ) 2015/751 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2015 σχετικά με τις διατραπεζικές προμήθειες για πράξεις πληρωμών με κάρτες, που ορίζει ως μέγιστη χρέωση για τις διατραπεζικές συναλλαγές με τις πιστωτικές και τις χρεωστικές κάρτες ποσοστό 0,3% και 0,2%, αντίστοιχα, το επιμελητήριο «θεωρεί απαράδεκτες κάθε είδους χρεώσεις που ξεπερνάνε κατά πολύ τις χρεώσεις αυτές. Ιδίως όταν οι συναλλαγές αυτές δεν εμπεριέχουν κανένα ρίσκο για τις τράπεζες».