Η ΕΚΤ αναμένεται να προχωρήσει σήμερα σε νέα μεγάλη αύξηση των επιτοκίων ύστερα από αυτή του Ιουλίου προκειμένου να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό.
Η επιλογή θα είναι μεταξύ μιας αύξησης 50 μονάδων βάσης (μισής ποσοστιαίας μονάδας) και 75 μ.β. (τριών τετάρτων της ποσοστιαίας μονάδας), με τις προσδοκίες να συγκλίνουν προς τη μεγαλύτερη αύξηση, χωρίς όμως αυτή να είναι βέβαιη. Μία αύξηση κατά 75 μ.β. θα ήταν η μεγαλύτερη που έχει γίνει ποτέ στο επιτόκιο αναφοράς της ΕΚΤ.
Ωστόσο περισσότερες αυξήσεις επιτοκίων αναμένονται να γίνουν τους επόμενους μήνες, καθώς οι πιέσεις στις τιμές ξεπερνούν σταθερά ακόμη και τις πιο απαισιόδοξες προβλέψεις.
Μετά τις δηλώσεις συντηρητικών μελών του Δ.Σ. της ΕΚΤ υπέρ μίας πιο αυστηρής νομισματικής πολιτικής, οι αγορές βλέπουν τώρα πάνω από 80% πιθανότητα για μία αύξηση 75 μονάδων βάσης. Την ίδια εκτίμηση κάνει και μία μικρή πλειοψηφία των οικονομολόγων που ρωτήθηκαν από το Reuters.
«Με τα ‘γεράκια’ να συνεχίζουν να έχουν το πάνω χέρι, πιστεύουμε ότι η ΕΚΤ θα ανακοινώσει αύξηση 75 μ.β. », δήλωσε ο οικονομολόγος της BNP Paribas, Paul Hollingsworth, προσθέτοντας: «Αναμένουμε τώρα έναν πιο εμπροσθοβαρή κύκλο σύσφιξης που θα οδηγήσει τελικά το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων στο 2% μέχρι το τέλος του πρώτου τριμήνου (του 2023)».
Η απόφαση
Η απόφαση ενέχει ένα δίλημμα πολιτικής. Οι επικαιροποιήσεις των προβλέψεων της ΕΚΤ είναι βέβαιο ότι θα δείξουν σημαντικά υψηλότερο πληθωρισμό αλλά και σημαντικά ασθενέστερη οικονομική ανάπτυξη.
Οι υψηλές τιμές της ενέργειας θα μειώσουν την αγοραστική δύναμη και είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα βυθίσουν την Ευρωζώνη σε ύφεση που θα μπορούσε να επιδεινωθεί από μια επιθετική πολιτική της ΕΚΤ, καθώς μάλιστα το κόστος δανεισμού αυξάνεται για τις κυβερνήσεις την ώρα που αυτές προσπαθούν να στηρίξουν αυτούς που επηρεάζονται περισσότερο.
Μια μεγάλη αύξηση μετά από μια δεκαετία εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων έρχεται επίσης σε αντίθεση με την καθοδήγηση της ΕΚΤ για σταδιακή προσαρμογή των επιτοκίων και αρκετά μέλη του Δ.Σ. της – όπως ο Φάμπιο Πανέτα της Εκτελεστικής Επιτροπής και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας – έχουν επιχειρηματολογήσει υπέρ μιας μικρότερης αύξησης.
Οι κεντρικές τράπεζες είναι επίσης ανίσχυρες έναντι του πληθωρισμού που προκαλείται από διαταραχές από την πλευρά της προσφοράς και οι αυξήσεις των επιτοκίων τώρα θα επηρεάσουν την οικονομία μετά από χρόνια, όταν ο πληθωρισμός θα υποχωρεί από μόνος του.
Ωστόσο, μία άτολμη κίνηση τώρα θα μπορούσε να ενισχύσει τις μακροπρόθεσμες προσδοκίες για τον πληθωρισμό από τα ήδη υψηλά επίπεδα που βρίσκονται, αποδυναμώνοντας την αξιοπιστία της ΕΚΤ.
Ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη υπερβαίνει το 9%, ενώ ο δομικός ανήλθε στο 4,3%, υπερδιπλάσιος του στόχου της ΕΚΤ, γεγονός που υποδηλώνει ότι όλο και περισσότερο οι πιέσεις από τις αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας διαχέονται ευρύτερα στην οικονομία.
Μια μικρότερη αύξηση των επιτοκίων θα αποδυνάμωνε επίσης περαιτέρω το ευρώ, καθώς η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ αυξάνει σαφώς πιο γρήγορα τα επιτόκια, γεγονός που με τη σειρά του θα τροφοδοτούσε περαιτέρω τον πληθωρισμό και θα αύξανε ακόμα περισσότερο το κόστος για τα ενεργειακά προϊόντα που τιμολογούνται στο αμερικανικό νόμισμα.
Το ευρώ κινείται στο επίπεδο απόλυτης ισοτιμίας με το δολάριο, κοντά στο χαμηλό επίπεδο 20ετίας που σημείωσε πρόσφατα.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο σχεδόν μισή ντουζίνα μελών του Δ.Σ. της ΕΚΤ έχουν ζητήσει δημόσια να είναι στο τραπέζι η αύξηση των 75 μ.β.
Η επερχόμενη ύφεση συνηγορεί επίσης υπέρ των εμπροσθοβαρών αυξήσεων των επιτοκίων, καθώς όταν επικρατήσει η ύφεση θα είναι δύσκολο να υποστηριχθεί επικοινωνιακά μία επιθετική πολιτική.
Ορισμένα μέλη του Δ.Σ. μπορεί ακόμη και να καλωσορίσουν μια ρηχή ύφεση που – με την αγορά εργασίας της Ευρωζώνης να είναι όλο και πιο σφιχτή – θα μπορούσε να προσφέρει ανακούφιση στις επιχειρήσεις που δυσκολεύονται τώρα να βρουν εργαζόμενους.