Εκτιμήσεις αναλυτών για την πορεία της ελληνικής οικονομίας το 2018

Τις
εκτιμήσεις τους για την πορεία και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, τις
εξελίξεις γύρω από τα ελληνικά ομόλογα, αλλά κυρίως για την εποχή που ξεκινά
μετά το καλοκαίρι του 2018 διατυπώνουν οι οικονομικοί αναλυτές τραπεζών κ.κ.
Ηλίας Λεκκός, Παναγιώτης Καπόπουλος, Τάσος Αναστασάτος και ο οικονομολόγος,
καθηγητής Κώστας Μελάς. Ο επικεφαλής Οικονομικής Ανάλυσης &
Επενδυτικής Στρατηγικής Τράπεζα Πειραιώς Ηλίας Λεκκός, αναφέρει ότι τα
μακροοικονομικά στοιχεία και η πορεία των αγορών στο κλείσιμο του 2017 και στις
αρχές του 2018 μόνο θετικά μηνύματα μεταφέρουν αναφορικά με την πορεία της
ελληνικής οικονομίας, η οποία αναμένεται να αναπτυχθεί με ρυθμό 2% το τρέχον
έτος.


Όπως εκτιμά, μεταξύ άλλων, ο
κ. Λεκκός, πιο σημαντικό από το 2% είναι το γεγονός ότι σε αντίθεση με τα
προηγούμενα χρόνια, η ανάπτυξη του 2017 και κυρίως του 2018 εδράζεται, όχι μόνο
στον τουρισμό, αλλά και στη μεταποίηση, στο εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών και
στις εξαγωγές. «Οι θετικές αυτές οικονομικές επιδόσεις είναι ιδιαίτερα
ενθαρρυντικές, καθώς σύμφωνα με την άποψή μου η πορεία της οικονομίας το 2018
θα αποτελέσει καθοριστικό παράγοντα για την πορεία της ανάπτυξης σε
μεσοπρόθεσμο ορίζοντα και σίγουρα για τα έτη έως το 2020», αναφέρει.


Παράλληλα, με την αναπτυξιακή
προσπάθεια ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στην αποφυγή κινδύνων, οι
οποίοι θα μπορούσαν δυνητικά να εκτρέψουν την ελληνική οικονομία από την
αναπτυξιακή τροχιά, σημειώνει ο κ. Λεκκός. «Οι δύο βασικοί κίνδυνοι στους οποίους
αναφέρομαι είναι η μετάβαση και διαχείριση της μετα -μνημονιακής εποχής, καθώς
και οι συζητήσεις αναφορικά με τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους. Και τα δύο
αυτά ζητήματα παρά το γεγονός ότι παρουσιάζουν πολύπλοκες τεχνικές πλευρές,
έχουν αποκτήσει έντονο πολιτικό χρώμα και χαρακτήρα, γεγονός που δημιουργεί
κίνδυνο εγκλωβισμού τους σε πολιτικούς συσχετισμούς και συμβιβασμούς, σε εθνικό
και ευρωπαϊκό επίπεδο, γεγονός που ενδέχεται να εντείνει αντί να εξομαλύνει τη
μεταβλητότητα στο ελληνικό οικονομικό σκηνικό», προσθέτει.


Ο Παναγιώτης Καπόπουλος,
διευθυντής της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank, επισημαίνει ότι
η περαιτέρω βελτίωση του οικονομικού κλίματος και η ενίσχυση της οικονομικής
δραστηριότητος, το πρώτο εξάμηνο του 2018, σε συνδυασμό με την περαιτέρω
βελτίωση της κατατάξεως του ελληνικού αξιόχρεου από τους διεθνείς οίκους
αξιολογήσεως- η οποία, ωστόσο, εξακολουθεί να παραμένει σε χαμηλό επίπεδο παρά
την πρόσφατη αναβάθμιση από την S&P- αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για την
περαιτέρω αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ομολόγων, έτσι ώστε η προσφυγή στις
αγορές να μην οδηγήσει εκ νέου σε αύξηση του κόστους δανεισμού του ελληνικού
Δημοσίου.


