Πνίγουν την οικονομία με λιτότητα πενταετίας, με στόχο πρόσθετα έσοδα από φόρους και εισφορές ύψους 7,85 δισ. ευρώ διατηρώντας προβλέψεις για πρωτογενή πλεονάσματα 4% του ΑΕΠ, με προοπτική όσοι αντέξουν να μοιραστούν μέρισμα ύψους 3,5 δισ., που έχει βαφτιστεί εκ των προτέρων ως «αντίμετρο».
συνήθη υποζύγια στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής
2018-2021, πίσω από τη διαμάχη που υπήρξε στη Βουλή για το αν και κατά πόσο τα
αντίμετρα μπορούν να είναι το ισοδύναμο των μέτρων ύψους 5,7 δισ. ευρώ την
περίοδο 2017-2021, που προβλέπει το νομοσχέδιο, το οποίο ψηφίστηκε το βράδυ της
Πέμπτης.
Σύμφωνα με τον Ελεύθερο Τύπο, ο πραγματικός «λογαριασμός» του νέου Μεσοπρόθεσμου, όπως
αναλύεται στους πίνακες του σχεδίου, προβλέπει ότι οι άμεσοι φόροι από τα
18,434 δισ. ευρώ το 2017 θα αυξηθούν κατά 3,2 δισ. ευρώ μέχρι και το 2021,
φτάνοντας τα 22,3 δισ. ευρώ. Αντίστοιχα, οι έμμεσοι φόροι -το Μεσοπρόθεσμο
ενσωματώνει και τον ΕΝΦΙΑ- θα αυξηθούν το ίδιο διάστημα κατά 2,6 δισ. ευρώ,
φτάνοντας στα 32,6 δισ. ευρώ το 2021.
Οι ασφαλιστικές εισφορές, παρά τις συνεχείς αυξήσεις, θα
αυξηθούν μόνο κατά 2,039 δισ. ευρώ φτάνοντας το 2021 τα 21,9 δισ. ευρώ από
19,85 δισ. ευρώ που αναμένεται να φτάσουν στο τέλος του 2017. Μάλιστα, στο
τέλος της πενταετίας το πρόγραμμα αποκαλύπτει ότι θα έχει υπερ-είσπραξη εσόδων
3,5 δισ. ευρώ, τα οποία αναφέρει ως μη κατανεμημένα μέτρα.
Το επιπλέον αυτό ποσό, που φτάνει τον προϋπολογισμό των
αντιμέτρων στα 7,5 δισ. ευρώ, είναι απλώς αχρείαστη είσπραξη επιπλέον εσόδων
για να επιτευχθούν πρωτογενή πλεονάσματα 4% για το 2018, 4,1% του ΑΕΠ το 2019,
4,2% το 2020 και 4,3% το 2021, όπως προβλέπει το Μεσοπρόθεσμο.
Η δε διανομή του τελεί υπό διπλή, αν όχι τριπλή αίρεση. Θα
πρέπει η Ελλάδα να πετύχει τους υψηλούς στόχους που έχει θέσει, αυτοί να
πιστοποιηθούν από τους δανειστές και στη συνέχεια να συμφωνηθεί ποιοι φόροι θα
μειωθούν. Το πρόγραμμα σπεύδει να δεσμευτεί ότι τα 3,5 δισ. θα διατεθούν
για φορολογικές ελαφρύνσεις από το έτος 2020, αφού για καθαρά πολιτικούς λόγους
το ποσό αυτό προστέθηκε στα περίφημα αντίμετρα, φτάνοντας τον «προϋπολογισμό»
του στα 7,5 δισ. ευρώ.
Χωρίς αυτό το ποσό δεν θα μπορούσε να στηριχθεί ο ισχυρισμός
ότι ένα ευρώ μέτρα ίσον ένα ευρώ αντίμετρα. Τούτο διότι τα πλήρως κατανεμημένα
μέτρα φτάνουν το 2021 τα 4,92 δισ. ευρώ, ενώ τα αντίμετρα, που περιγράφονται
και χρονικά και ποσοτικά, δεν ξεπερνούν τα 4,2 δισ. ευρώ. Ακόμη όμως και τα αντίμετρα
που περιγράφονται στο πολυνομοσχέδιο έχουν τα δικά τους ειδικά χαρακτηριστικά.
