Το αργότερο μέσα στο πρώτο πεντάμηνο του 2017 θα πρέπει να
έχει ολοκληρωθεί το κυβερνητικό σχέδιο για ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα
ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, ενίσχυση του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας και
χρηματοδότησης της οικονομίας, δήλωσε ο αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης, Γιάννης
Δραγασάκης, μιλώντας σε εκδήλωση του ερευνητικού Οργανισμού διαΝΕΟσις.
«Δεν είναι απλώς επιθυμητό, είναι αναγκαίο. Μόνο έτσι θα
υπάρξει ο χρόνος να γίνουν αρκετές δοκιμαστικές πράξεις δανεισμού, ώστε να μη
συμβεί ότι και το 2014, όταν η έκδοση ενός ομολόγου αποδείχτηκε επιτυχής, αλλά
η αμέσως επόμενη κατέληξε σε φιάσκο, επηρεάζοντας αρνητικά όλες τις μετέπειτα
εξελίξεις», τόνισε ο αντιπρόεδρος.
Ο κ. Δραγασάκης είπε ότι το κυβερνητικό σχέδιο είναι εφικτό,
ενώ σημείωσε ότι προτεραιότητα της κυβέρνησης στο θέμα του χρέους είναι η
διασφάλισή του έναντι μελλοντικών κινδύνων, είτε από αύξηση των επιτοκίων είτε
από εξωγενή σοκ.
Η ομιλία του Γιάννη Δραγασάκη
Κυρίες, κύριοι,
Ευχαριστώ το διαΝΕΟσις
και τον κ. Δασκαλόπουλο για την πρόσκλησή τους να συμμετάσχω στη σημερινή
συζήτηση.
- Γιατί χρειαζόμαστε ένα νέο
παραγωγικό υπόδειγμα
Θα ήθελα εισαγωγικά να
πω ότι θεωρώ τη συζήτηση για το νέο παραγωγικό υπόδειγμα σημαντική.
Πρώτον,
διότι αποτελεί μια σαφή αναγνώριση ότι η κρίση που ζούμε δεν ήταν μόνο
δημοσιονομική. Ο πυρήνας της κρίσης ήταν το παραγωγικό υπόδειγμα, συνυφασμένο
με το σύστημα εξουσίας και το μοντέλο διακυβέρνησης που διαμορφώθηκε στην
ύστερη φάση της μεταπολίτευσης.
Εκείνο
δηλαδή που οδήγησε στην κρίση δεν ήταν οι δήθεν παροχές στα λαϊκά στρώματα, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι
απολογητές του χρεοκοπημένου υποδείγματος. Εκείνο που ευθύνεται για την κρίση
ήταν ένα υπόδειγμα ρηχής και άναρχης ανάπτυξης. Ένας τρόπος διανομής του
πλούτου και αξιοποίησης των διαθεσίμων πόρων άνισος και σπάταλος. Ένα κλειστό
σύστημα, ένα καρτέλ δικομματικής εξουσίας που είχε υπό τον αποκλειστικό έλεγχό
του το κράτος, τους ευρωπαϊκούς πόρους, τις τράπεζες, τα ΜΜΕ και άλλους
μηχανισμούς της πολιτικής, της επικοινωνιακής και της οικονομικής εξουσίας.
Ήταν
ένα πολυδαίδαλο σύστημα που εξασφάλιζε εύκολο και προκλητικό πλουτισμό για τις
κυρίαρχες τάξεις και επιλεκτικά για ανώτερα μεσαία στρώματα, χωρίς να
δημιουργείται ταυτόχρονα μια σύγχρονη παραγωγική βάση και μια βιώσιμη και
διεθνώς ανταγωνιστική οικονομία. Είναι το ίδιο σύστημα το οποίο και σήμερα
προσπαθεί να ανασυσκευάσει κάποια από τα υπολείμματα του παλιού δικομματισμού
σε μια νέα πολιτική συσκευασία που στο όνομα των μεταρρυθμίσεων προβάλλει ως «νέο» την
αναστήλωση και παλινόρθωση του παλιού.
