Η Ελλάδα έχει αυξήσει σημαντικά τις εξαγωγές μελιού προς τη Γαλλία, τα τελευταία χρόνια, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 25,6% σε όρους αξίας και 37% σε όρους ποσότητας, σύμφωνα με την έρευνα του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της πρεσβεία της Ελλάδος στο Παρίσι.
Πιο συγκεκριμένα, οι πρώτοι δέκα προμηθευτές μελιού της Γαλλίας διαμορφώθηκαν ως εξής:
1. Ισπανία: με μερίδιο 23% επί των συνολικών εισαγωγών μελιού που πραγματοποίησε η Γαλλία το 2018 (σε όρους αξίας), η χώρα κατέχει την 1η θέση μεταξύ των προμηθευτών της Γαλλίας. Οι εξαγωγές της, συνολικής αξία 25,2 εκατ. ευρώ και ποσότητας περίπου 6 χιλ. τόνων εμφάνισαν πτώση κατά 15,4% και 7,8 αντιστοίχως σε σχέση με το 2017.
2. Βέλγιο: πραγματοποίησε εξαγωγές αξίας 19,6 εκατ. ευρώ και ποσότητας 6,3 χιλ. τόνων προς τη Γαλλία το 2018, μειωμένες κατά 5,4% και 17,5% αντιστοίχως. Το μερίδιο των βελγικών εξαγωγών ανήλθε σε 18% σε όρους αξίας και 19,6% σε όρους ποσότητας επί των συνολικών γαλλικών εισαγωγών μελιού.
3. Γερμανία: σε αντίθεση προς τις προηγούμενες χώρες, οι εξαγωγές μελιού της Γερμανίας προς τη Γαλλία αυξήθηκαν το 2018 κατά 17,6% σε όρους αξίας και 18,4% σε όρους ποσότητας και ανήλθαν σε 18,7 εκατ. ευρώ και 4,5 χιλ. τόνους, που αντιστοιχούν σε μερίδιο 17,1% και 14% αντιστοίχως επί των συνολικών εισαγωγών της Γαλλίας.
4. Ουκρανία: με εξαγωγές αξίας 9,1 εκατ. ευρώ και ποσότητας 4,7 χιλ. τόνων, η χώρα κατέγραψε αύξηση των εξαγωγών της κατά 4% σε αξία, παραμένοντας στα ίδια επίπεδα με το 2017 σε όρους ποσότητας. Οι επιδόσεις αυτές αντιστοιχούν σε μερίδιο 8,4% σε αξία και 14,8% σε ποσότητα επί των συνολικών εισαγωγών της Γαλλίας.
5. Ουγγαρία: οι εξαγωγές της κινήθηκαν σε αξία στα ίδια επίπεδα με αυτές της Ουκρανίας (9,1 εκατ. ευρώ), αντιστοιχώντας, ωστόσο, σε ποσότητα σημαντικά χαμηλότερη ύψους 2,4 χιλ. τόνων. Η χώρα κατέγραψε μικρές αυξήσεις τόσο ως προς την αξία των εξαγωγών της (2,3%) όσο και ως προς την ποσότητα (3,4%).
6. Πολωνία: με εξαγωγές μειωμένες κατά 3,5% σε όρους αξίας και 10,9% σε όρους ποσότητας, η χώρα κατέλαβε μερίδιο 4,5% και 6,1% αντιστοίχως επί των συνολικών εισαγωγών της Γαλλίας. Οι εξαγωγές της διαμορφώθηκαν σε 4,9 εκατ. ευρώ σε αξία και σχεδόν 2 χιλ. τόνους σε ποσότητα.
7. Ιταλία: οι εξαγωγές της προς τη Γαλλία ανήλθαν σε 4,5 εκατ. ευρώ και 584 τόνους, έχοντας μειωθεί σημαντικά κατά 23% και 34,7% αντιστοίχως σε σχέση με το 2017, και καταλαμβάνοντας μερίδιο 4,2% και 1,8% αντιστοίχως επί των συνολικών γαλλικών εισαγωγών.
8. Αργεντινή: σημαντική μείωση κατά 28% σε όρους ποσότητας κατέγραψαν οι εξαγωγές της χώρας προς τη Γαλλία το 2018, οι οποίες διαμορφώθηκαν σε 1,6 χιλ. τόνους. Σε όρους αξίας, η μείωση ήταν πιο ήπια της τάξης του 12,3%, με αποτέλεσμα αυτές να ανέλθουν σε 3,5 εκατ. ευρώ.
9. Ρουμανία: σημαντική μείωση κατά 20,8% σε όρους αξίας και 32% σε όρους ποσότητας κατέγραψαν και οι εξαγωγές της Ρουμανίας, οι οποίες ανήλθαν σε 2,5 εκατ. ευρώ και 614 τόνους, καταλαμβάνοντας μερίδιο 2,3% και 1,9% αντιστοίχως επί των συνολικών εισαγωγών της Γαλλίας.
10. Ελλάδα: η χώρα μας κατέλαβε τη 10η θέση μεταξύ των προμηθευτών της Γαλλίας, έχοντας επιτύχει εντυπωσιακή αύξηση των εξαγωγών της προς τη Γαλλία σε σχέση με το 2017 της τάξης του 42% σε όρους αξίας και σχεδόν 50% σε όρους ποσότητας. Οι ελληνικές εξαγωγές ανήλθαν σε 1,9 εκατ. ευρώ και 597 τόνους, καταλαμβάνοντας μερίδια 1,8% και 1,85% αντιστοίχως επί των συνολικών εισαγωγών μελιού της Γαλλίας.