Η αύξηση των κοινωνικών δαπανών για το 2019 αναπληρώνει εισόδημα σε άλλες
κατηγορίες φορολογουμένων από αυτούς που θα επιβαρυνθούν από την περικοπή των
συντάξεων και του αφορολόγητου ορίου.
Τα δε φορολογικά αντίμετρα είναι σχεδόν όλα διορθώσεις, έστω
και υπό την αίρεση της εφαρμογής τους, λάθος μέτρων που ψηφίστηκαν ένα χρόνο
πριν, τον Μάιο του 2016, με τον αμέσως προηγούμενο φορολογικό νόμο.
Το αντίμετρο της αλλαγής του ύψους του εισοδήματος αλλά και
του τρόπου υπολογισμού της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης είναι ένα από τα μέτρα
σε αντικατάσταση της μεγάλης επιβάρυνσης που έφερε η κλιμακωτή με υψηλούς
συντελεστές επιβολή του τέλους με το νόμο του 2016.
Ο ΕΝΦΙΑ
Σύμφωνα με τον Ελεύθερο Τύπο, η μείωση του συντελεστή για τις επιχειρήσεις από το 29% στο
26% είναι στην ουσία η αντιστροφή ενός από τα μέτρα που ελήφθη ένα χρόνο πριν
για να κλείσει τότε η πρώτη αξιολόγηση. Η μείωση του ΕΝΦΙΑ για τα ποσά
μέχρι και 700 ευρώ είναι το άλλοθι για τη διατήρηση των εισπράξεων του φόρου
στα 2,65 δισ. ευρώ μέχρι και το 2021, παρά τις επιμέρους αλλαγές που μπορεί να
αποφασιστούν μέχρι τότε.
Η δε μείωση του πρώτου φορολογικού συντελεστή στα φυσικά
πρόσωπα από το 22% στο 20% αναπληρώνει κατά λιγότερο από 30% τη μείωση από την
περικοπή του αφορολογήτου, αφού χωρίς αυτό η μείωση εισοδήματος φτάνει τα 650
ευρώ και με την εφαρμογή του η απώλεια περιορίζεται στα 450 ευρώ.
Πλήγμα στην ανάπτυξη τα υψηλά πλεονάσματα
Σε κάθε περίπτωση, η εμμονή για την επίτευξη πρωτογενών
πλεονασμάτων πάνω από τους στόχους του προγράμματος αποτελεί καίριο χτύπημα
στην ανάκαμψη της οικονομίας με τις προβλέψεις οικονομικής μεγέθυνσης να
συνεχίζουν να αναθεωρούνται προς τα κάτω και τα επόμενα τρίμηνα.
Για το 2018 το Μεσοπρόθεσμο αναθεωρεί προς τα κάτω κατά
περίπου 1% του ΑΕΠ την πρόβλεψη του 2016 και προβλέπει ανάπτυξη 1,8% του ΑΕΠ
έναντι προηγούμενης πρόβλεψης για ανάπτυξη 2,7% του ΑΕΠ.
Η πρόβλεψη αυτή ενσωματώνει και το πρώτο αρνητικό τρίμηνο
της οικονομίας, αλλά όχι και το δεύτερο, το οποίο χάνεται σύντομα, με την
αξιολόγηση να αναμένεται να κλείσει στο τέλος Μαΐου και τη δόση των 7 δισ. να
αναμένεται στις αρχές του Ιουνίου.
Τα επόμενα χρόνια ο μεγάλος κίνδυνος θα είναι η αχρείαστα
υπερβολική λιτότητα που ενσωματώνει το ΜΠΔΣ 2018-2021. Ακόμη και αν όλα εκτός
Ελλάδας κυλήσουν ομαλά, το ΑΕΠ, που απαρτίζεται κατά 70% από το εισόδημα από
την ιδιωτική κατανάλωση, θα πληγεί από τα διαδοχικά πακέτα περιοριστικών μέτρων
που έρχονται από την έμμεση αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών για τους
ελεύθερους επαγγελματίες από το 2018, τις μειώσεις στα ειδικά μισθολόγια, τις
φοροαπαλλαγές και, τέλος, από τη μεγάλη περικοπή συντάξεων και αφορολογήτου.