Εσφαλμένα θεωρεί ότι είναι τα ειδοποιητήρια με τις εισφορές του ΕΦΚΑ για τον Ιανουάριο του 2018 η Ένωση Έμμισθων Δικηγόρων.
1. Υπάρχει το ΚΦΑ που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι 7.943,16 Ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο 85% του καθαρού κέρδους του δικηγόρου κατά το έτος 2016, όπως αυτό εμπεριέχεται στο σχετικό έντυπο Ε3 της φορολογικής δήλωσης.
2. Υπάρχουν οι ΚΑΤΑΒΛΗΘΕΙΣΕΣ (δείτε και αστερίσκο) ασφαλιστικές εισφορές του 2016, δηλαδή το 85% των καταβληθεισών ασφαλιστικών εισφορών όπως αυτές επίσης έχουν δηλωθεί στο Έντυπο Ε3.
Σύμφωνα με τη διάταξη:
“2. Τα ως άνω ποσοστά υπολογίζονται επί του μηνιαίου εισοδήματος, όπως αυτό καθορίζεται με βάση το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα, από την άσκηση δραστηριότητά τους κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος. «Από 1.1.2018 και εντεύθεν, τα ως άνω ποσοστά υπολογίζονται επί του μηνιαίου εισοδήματος, όπως αυτό καθορίζεται με βάση το φορολογητέο αποτέλεσμα από την άσκηση της δραστηριότητάς τους κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος, σύμφωνα με τον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, όπως εκάστοτε ισχύει, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται οι καταβλητέες ασφαλιστικές εισφορές. Ειδικά, για το έτος 2018, η ασφαλιστική εισφορά υπολογίζεται επί του 85% του ως άνω φορολογητέου αποτελέσματος.».
Η αυτή διατύπωση περιέχεται και στο άρθρο 2 παρ.2 της σχετικής Υπουργικής Αποφάσεως (ΦΕΚ Β 4330 30.12.2016) ως αυτό αντικαταστάθηκε με την ΥΑ (ΦΕΚ Β 1942/6.6.2017):
«2. Από 1.1.2018 και για κάθε επόμενο έτος, στη βάση υπολογισμού όπως περιγράφεται στην προαναφερόμενη παράγραφο, συμπεριλαμβάνονται οι καταβλητέες ασφαλιστικές εισφορές.»
Νομίζω οποιοσδήποτε μπορεί να κάνει την απλή διάκριση των λέξεων “καταβλητέες και καταβληθείσες”
Από την ανάρτηση των ειδοποιητηρίων και μετά δεχόμαστε καταιγισμό ερωτημάτων και διαμαρτυριών από ασφαλισμένους, γιατί σε πλείστες όσες περιπτώσεις στις καταβληθείσες εισφορές συμπεριλαμβάνονται εκτός από τις κατά Νόμο καταβλητέες εισφορές και εισφορές από αναγνώριση χρόνου ασφάλισης, ή από καθυστερούμενες ή βεβαιωθείσες ή ακόμη και από δόσεις ρυθμίσεων, με αποτέλεσμα τη μεγάλη και μη νόμιμη επιβάρυνση του ασφαλισμένου, ο οποίος είναι προφανές ότι προσπαθεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις.
Αντίθετα είναι σαφές πως ευνοούνται ασφαλισμένοι που για οποιοδήποτε λόγο δεν έχουν καταβάλει εισφορές το συγκεκριμένο έτος, με αποτέλεσμα να μην υπολογίζονται ορθά οι εισφορές και ο ΕΦΚΑ να ζημιώνεται.
Τέλος γεννάει ερωτηματικά η επιλογή του ΕΦΚΑ και του Υπουργείου να συμπεριλάβει στα ειδοποιητήρια τις ΚΑΤΑΒΛΗΘΕΙΣΕΣ ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΤΟΥ 2016, ενώ κατά Νόμο έπρεπε να συμπεριλάβει τις ΚΑΤΑΒΛΗΤΕΕΣ ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΤΟΥ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ δηλαδή του 2017, τις οποίες και γνωρίζει πλέον ο ΕΦΚΑ, αφού κατέχει τα στοιχεία των φορολογικών δηλώσεων έτους 2016 και έτσι γνωρίζει για έναν προς έναν εκ των ασφαλισμένων τι εισφορές έπρεπε να καταβάλει το έτος 2017. Τούτο αποκτάει μεγαλύτερη βαρύτητα, καθόσον οι εισφορές του 2017 είναι εντελώς διαφορετικές απ’ αυτές του 2016, αφού υπολογίζονται με το Ν.4387/2016 .
Είναι προφανές ότι ο Νομοθέτης όταν επέβαλε το συνυπολογισμό των ασφαλιστικών εισφορών στη Βάση Υπολογισμού, ήθελε η Βάση αυτήν να περιλαμβάνει μεικτές αποδοχές του αυτοαπασχολούμενου (δηλαδή να μην έχουν αφαιρεθεί από το εισόδημα οι αναλογούσες σ’ αυτό εισφορές) και όχι φυσικά να συμπεριλάβει στη Βάση Υπολογισμού παν ό,τι κατέβαλε ως ασφαλιστική εισφορά ο ασφαλισμένος (πχ. για αναγνώριση χρόνου, καθυστερούμενες, ρυθμισμένες, προσαυξήσεις, βεβαιωμένες κλπ.). Ούτε φυσικά ήθελε ο Νομοθέτης να αντιμετωπίσει με δυσμενέστερο τρόπο αυτόν που καταβάλει εισφορές κάθε είδους από εκείνον που δεν καταβάλει εισφορά.