Ο κ. Καπόπουλος εκτιμά,
μεταξύ άλλων, ότι επιτάχυνση της ανακάμψεως της ελληνικής οικονομίας και η
επάνοδος στις αγορές, προϋποθέτουν την πλήρη εφαρμογή των ιδιωτικοποιήσεων και
μεταρρυθμίσεων που συμφωνήθηκαν στο πλαίσιο του τρίτου προγράμματος, καθώς και
τον σχεδιασμό εξόδου από το πρόγραμμα, υπό το φώς της πρόσφατης εμπειρίας
χωρών, όπως η Κύπρος και η Πορτογαλία, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την ιδιαιτερότητα
της Ελλάδος ως προς το ύψος του δημοσίου χρέους.


Επισημαίνει ότι απαιτείται,
συνεπώς, η δημιουργία ενός αποθέματος ρευστών διαθεσίμων για την κάλυψη των
χρηματοδοτικών αναγκών την επόμενη διετία που θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη των
αγορών. Παράλληλα, η εξειδίκευση των μέτρων ελαφρύνσεως του χρέους στην
κατεύθυνση της δηλώσεως του Eurogroup του Μαΐου του 2016, που επιβεβαιώθηκε τον
Ιούνιο του 2017, θα βελτιώσει τις επενδυτικές προσδοκίες διασφαλίζοντας την ομαλή
επιστροφή στις αγορές, καθώς οι εκθέσεις βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους θα
μπορούν να καταρτισθούν με ρεαλιστικές υποθέσεις και παραμέτρους, ενισχύοντας
την εμπιστοσύνη του διεθνούς επενδυτικού κοινού, αναφέρει μεταξύ άλλων ο
κ.Καπόπουλος


Ο οικονομικός αναλυτής της
Eurobank Τάσος Αναστασάτος, επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι για το 2018, η
επίσημη πρόβλεψη είναι πιο αισιόδοξη, για ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ 2,5%, με ένα
στοιχείο αμφιβολίας, ωστόσο, να εντοπίζεται στο γεγονός ότι βασίζεται στην
υπόθεση διψήφιας ανόδου των επενδύσεων.


Ως εκ τούτου, εκτιμά ο Τάσος
Αναστασάτος, το κλειδί για την επιτυχή πορεία εξόδου από την κρίση δεν είναι η
τυπολογία του μεταμνημονιακού καθεστώτος αλλά το περιεχόμενο των οικονομικών
πολιτικών. Είναι σημαντικό, σύμφωνα με τον οικονομικό αναλυτή της Eurobank, να
ανακτηθούν βαθμοί ελευθερίας στην άσκηση της πολιτικής αλλά με παράλληλη
διασφάλιση της δημοσιονομικής σταθερότητας.


Ακόμα πιο σημαντικό όμως
είναι να επιδειχθεί «ιδιοκτησία» στην προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Μία εμπροσθοβαρής εφαρμογή ενός ελληνικού σχεδίου μεταρρυθμίσεων στις αγορές
προϊόντων και τη δημόσια διοίκηση, παρεμβάσεις για την επιτάχυνση της απονομής
της δικαιοσύνης, προώθηση εμβληματικών ιδιωτικοποιήσεων και ένα πιο φιλικό στην
ανάπτυξη δημοσιονομικό μείγμα με μειώσεις επιλεγμένων φόρων, θα έπειθε πολίτες
και αγορές ότι η Ελλάδα δεν χρειάζεται εξωτερικές δεσμεύσεις για να παραμείνει
σε πορεία αναπτυξιακής σύγκλισης με την ΕΕ. Αυτό θα λειτουργούσε ευεργετικά,
τόσο στο κόστος δανεισμού, όσο και -σημαντικότερο- στην προσέλκυση άμεσων ξένων
επενδύσεων, αναφέρει ο κ. Αναστασάτος.


Ο οικονομολόγος, καθηγητής
Κώστας Μελάς, αναφέρει ότι οι προβλέψεις διεθνών και εγχώριων φορέων συγκλίνουν
στην πρόβλεψη για το ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ από 2% και άνω, με ανώτατο όριο
το 2,6%.


Η διαφοροποίηση των ανωτέρω
σεναρίων, προσθέτει, δεν μπορεί παρά να σχετίζεται με διαφορετική αξιολόγηση
των κινδύνων στους οποίους εκτίθεται η ελληνική οικονομικά, όπως και των
παραγόντων εκείνων που η επίδρασή τους κρίνεται ως θετική.