Δεύτερον,
ένας επιπλέον λόγος που καθιστά επίκαιρη και σημαντική τη συζήτηση για το νέο
παραγωγικό υπόδειγμα είναι ότι η επιστροφή στο παλιό υπόδειγμα είναι ανέφικτη
διότι τα παλαιά κοινωνικά συμβόλαια έχουν καταρρεύσει και οι παλαιές
συναινέσεις έχουν διαλυθεί. Η έξοδος από την κρίση μπορεί επομένως να νοηθεί
και να γίνει εφικτή μόνο στη βάση ενός νέου παραγωγικού, αξιακού και κοινωνικού
υποδείγματος βιώσιμης και δίκαιης ανάπτυξης.
Βεβαίως,
το κάθε υπόδειγμα εκφράζει μια ορισμένη θέαση της κοινωνίας από τη σκοπιά
συγκεκριμένων κοινωνικών στρωμάτων, τάξεων και συμφερόντων. Συνεπώς, αναφέρομαι
εδώ, στο υπόδειγμα αυτό, όχι ως ένα κλειστό σχέδιο ή ως μια συνταγή αλλά ως ένα
χώρο αναγνώρισης της ανάγκης του, ένα χώρο ιδεών και εκδοχών τόσο επί του
περιεχομένου του όσο και επί των δρόμων μετάβασης σ’ αυτό και ακριβώς γι’ αυτό
έχουν αξία συζητήσεις μεταξύ εκφραστών και διαφορετικών απόψεων.
Άλλωστε
η παγκόσμια ιστορία πιστοποιεί ότι τα παραγωγικά και τα κοινωνικά υποδείγματα,
ιδιαίτερα αυτά που χαρακτηρίζονται από διάρκεια και ισχυρή κοινωνική αποδοχή
δεν επιβάλλονται από κάποια κυβέρνηση ή από κάποια «φωτισμένη» ελίτ με τη
λογική μιας «από τα πάνω προς τα κάτω» προσέγγισης. Είναι, αντίθετα, αποτέλεσμα
κοινωνικού διαλόγου κοινωνικών συγκρούσεων, ευρύτατων κοινωνικών και πολιτικών
συμμαχιών, καθώς και μακροχρόνιων διεργασιών στο πεδίο των ιδεών, της κοινωνίας
και των κινημάτων της, στο πεδίο της πολιτικής και των θεσμών. Είναι, επομένως,
και από την άποψη αυτή, η διαμόρφωση του νέου υποδείγματος αποτέλεσμα συγκρούσεων
αλλά και συγκλίσεων και συναινέσεων, όπως και ρήξεων αλλά και συμβιβασμών.
- Που βρισκόμαστε – Τρεις
αλληλεξαρτώμενες διαδικασίες
Έπειτα από
αυτές τις εισαγωγικές σκέψεις έρχομαι στο ερώτημα το οποίο μας φέρνει στην πιο
άμεση επικαιρότητα. Πού βρισκόμαστε, λοιπόν, και πώς διαγράφονται οι εξελίξεις
της αμέσως επόμενης φάσης;
Τρεις
διαδικασίες καθορίζουν, σε αποφασιστικό βαθμό, τις εξελίξεις της περιόδου:
- Η πρώτη αφορά στις
παγκόσμιες και τις ευρωπαϊκές εξελίξεις, οι οποίες στην παρούσα φάση αποτελούν
πηγή αυξημένης αβεβαιότητας. Επιβάλλουν, συνεπώς, το έγκαιρο κλείσιμο, όσο
εξαρτάται από μας, ανοιχτών θεμάτων, τη θωράκιση της χώρας και της κοινωνίας
έναντι απρόβλεπτων εξελίξεων αλλά και την ανάληψη πρωτοβουλιών, που, όπως η
πρωτοβουλία για την Ευρωμεσογειακή διάσκεψη, η επίσκεψη του προέδρου Ομπάμα
κ.ά., αναδεικνύουν το διεθνή ρόλο και ενισχύουν τη διεθνή θέση της χώρας. - Η δεύτερη
διαδικασία αφορά στις εξελίξεις στο πεδίο της πραγματικής οικονομίας, οι
οποίες επιβεβαιώνουν τη μετάβαση της οικονομίας από τη χρόνια ύφεση σε μια φάση
σταθεροποίησης και ανάκαμψης, τόσο της παραγωγής όσο και της απασχόλησης,
τάσεις που αναμένεται να ενισχυθούν τα επόμενα χρόνια. Αξιοσημείωτο είναι ότι
σ’ ένα περιβάλλον αυξημένης διεθνούς αβεβαιότητας, τα επιτόκια των ελληνικών τίτλων
δείχνουν τάσεις αποκλιμάκωσης, εξέλιξη η οποία δεν θα συνέβαινε, αν δεν είχαν
διαμορφωθεί προσδοκίες για θετικές εξελίξεις. - Η τρίτη
διαδικασία αφορά στη διαπραγμάτευση για την ολοκλήρωση της δεύτερης
αξιολόγησης. Γνωρίζουμε από το παρελθόν ότι οι αξιολογήσεις αυτές γίνονται
συχνά περίπλοκες και μακρόσυρτες διαδικασίες, πολλές φορές και εξαιτίας
διαφορών μεταξύ των δανειστών. Έχοντας κατά νου αυτό το γεγονός, η κυβέρνηση
προσήλθε στις διαπραγματεύσεις με καλή προετοιμασία και αποφασιστικότητα.