Από τους υπόλοιπους προμηθευτές μελιού της Γαλλίας, αξίζει να σημειωθεί η θεαματική αύξηση των εξαγωγών της Νέας Ζηλανδίας κατά 460% σε όρους αξίας και 950% σε όρους ποσότητας, η οποία κατέλαβε τη 12η θέση μεταξύ των προμηθευτών της Γαλλίας, καθώς και οι σημαντικές αυξήσεις των εξαγωγών της Ουρουγουάης, του Μεξικού και της Ρωσίας (109%, 133% και 177% αντίστοιχα). Αντίθετα, τις σημαντικότερες απώλειες κατέγραψαν οι εξαγωγές της Βουλγαρίας, της Τουρκίας και της Κίνας, οι οποίες μειώθηκαν σε όρους αξίας κατά 43%, 66% και 50% αντιστοίχως.
Συμπερασματικά. αναφέρονται στην έρευνα τα εξής παρακάτω:
Η Γαλλία διαθέτει μεγάλη ποικιλία μελιού, με πάνω από 40 τύπους, και μία σημαντική εγχώρια παραγωγή, η οποία ανήλθε σε περίπου 17.000 τόνους το 2017. Ταυτόχρονα, οι Γάλλοι καταναλωτές βρίσκονται αρκετά υψηλά μεταξύ των μεγαλύτερων καταναλωτών μελιού στην Ευρώπη, καταναλώνοντας περίπου 40.000 τόνους μελιού ετησίως. Ως εκ τούτου, η χώρα εισάγει σημαντικές ποσότητες μελιού, προκειμένου να καλύψει το χάσμα μεταξύ εγχώριας παραγωγής και κατανάλωσης.
Το 2018, η Ελλάδα κατέλαβε τη 10η θέση μεταξύ των προμηθευτών της Γαλλίας, έχοντας επιτύχει εντυπωσιακή αύξηση των εξαγωγών της προς τη Γαλλία σε σχέση με το 2017 της τάξης του 42% σε όρους αξίας και σχεδόν 50% σε όρους ποσότητας. Οι ελληνικές εξαγωγές ανήλθαν σε 1,9 εκατ. ευρώ και 597 τόνους, καταλαμβάνοντας, ωστόσο, μόλις το 1,8% σε όρους αξίας και το 1,85% σε όρους ποσότητας επί των συνολικών εισαγωγών μελιού.
Ο χαμηλός όγκος εξαγωγών της Ελλάδας οφείλεται κυρίως στον έντονο ανταγωνισμό που υφίσταται από τις λοιπές χώρες παραγωγούς μελιού και ιδίως την Ισπανία, το Βέλγιο και τη Γερμανία.
Το ελληνικό μέλι, ωστόσο, είναι ιδιαίτερα υψηλής ποιότητας, χάρη στο ευνοϊκό κλίμα και τη σημαντική βιοποικιλότητα που διαθέτει η χώρα μας. Πρόκειται για ένα παραδοσιακό προϊόν με μεγάλη ιστορία και φήμη, το οποίο όμως ανταποκρίνεται στις σύγχρονες καταναλωτικές απαιτήσεις, και ιδιαίτερα των Γάλλων καταναλωτών, οι οποίοι αναζητούν προϊόντα που όχι μόνο είναι ωφέλιμα για την υγεία και διαθέτουν ανώτερη ποιότητα και γεύση, αλλά και υιοθετούν υπεύθυνες μεθόδους παραγωγής, που σέβονται το περιβάλλον, όπως τα βιολογικά.
Τα δίκτυα προώθησης των πωλήσεων που συγκεντρώνουν σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης εστιάζονται στις αλυσίδες λιανικού εμπορίου, στα καταστήματα βιολογικών προϊόντων καθώς και στα ντελικατέσσεν. Οι τιμές διαφοροποιούνται σε αντιστοιχία με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που προσθέτουν αξία στο προϊόν: (1) βιολογικός χαρακτήρας, (2) Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης (Π.Ο.Π). Τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά δυνητικά αποτελούν την κινητήριο δύναμη για το ελληνικό μέλι, καθώς το ελληνικό “brand- name” είναι διεθνώς γνωστό για την εξαιρετική του ποιότητα και γεύση. Επίσης, τα καταστήματα βιολογικών προϊόντων και ντελικατέσσεν απευθύνονται σε ένα καταναλωτικό κοινό υψηλού μορφωτικού επιπέδου με αυξημένη αγοραστική δύναμη, θετικά διακείμενο σε προϊόντα που θεωρεί υψηλής ποιότητας και κατεξοχήν υγιεινά, χωρίς να συναρτά την επιλογή του αυστηρά προς το ύψος της τιμής.
Κρίσιμα στοιχεία για την επιτυχή διείσδυση στη γαλλική αγορά αποτελούν η ανάδειξη του προϊόντος μέσω της καλαίσθητης συσκευασίας και ετικέτας, η σωστή τοποθέτηση του προϊόντος, καθώς και η στοχευμένη προώθηση και προβολή του προϊόντος.
Εν κατακλείδι, υφίστανται σημαντικά περιθώρια βελτίωσης του μεριδίου των Ελλήνων μελισσοκόμων στη γαλλική αγορά, καθώς η εγχώρια παραγωγή υπολείπεται σημαντικά της κατανάλωσης και η χώρα πραγματοποιεί αξιόλογες εισαγωγές για να καλύψει την εγχώρια ζήτηση.