Υπάρχουν εξωτερικοί κίνδυνοι,
συνεχίζει, που μπορούν να προέλθουν από την αβεβαιότητα για την έκβαση της
διαδικασίας αποχώρησης της Μ. Βρετανίας από την ΕΕ, καθώς και η ενίσχυση των
πολιτικών προστατευτισμού στις ΗΠΑ.


Επίσης, σημειώνει, σοβαρός
κίνδυνος μπορεί να προέλθει από την μεταβλητότητα του παγκόσμιου
χρηματοπιστωτικού τομέα ,από την αναμενόμενη σκλήρυνση της νομισματικής
πολιτικής (FED), αλλά και από τις πολιτικές εξελίξεις σε διάφορες χώρες της ΕΕ.


Ακολουθούν
αναλυτικά οι θέσεις και εκτιμήσεις τους στο ΑΠΕ-ΜΠΕ:


Ηλίας
Λεκκός- επικεφαλής Οικονομικής Ανάλυσης & Επενδυτικής Στρατηγικής Τράπεζας
Πειραιώς


«Τα μακροοικονομικά στοιχεία
και η πορεία των αγορών στο κλείσιμο του 2017 και στις αρχές του 2018 μόνο
θετικά μηνύματα μεταφέρουν αναφορικά με την πορεία της ελληνικής οικονομίας, η
οποία αναμένεται να αναπτυχθεί με ρυθμό 2% το τρέχον έτος. Όπως επανειλημμένα
έχω αναφέρει ακόμα πιο σημαντικό από το 2% είναι το γεγονός ότι σε αντίθεση με
τα προηγούμενα χρόνια, η ανάπτυξη του 2017 και κυρίως του 2018 εδράζεται όχι
μόνο στον τουρισμό αλλά και στη μεταποίηση, στο εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών
και στις εξαγωγές.


Οι θετικές αυτές οικονομικές
επιδόσεις είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικές καθώς σύμφωνα με την άποψή μου η πορεία
της οικονομίας το 2018 θα αποτελέσει καθοριστικό παράγοντα για την πορεία της
ανάπτυξης σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα και σίγουρα για τα έτη έως το 2020.


Ο λόγος για τον οποίο αποδίδω
αυτή την κομβική σημασία στις εξελίξεις του 2018 είναι το ότι – παρά το γεγονός
ότι επιθυμούμε να το παραβλέπουμε- για το 2019 αλλά και το 2020 έχουν ήδη
θεσμοθετηθεί μια σειρά έντονων υφεσιακών μέτρων όπως ο περιορισμός της
συνταξιοδοτικής δαπάνης και η μείωση του αφορολόγητου. Δεδομένου ότι τα μέτρα
αυτά θα έρθουν να προστεθούν σε μια ήδη εξαιρετικά επιβαρυμένη φορολογική βάση,
ελλοχεύει ο κίνδυνος της επιστροφής της ελληνικής οικονομίας σε μηδενικούς εάν
όχι αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης.


Ο μοναδικός – κατά την άποψη
μου- τρόπος να αποφευχθεί αυτό το ενδεχόμενο πισωγύρισμα είναι κατά τη διάρκεια
του 2018 η ελληνική οικονομία να αναπτύξει μια σημαντική αναπτυξιακή δυναμική η
οποία θα της επιτρέψει – μέσω της αύξησης της απασχόλησης, των εισοδημάτωνκαι
της βελτίωσης του επιχειρηματικού κλίματος- να αντισταθμίσει την αρνητική
επίδραση της επερχόμενης περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής.