Παρόλο, λοιπόν, που ούτε αυτή η αξιολόγηση είναι απαλλαγμένη από αβεβαιότητες
για τις οποίες δεν ευθύνεται η ελληνική πλευρά, διαφαίνεται ένα παράθυρο
ευκαιρίας να γίνουν πολλά και σημαντικά βήματα σε σύντομο χρόνο ικανά να μας
οδηγήσουν σε μια αλληλουχία θετικών εξελίξεων, σ’ ένα «ξέφωτο».
- Ο «οδικός χάρτης» της επόμενης
περιόδου
Ποια
είναι όμως τα βήματα αυτά, ποια η σημασία τους και ποια τα όριά τους;
Πρώτον,
είναι η έγκαιρη με βάση το συμφωνημένο χρονοδιάγραμμα πολιτική συμφωνία για την
ολοκλήρωση της αξιολόγησης χωρίς πρόσθετα μέτρα ή άλλες απαιτήσεις πέραν των
όσων έχουν ήδη συμφωνηθεί.
Δεύτερον,
είναι η απόφαση για τα βραχυπρόθεσμα μέτρα, τα οποία θα υλοποιηθούν στη
διάρκεια του ισχύοντος προγράμματος,
καθώς και η αποσαφήνιση μέτρων τα οποία θα διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του
χρέους σε μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Οι στόχοι των μέτρων αυτών
ανεξάρτητα από τη χρονική τους εμβέλεια είναι τρεις:
- Πρώτος στόχος
είναι η απομείωση της παρούσας αξίας του χρέους. - Δεύτερος στόχος
είναι η συγκράτηση των ετήσιων δαπανών εξυπηρέτησης του χρέους κάτω από το 15%
του ΑΕΠ περιλαμβανόμενων και των βραχυπρόθεσμων τίτλων, των λεγόμενων εντόκων
γραμματίων. - Τρίτος στόχος
αλλά -κατά την άποψή μου, όπως θα εξηγήσω στη συνέχεια- πρώτος σε σημασία είναι
η διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους έναντι μελλοντικών κινδύνων, είτε από
αύξηση επιτοκίων είτε από εξωγενή σοκ. Δεδομένου ότι η αυξημένη αβεβαιότητα
αλλά και οι πιθανολογούμενες αλλαγές στην οικονομική πολιτική των ΗΠΑ μπορεί να
εκφραστούν μεσοπρόθεσμα με αύξηση των επιτοκίων, σημαντικότερη της ως τώρα
αναμενόμενης, αυτές οι εξασφαλίσεις στην παρούσα φάση έχουν ιδιαίτερη σημασία
και γι’ αυτό αποτελούν προτεραιότητα στις επιδιώξεις της κυβέρνησης.
Διευκρινίζω όμως ότι τα
παραπάνω μέτρα θα φέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα αν συνδυαστούν με ισχυρή
ανάπτυξη. Μας φέρνουν πάντως τα μέτρα αυτά, εφόσον διασφαλιστούν, στην ίδια
λίγο-πολύ ευθεία με τις άλλες υπερχρεωμένες χώρες της Ευρώπης, με τις οποίες
ελπίζουμε στη συνέχεια να συντονιστούμε και να σχεδιάσουμε από κοινού τα
επόμενα βήματά μας στην κατεύθυνση μιας συνολικής ευρωπαϊκής λύσης στο πρόβλημα
του χρέους.
