ΕΚΤ: Δεν είναι δυνατή η σύγκλιση της Ελλάδας στην Ευρωζώνη χωρίς βελτίωση των θεσμών της

H εμπειρία της Ελλάδας δείχνει
ότι η μακροοικονομική σταθεροποίηση μπορεί να μην είναι αρκετή για να
επιτευχθεί πραγματική σύγκλισή της στην Ευρωζώνη σε βιώσιμη βάση, αν δεν
υποστηριχθεί από ένα επαρκές επίπεδο ποιότητας των θεσμών, αναφέρει μελέτη στελεχών
της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), με τίτλο: «πραγματική σύγκλιση στην Ευρωζώνη:
μία μακροπρόθεσμη ματιά».


Η κρίση, που άρχισε το 2010,
επανέφερε το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας στο επίπεδο που βρισκόταν δύο δεκαετίες
πριν, καταδεικνύοντας σε ποιο βαθμό ήταν βαθειά ριζωμένες και μακροχρόνιες οι οικονομικές
αδυναμίες τηε, τονίζει η μελέτη.


Η Ελλάδα σημείωσε επιτυχία
στη σύγκλιση τη δεκαετία του 1960, αλλά η τάση αυτή ανακόπηκε στο δεύτερο μισό της
δεκαετίας του 1970. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας στις αρχές της δεκαετίας του
1970 ήταν κοντά στον μέσο όρο των τότε 15 χωρών της ΕΕ και συγκρίσιμο με αυτό της
Ιταλίας, σημειώνουν οι συγγραφείς, με αναφορά σε μία άλλη μελέτη των Graham και Nicolaidis (1997). Ο μέσος ρυθμός
ανάπτυξης της χώρας ήταν 7,7% από το 1960 έως το 1973 έναντι 4,7% για την ΕΕ
των «15». Η διαδικασία αυτή ανακόπηκε για το υπόλοιπο της δεκαετίας του 1970
και στη συνέχεια αντιστράφηκε.


Στη δεκαετία του 1980 και
κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού της δεκαετίας του 1990, η εκτίναξη του
δημοσιονομικού ελλείμματος, που προκλήθηκε από τις μαζικές προσλήψεις στον
δημόσιο τομέα, οδήγησε στην εκτόπιση των ιδιωτικών επενδύσεων. Ο πληθωρισμός
και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αυξήθηκαν δραματικά, ενώ η ανταγωνιστικότητα
υπέστη πλήγμα. Ως συνέπεια, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ υποχώρησε από το περίπου 90%
στο 70% του μέσου όρου της ΕΕ των 15. Η διαδικασία αυτή της απόκλισης σταμάτησε
στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’90, αντανακλώντας τις πιο υγιείς μακροοικονομικές
πολιτικές εν όψει της υιοθέτησης του ευρώ από τη χώρα, αναφέρει η μελέτη.


Η μελέτη αναφέρει ότι
γενικότερα το συνολικό επίπεδο της ποιότητας των θεσμών συσχετίζεται έντονα με
την αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ευρωζώνη και η ίδια μορφή σχέσης ισχύει
και για την ευελιξία και την αντοχή των αγορών εργασίας και προϊόντων.






Exit mobile version