Συνεπώς, που μπορεί να
βασισθεί η ανάπτυξη και τι θα πρέπει να προσέξουμε κατά τη διάρκεια του 2018;
Σε πρώτη φάση η ανάπτυξη θα πρέπει να στηριχθεί στα δυνατά χαρτιά της ελληνικής
οικονομίας όπως ο τουρισμός, η αγροτική παραγωγή και η μεταποίηση των προϊόντων
της από την ελληνική βιομηχανία τροφίμων, η φαρμακοβιομηχανία αλλά και ο κλάδος
διύλισηςπετρελαιοειδών. Βασική επιδίωξη σε όλους αυτούς του κλάδους θα πρέπει
να είναι όχι μόνο η αύξηση της παραγωγής αλλά και η βελτίωση της ποιότητας έτσι
ώστε τα ελληνικά προϊόντα και υπηρεσίες να βελτιώσουν την εικόνα τους και να
μπορέσουν να ενσωματώσουν ένα σημαντικό premium ποιότητας γεγονός που θα
οδηγήσει σε αύξηση του περιθωρίου κέρδους αλλά και της προστιθέμενης αξίας της
ελληνικής παραγωγής. Δεύτερος, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό άξονας ανάπτυξης
μπορεί να δημιουργηθεί γύρω από τις παραχωρήσεις και ιδιωτικοποιήσεις υποδομών
του ελληνικού δημοσίου.


Οι δράσεις αυτές δεν πρέπει
να αντιμετωπισθούν μόνο ως μέθοδος αύξησης των εσόδων του δημοσίου αλλά και ως
αφορμή για αναθέρμανση ολόκληρων κλάδων της ελληνικής οικονομίας όπως η
ναυπηγοεπισκευή, οι μεταφορές και τα logistics, οι οποίοι για χρόνια είχαν
περιέλθει σε φθορά και απαξίωση.


Παράλληλα με την αναπτυξιακή
προσπάθεια ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στην αποφυγή κινδύνων οι οποίοι
θα μπορούσαν δυνητικά να εκτρέψουν την ελληνική οικονομία από την αναπτυξιακή
τροχιά. Οι δύο βασικοί κίνδυνοι στους οποίους αναφέρομαι είναι η μετάβαση και
διαχείριση της μετα -μνημονιακής εποχής καθώς και οι συζητήσεις αναφορικά με τη
διευθέτησης του ελληνικού χρέους. Και τα δύο αυτά ζητήματα παρά το γεγονός ότι
παρουσιάζουν πολύπλοκες τεχνικές πλευρές, έχουν αποκτήσει έντονο πολιτικό χρώμα
και χαρακτήρα γεγονός που δημιουργεί κίνδυνο εγκλωβισμού τους σε πολιτικούς συσχετισμούς
και συμβιβασμούς, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, γεγονός που ενδέχεται να
εντείνει αντί να εξομαλύνει τη μεταβλητότητα στο ελληνικό οικονομικό σκηνικό».


Παναγιώτης
Καπόπουλος – Διευθυντής της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank


«Η ταχεία ολοκλήρωση της
τρίτης αξιολογήσεως συνιστά ένα ακόμη βήμα για τον περαιτέρω περιορισμό της
αβεβαιότητος και την εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία
και, σε συνδυασμό με την ευνοϊκή διεθνή οικονομική συγκυρία και την επιτυχή
ανταλλαγή των ομολόγων που είχαν εκδοθεί το 2012 με νέα, οδήγησε σε σημαντική
υποχώρηση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων.


Η υποχώρηση των αποδόσεων των
κρατικών ομολόγων διευκολύνει την προσπάθεια σταδιακής επιστροφής στις αγορές
για άντληση ρευστότητος. Ενδεικτική προς αυτή την κατεύθυνση, είναι η πρόσφατη
έκδοση από την Alpha Bank καλυμμένης ομολογίας ύψους 500 εκατ.ευρώ, πενταετούς
διάρκειας και αποδόσεως 2,75%.


Η έκδοση αυτή ολοκληρώθηκε με
εντυπωσιακή επιτυχία, καθώς υπερκαλύφθηκε σχεδόν πέντε φορές, ενώ σε ποσοστό
93% καλύφθηκε από διεθνείς θεσμικούς επενδυτές, διαφοροποιώντας περαιτέρω τη
χρηματοδοτική βάση της Τραπέζης και περιορίζοντας σημαντικά την εξάρτησή της
από τον Έκτακτο Μηχανισμό Ρευστότητος της Τραπέζης της Ελλάδος.


Η περαιτέρω βελτίωση του οικονομικού
κλίματος και η ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητος, το πρώτο εξάμηνο του
2018, σε συνδυασμό με την περαιτέρω βελτίωση της κατατάξεως του ελληνικού
αξιόχρεου από τους διεθνείς οίκους αξιολογήσεως- η οποία, ωστόσο, εξακολουθεί
να παραμένει σε χαμηλό επίπεδο παρά την πρόσφατη αναβάθμιση από την S&P-
αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για την περαιτέρω αποκλιμάκωση των αποδόσεων των
ομολόγων, έτσι ώστε η προσφυγή στις αγορές να μην οδηγήσει εκ νέου σε αύξηση
του κόστους δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου.


