To προσχέδιο προϋπολογισμού 2020 είναι συμβατό με την επίτευξη του δημοσιονομικού στόχου για το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος εκτιμά το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή (ΓΠΚΒ) στα συμπεράσματά του για το προσχέδιο, που δόθηκαν σήμερα στη δημοσιότητα. Ωστόσο, όπως αναφέρει το Γραφείο Προϋπολογισμού, υπάρχουν αβεβαιότητες που σχετίζονται με τα περιθώρια εξοικονομήσεων των λειτουργικών δαπανών, την αποτελεσματικότητα των κινήτρων για ηλεκτρονικές συναλλαγές και το ύψος του ρυθμού μεγέθυνσης “.
Η ορθή του εκτέλεση εξαρτάται από οικονομικές συμπεριφορές και συνθήκες που βρίσκονται σε μεγάλο βαθμό έξω από τον άμεσο έλεγχο των δημοσιονομικών αρχών. Συνεπώς, συνιστούμε επαγρύπνηση προκειμένου να διορθωθούν πιθανές αποκλίσεις” σημειώνει το Γραφείο Προϋπολογισμού.
Αναλυτικότερα το Γραφείο Προϋπολογισμού αναφέρει μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
“Το προσχέδιο προϋπολογισμού 2020 είναι το πρώτο της νέας κυβέρνησης και αποτυπώνει τις προθέσεις δημοσιονομικής πολιτικής που θα ακολουθήσει για το επόμενο έτος. Μεθοδολογικά, ακολουθεί σε γενικές γραμμές τη δομή παρουσίασης του περσινού προσχεδίου καθώς εμφανίζει τα δημοσιονομικά μεγέθη απευθείας σε δεδουλευμένη βάση και σε δύο σενάρια, το σενάριο βάσης και το σενάριο μετά παρεμβάσεων
Οι παρεμβάσεις του δεύτερου σεναρίου είναι δύο ειδών: Οι επεκτατικές παρεμβάσεις ύψους 1,2 δισ. ευρώ και οι περιοριστικές παρεμβάσεις ύψους 1,9 δισ. ευρώ. Εφόσον πραγματοποιηθούν οι προβλέψεις για το 2019, η καθαρή προβλεπόμενη επίπτωση των δύο παραπάνω παρεμβάσεων είναι θετική και επιτυγχάνει τον στόχο του 2020.
Οι επεκτατικές παρεμβάσεις αφορούν κυρίως στη μείωση της φορολογίας νομικών προσώπων (635 εκατ. ευρώ), φυσικών προσώπων (281 εκατ. ευρώ) και ασφαλιστικών εισφορών (123 εκατ. ευρώ) ενώ οι περιοριστικές παρεμβάσεις προέρχονται από πηγές με διαφορετικούς βαθμούς βεβαιότητας. Ειδικότερα, η φορολογία ακίνητης περιουσίας (202 εκατ. ευρώ) παρουσιάζει υψηλή βεβαιότητα ενώ η μείωση της οροφής δαπανών (500 εκατ. ευρώ), η επισκόπηση δαπανών (80 εκατ. ευρώ), εσόδων (134 εκατ. ευρώ), η βελτίωση αποτελεσματικότητας των φορέων γενικής κυβέρνησης (123 εκατ. ευρώ) και η προώθηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών (642 εκατ. ευρώ) έχουν λιγότερο εξασφαλισμένη απόδοση. Αναλυτικότερα, η μείωση της οροφής λειτουργικών δαπανών φαίνεται κυρίως στην κατηγορία των αγορών αγαθών και υπηρεσιών του κρατικού προϋπολογισμού που εμφανίζεται μειωμένη κατά 400 εκατ. ευρώ σε σχέση με το 2019. Σύμφωνα με το κείμενο του προσχεδίου έχει οριστεί ειδικό αποθεματικό στην κατηγορία των δαπανών υπό κατανομή που θα καλύψει τυχόν αποκλίσεις στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών. Ωστόσο, αφού αποτελεί μέρος του τακτικού αποθεματικού, δεν αντισταθμίζεται ο δημοσιονομικός κίνδυνος. Πλέον του παραπάνω μέτρου – που εμφανώς προϋποθέτει εξοικονομήσεις από την πλευρά των υπουργείων – παρουσιάζονται επιπλέον εξοικονομήσεις συνολικού ύψους 337 εκατ. ευρώ από την επισκόπηση δαπανών και εσόδων και τη βελτίωση αποτελεσματικότητας των φορέων γενικής κυβέρνησης.
Η άλλη σημαντική περιοριστική παρέμβαση είναι η επιβολή ενιαίου ποσοστού 30% για το εισόδημα που καταναλώνεται με ηλεκτρονικές πληρωμές. Πρόκειται για μια απλοποίηση και αυστηροποίηση του υπάρχοντος πλαισίου που ενισχύει σημαντικά τα κίνητρα ηλεκτρονικών συναλλαγών και αποσκοπεί στη βελτίωση της φορολογικής συμμόρφωσης. Η αποτελεσματικότητά του, δηλαδή η αύξηση των εσόδων είτε από τη φορολογία εισοδήματος είτε κατανάλωσης, εξαρτάται αφενός από τη συμπεριφορά των φορολογούμενων (ειδικά εκείνων που κάλυπταν μικρότερο ποσοστό του εισοδήματος με ηλεκτρονικές πληρωμές) και αφετέρου από την αυστηρότητα εφαρμογής του (όπως η αυτόματη συμπλήρωση του ποσού των ηλεκτρονικών πληρωμών χωρίς δυνατότητα τροποποίησης από τον χρήστη).
Σημειώνεται ακόμα ότι στο σενάριο μετά παρεμβάσεων προβλέπεται θετική επίπτωση στο ΑΕΠ (959 εκατ. ευρώ σε ονομαστικούς όρους) που με τη σειρά του οδηγεί σε αύξηση των εσόδων – ιδιαίτερα μέσω της ιδιωτικής κατανάλωσης. Σε πραγματικούς όρους, ο ρυθμός μεγέθυνσης του 2020 προβλέπεται διπλάσιος από εκείνον της Ευρωζώνης (2,8% έναντι 1,4%) και αρκετά υψηλότερος από τις αντίστοιχες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΔΝΤ (2,2%). Η αύξηση αυτή οφείλεται, σύμφωνα με το προσχέδιο, στη θετική επίδραση των επεκτατικών παρεμβάσεων. Η υπόθεση αυτή είναι επί της αρχής ορθή, τουλάχιστον όσον αφορά τη ζήτηση. Ωστόσο, το εύρος της ενδέχεται να περιοριστεί εξαιτίας των αντισταθμιστικών παρεμβάσεων. Πρόσθετες πηγές κινδύνου για το ρυθμό μεγέθυνσης προέρχονται από την επιβράδυνση της διεθνούς οικονομίας και από την κλιμάκωση της γεωπολιτικής έντασης”.
Πηγή: ΑΠΕ- ΜΠΕ