Η επιτάχυνση της ανακάμψεως
της ελληνικής οικονομίας και η επάνοδος στις αγορές, προϋποθέτουν την πλήρη
εφαρμογή των ιδιωτικοποιήσεων και μεταρρυθμίσεων που συμφωνήθηκαν στο πλαίσιο
του τρίτου προγράμματος, καθώς και τον σχεδιασμό εξόδου από το πρόγραμμα, υπό
το φώς της πρόσφατης εμπειρίας χωρών όπως η Κύπρος και η Πορτογαλία,
λαμβάνοντας υπ’ όψιν την ιδιαιτερότητα της Ελλάδος ως προς το ύψος του δημοσίου
χρέους.


Απαιτείται, συνεπώς, η
δημιουργία ενός αποθέματος ρευστών διαθεσίμων για την κάλυψη των χρηματοδοτικών
αναγκών την επόμενη διετία που θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη των αγορών.
Παράλληλα, η εξειδίκευση των μέτρων ελαφρύνσεως του χρέους στην κατεύθυνση της
δηλώσεως του Eurogroup του Μαΐου του 2016, που επιβεβαιώθηκε τον Ιούνιο του
2017, θα βελτιώσει τις επενδυτικές προσδοκίες διασφαλίζοντας την ομαλή
επιστροφή στις αγορές, καθώς οι εκθέσεις βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους θα
μπορούν να καταρτισθούν με ρεαλιστικές υποθέσεις και παραμέτρους, ενισχύοντας
την εμπιστοσύνη του διεθνούς επενδυτικού κοινού.


Έπειτα από τρία χρόνια
στασιμότητος, η ελληνική οικονομία ανέκαμψε ουσιαστικά το 2017 και αναμένεται
να ενισχυθεί περαιτέρω το 2018, επιτυγχάνοντας ρυθμό αναπτύξεως άνω του 2%. Η
διατήρησή του, ωστόσο, σε μακροχρόνιο ορίζοντα προϋποθέτει την ενίσχυση εκείνης
της συνιστώσας του ΑΕΠ που έχει το ισχυρότερο πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα,
δηλαδή της επενδυτικής δαπάνης. Η τελευταία παραμένει ασθενική, παρά το γεγονός
ότι όλοι οι δείκτες επιχειρηματικών προσδοκιών έχουν ανακάμψει σημαντικά.


Η ελάφρυνση, όμως, του
δημοσίου χρέους με την ολοκλήρωση του προγράμματος, θα επιτρέψει την
αναπροσαρμογή και εκλογίκευση των τεθέντων στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα,
σε συμφωνία με τους εταίρους, ώστε να διευκολυνθεί η παραμονή της χώρας σε
σταθερή αναπτυξιακή τροχιά και να επαναπροσδιορισθεί το μίγμα δημοσιονομικής
πολιτικής, το οποίο σήμερα στηρίζεται κυρίως στη φορολόγηση και τον περιορισμό
του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων. Τούτο, σε συνδυασμό με το πρόγραμμα
ιδιωτικοποιήσεων και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, δύναται να διαμορφώσει
τις συνθήκες για τη σταδιακή μετάβαση του παραγωγικού υποδείγματος της χώρας
από αυτό που στηρίζεται στην κατανάλωση σε εκείνο που βασίζεται στην επενδυτική
δαπάνη και τον εξαγωγικό προσανατολισμό».


Τάσος
Αναστασάτος- Οικονομικός αναλυτής Eurobank


«Η ανταλλαγή (swap) των 20
ομολόγων του PSI,ονομαστικής αξίας 29,7 δισ.ευρώ, την οποία πραγματοποίησε ο
ΟΔΔΗΧ, με 5 νέα ομόλογα λήξεων από 5-25 έτη, αντιμετώπισε το ζήτημα της χαμηλής
εμπορευσιμότητας αυτών των τίτλων. Αυτό, σε συνδυασμό με το ευνοϊκό διεθνές
περιβάλλον (επεκτατική νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, ταχεία ανάπτυξη της
Ευρωζώνης) και τη μείωση της αβεβαιότητας από την ολοκλήρωση της 2ηςκαι της 3ης
αξιολόγησης, οδήγησε σε ένα ράλυ στις τιμές των ελληνικών ομολόγων.


Ωστόσο, οι αποδόσεις των
ελληνικών δεκαετών ομολόγων εξακολουθούν να είναι περίπου διπλάσιες αυτών της
Ιταλίας και της Πορτογαλίας και σχεδόν τριπλάσιες αυτών της Ισπανίας. Παρότι η
Ελλάδα έχει περιορισμένες ανάγκες αναχρηματοδότησης του χρέους της τα επόμενα
έτη, ο μεγάλος όγκος του δημόσιου χρέους καθιστά σημαντική την διαφορά του
κόστους δανεισμού από τις αγορές με το αντίστοιχο από τον επίσημο δανεισμό.


Η υστέρηση συμβαίνει παρά τη
μεγάλη πρόοδο που έχει σημειωθεί στα μακροοικονομικά θεμελιώδη (εξάλειψη των
διδύμων ελλειμμάτων – δημοσιονομικού και εξωτερικού, ανάκτηση
ανταγωνιστικότητας κόστους εργασίας). Αυτό αντανακλά την αβεβαιότητα των
επενδυτών για την πορεία της ελληνικής οικονομίας μετά την ολοκλήρωση του 3ου
Προγράμματος Προσαρμογής.


Υπάρχουν ερωτηματικά για το
κατά πόσον η χώρα θα παραμείνει σε τροχιά δημοσιονομικής σταθερότητας και
φιλοαναπτυξιακών μεταρρυθμίσεων ή, αντιθέτως, θα επιχειρήσει να αντιστρέψει
μεταρρυθμίσεις οι οποίες έχουν εφαρμοστεί στα πλαίσια των τριών προγραμμάτων,
για το εύρος των πιθανών περαιτέρω παρεμβάσεων για τη βελτίωση της βιωσιμότητας
του ελληνικού δημόσιου χρέους, για το είδος των αιρεσιμοτήτων που θα
περιλαμβάνονται στο πιθανό μεταμνημονιακό πλαίσιο εποπτείας κτλ.


Οι αμφιβολίες αυτές
συγκεφαλαιώνονται στο ερώτημα του κατά πόσον η ελληνική οικονομία θα καταφέρει
να επιτύχει δυναμικούς και διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης. Μέχρις στιγμής,
παρότι η ανάπτυξη γύρισε σε θετικό έδαφος το 2017, υπολείφθηκε σημαντικά των
στόχων που είχαν τεθεί από το Πρόγραμμα. Ακόμα σημαντικότερο, κι αυτή ακόμα η
ασθενής ανάκαμψη βασίστηκε σε αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης το πρώτο μισό
του έτους με καύσιμο την ανάλωση αποταμιεύσεων, ενώ τα διαθέσιμα εισοδήματα
παρέμεναν περίπου στάσιμα. Αντιθέτως, οι επενδύσεις παγίων δεν έχουν μία σταθερά
αυξητική πορεία και η αύξηση των εξαγωγών αντισταθμίζεται από την αύξηση των
εισαγωγών. Ως αποτέλεσμα, η ελληνική οικονομία δεν κινείται αρκούντως γρήγορα
προς την κατεύθυνση της αλλαγής παραγωγικού προτύπου με ατμομηχανές την
εξωστρέφεια και την καινοτομία. Για το 2018, η επίσημη πρόβλεψη είναι πιο
αισιόδοξη, για ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ 2,5%, με ένα στοιχείο αμφιβολίας ωστόσο
να εντοπίζεται στο γεγονός ότι βασίζεται στην υπόθεση διψήφιας ανόδου των
επενδύσεων.


Ως εκ τούτου, το κλειδί για
την επιτυχή πορεία εξόδου από την κρίση δεν είναι η τυπολογία του
μεταμνημονιακού καθεστώτος αλλά το περιεχόμενο των οικονομικών πολιτικών. Είναι
σημαντικό να ανακτηθούν βαθμοί ελευθερίας στην άσκηση της πολιτικής αλλά με
παράλληλη διασφάλιση της δημοσιονομικής σταθερότητας. Ακόμα πιο σημαντικό όμως
είναι να επιδειχθεί «ιδιοκτησία» στην προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.


Μία εμπροσθοβαρής εφαρμογή
ενός ελληνικού σχεδίου μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντων και τη δημόσια
διοίκηση, παρεμβάσεις για την επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης, προώθηση
εμβληματικών ιδιωτικοποιήσεων και ένα πιο φιλικό στην ανάπτυξη δημοσιονομικό
μείγμα με μειώσεις επιλεγμένων φόρων, θα έπειθε πολίτες και αγορές ότι η Ελλάδα
δεν χρειάζεται εξωτερικές δεσμεύσεις για να παραμείνει σε πορεία αναπτυξιακής
σύγκλισης με την ΕΕ. Αυτό θα λειτουργούσε ευεργετικά, τόσο στο κόστος
δανεισμού, όσο και -σημαντικότερο- στην προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων».


Κώστας
Μελάς, καθηγητής: Κρίσιμο έτος το 2018


«Οι προβλέψεις διεθνών και
εγχώριων φορέων συγκλίνουν στην πρόβλεψη για το ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ από 2%
και άνω, με ανώτατο όριο το 2,6%.


Η διαφοροποίηση των ανωτέρω
σεναρίων δεν μπορεί παρά να σχετίζεται με διαφορετική αξιολόγηση των κινδύνων
στους οποίους εκτίθεται η ελληνική οικονομικά, όπως και των παραγόντων εκείνων
που η επίδρασή τους κρίνεται ως θετική.


Υπάρχουν εξωτερικοί κίνδυνοι
που μπορούν να προέλθουν από την αβεβαιότητα για την έκβαση της διαδικασίας
αποχώρησης της Μ. Βρετανίας από την ΕΕ, καθώς και η ενίσχυση των πολιτικών
προστατευτισμού στις ΗΠΑ. Επίσης σοβαρός κίνδυνος μπορεί να προέλθει από την
μεταβλητότητα του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού τομέα ,από την αναμενόμενη
σκλήρυνση της νομισματικής πολιτικής (FED), αλλά και από τις πολιτικές
εξελίξεις σε διάφορες χώρες της ΕΕ.


Στους εγχώριους παράγοντες τα
κυριότερα ζητήματα είναι:


– Η πρόβλεψη αυτή, στηρίζεται
(εκτός των άλλων) σε περαιτέρω μεγέθυνση των επενδύσεων. Χωρίς ανάκαμψη των
επενδύσεων, η οικονομία θα βρεθεί και πάλι σε οδυνηρή στασιμότητα. Σύμφωνα με
τον Προϋπολογισμό του 2018 η μεταβολή των επενδύσεων σε σχέση με το 2017
αναμένεται στο 11,4%. Μεγαλύτερη ώθηση στις επενδύσεις το 2018 αναμένεται από
τις ιδιωτικοποιήσεις και τις παραχωρήσεις που ολοκληρώθηκαν τα προηγούμενα
χρόνια, για τις οποίες η διαδικασία αδειοδότησης των σχετικών επενδυτικών
σχεδίων βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο ή ολοκληρώνεται


– η διευθέτηση του ζητήματος
των μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζικών ιδρυμάτων και γενικότερα η
κατάσταση των τεσσάρων συστημικών ελληνικών τραπεζών. Παρότι , από τα
επερχόμενα stress tests, υπάρχει μικρή πιθανότητα να χρειαστεί νέα
ανακεφαλαιοποίηση, και την μικρή αύξηση των καταθέσεων η πιστοδοτική
δραστηριότητά τους παραμένει υποτονική . Η χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα,
χωρίς να συνυπολογίζονται οι διαγραφές δανείων, συνέχισε να συρρικνώνεται το
δεύτερο εξάμηνο του 2017, αλλά με μειούμενη ένταση. Το ίδιο προβλέπεται και για
το 2018.


– Το ζήτημα της διευθέτησης
του χρέους της Ελλάδος, αποτελεί ένα κρίσιμο στοίχημα για την ελληνική
οικονομία. Το ελάχιστο ζητούμενο εδώ, από τη μεριά της Ελληνικής κυβέρνησης,
ώστε να υπάρξει μια κανονικότητα είναι αφενός να εφαρμοστούν τα ήδη
αποφασισμένα μεσοπρόθεσμα μέτρα και να ληφθούν ορισμένα ακόμα , όπως, το πώς θα
χρησιμοποιηθούν τα περίπου 25 δις ευρώ που θα περισσέψουν από το πρόγραμμα των
86 δις ευρώ. Το χειρότερο σενάριο είναι αυτό να επιστραφούν στον ESM και
επομένως να μην υπάρχουν πόροι για πιθανή χρησιμοποίησή τους :


– για συμμετοχή στη
δημιουργία του αποθέματος ύψους 15 δις ευρώ που θα χρησιμεύσει ως κάλυψη των
υποχρεώσεων της χώρας , τουλάχιστον για τα πρώτα έτη μετά τη λήξη του
προγράμματος ,


– σε περίπτωση ανάγκης
ανακεφαλαιοποίησης του τραπεζικού συστήματος,


– ή την αποπληρωμή των
δανείων του ΔΝΤ.


Τα θέματα του χρέους έχουν
πάρει μια περίεργη κατεύθυνση από τη στιγμή που ο ESM αναθεώρησε τις εκτιμήσεις
του σχετικά με τη μείωση που θα επιφέρουν στο λόγο Δημόσιο Χρέος προς ΑΕΠ , τα
βραχυπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους.


Οι τελευταίες εκτιμήσεις
θεωρούν ότι ο λόγος ΔΧ/ΑΕΠ θα μειωθεί κατά περίπου 25 ποσοστιαίες μονάδες έως
το 2060 και τον λόγο Ακαθάριστων Αναγκών Χρηματοδότησης προς το ΑΕΠ κατά
περίπου έξι ποσοστιαίες μονάδες. Η προηγούμενη εκτίμηση του Μηχανισμού ήταν για
μείωση του χρέους ως ποσοστού επί του ΑΕΠ κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες.


Πάντως ένα είναι βέβαιον, το
ελληνικό χρέος για τους ευρωπαίους κρίνεται «βιώσιμο» έως το 2022 δηλαδή για τα
επόμενα 5 χρόνια σε αντίθεση με τις απόψεις του ΔΝΤ αλλά και της ΕΚΤ. Αυτό
σημαίνει ότι την προσεχή πενταετία , λίγα ουσιαστικά πράγματα θα επιτρέψουν οι
Ευρωπαίοι να συμβούν , πάντοτε εντός του πλαισίου – λογικής που έχουν οι ίδιοι
χαράξει. Εκτός της επίτευξης των πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 3,5% του ΑΕΠ, οι
ιδιωτικοποιήσεις φαίνεται ότι θα αποτελέσουν τα κριτήρια πίεσης για περαιτέρω
πιθανές διευκολύνσεις στο ελληνικό δημόσιο χρέος.


Παρά την ανάκαμψη, δεν μπορεί
να υποτιμάται το γεγονός πως ο ρυθμός μεγέθυνσης για το περασμένο έτος ήταν
μόνο στο μισό από τον στόχο που είχε τεθεί μέσω του προϋπολογισμού και του
προγράμματος. Παράλληλα, η ελληνική οικονομία κινείται βραδύτερα από σχεδόν όλες
τις άλλες ευρωπαϊκές, τόσο τις ισχυρές όσο και της περιφέρειας. Σε σύγκριση με
τον μέσο όρο των ευρωπαϊκών οικονομιών, η απόκλιση θα αυξάνεται αντί να
μειώνεται, αν συνεχιστούν αυτές οι επιδόσεις ( ο χαμηλότερος ρυθμός ανάπτυξης
στην ΕΕ-28 το τρίτο τρίμηνο του 2017 καταγράφηκε στην Ελλάδα (1,1%).


Συνολικά, ακόμη και μια
μεγέθυνση λίγο άνω του 2% στην τρέχουσα χρονιά θα υπολείπεται του επιπέδου που
θα σηματοδοτούσε τη σημαντική άμβλυνση των κινδύνων για την ελληνική οικονομία.
Παράλληλα δεν θα συνέβαλε ουσιαστικά στη βελτίωση της θέσης των νοικοκυριών και
επιχειρήσεων που σήμερα κινούνται οριακά».

Exit mobile version