- Τρίτον,
αναμένεται ότι οι παραπάνω εξελίξεις θα επιφέρουν σημαντική αναβάθμιση της
πιστοληπτικής ικανότητας του κράτους, των τραπεζών και των επιχειρήσεων, ενώ
παράλληλα θα επιτρέψουν στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να εντάξει τα ελληνικά
ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης γεγονός που θα ανατροφοδοτήσει την
πτωτική τάση των επιτοκίων δανεισμού. - Τέταρτον,
στις συνθήκες αυτές θα καταστεί εφικτός ο δοκιμαστικός αρχικά δανεισμός από τις
διεθνείς αγορές. Οι παραπάνω εξελίξεις θα συνοδεύονται από περαιτέρω χαλάρωση
των capital
controls στη
βάση συγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος για την πλήρη εξάλειψή τους. - Πέμπτον,
στη βάση των παραπάνω εξελίξεων και παραδοχών οι προβλεπόμενοι από το Υπουργείο
Οικονομικών ρυθμοί ανάκαμψης της παραγωγής, των επενδύσεων, της απασχόλησης
αλλά και των δημοσίων εσόδων είναι εφικτοί. Οι στόχοι του προγράμματος θα
μπορέσουν να επιτευχθούν χωρίς πρόσθετα μέτρα και το πρόγραμμα θα μπορέσει να
ολοκληρωθεί στην ώρα του. - Έκτον, παράλληλα με τις εξελίξεις αυτές
λαμβάνονται μέτρα που θα βελτιώσουν τις συνθήκες ρευστότητας και χρηματοδότησης
της οικονομίας με τη μείωση των «κόκκινων δανείων», την επιστροφή καταθέσεων
και την ενεργοποίηση εντός του πρώτου εξαμήνου του 2017 μιας σειράς νέων
χρηματοδοτικών εργαλείων. Ειδικά, ο εξωδικαστικός διακανονισμός ταυτόχρονα και
συνδυασμένα των χρεών προς τις τράπεζες, το κράτος και τα ασφαλιστικά ταμεία
όλων των βιώσιμων επιχειρήσεων και επαγγελματιών με εμπορική δραστηριότητα μπορεί
να επιφέρει καταλυτικές θετικές συνέπειες, αφού θα δώσει σε χιλιάδες
επιχειρήσεις και επαγγελματίες τη δυνατότητα να κάνουν μια νέα αρχή.
Επίσης, προχωρούν μεταρρυθμίσεις που έχουν συμφωνηθεί στο πλαίσιο του
προγράμματος στη δημόσια διοίκηση και στις αγορές προϊόντων, αλλά και
παράλληλες δράσεις και πρωτοβουλίες της κυβέρνησης που κοινό στόχο έχουν τη
δραστική βελτίωση του επενδυτικού περιβάλλοντος, την τόνωση των εγχώριων και
ξένων επενδύσεων, καθώς και την απλούστευση των διαδικασιών ίδρυσης και
λειτουργίας των επιχειρήσεων.
- Κορυφαίος στόχος η μείωση της
ανεργίας
Στο δρόμο για τη συνολική ανόρθωση της χώρας
και τη μετάβαση σ’ ένα νέο παραγωγικό υπόδειγμα, η δραστική μείωση της ανεργίας
και η δημιουργία νέων, ποιοτικών και βιώσιμων, θέσεων εργασίας είναι κορυφαία προτεραιότητα. Η μείωση, λοιπόν,
της ανεργίας επιδιώκεται με την επιτάχυνση της ανάκαμψης της οικονομίας, αυτό
όμως δεν αρκεί.
Μέχρι
η οικονομία να μπει στο δρόμο της βιώσιμης και δίκαιης ανάπτυξης πέρα από τις
στοχευμένες προσλήψεις που γίνονται στο δημόσιο -κυρίως στην υγεία και την εκπαίδευση-
σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα ειδικά προγράμματα απασχόλησης, τα οποία με το
νέο σχεδιασμό τους και πραγματικές ανάγκες καλύπτουν και ανακούφιση προσφέρουν
σε ανέργους και στα ασφαλιστικά Ταμεία. Για το λόγο αυτό, λοιπόν, η κυβέρνηση
αναζητά διαρκώς πόρους και τρόπους, ώστε στη μεταβατική φάση στην οποία
βρισκόμαστε η απασχόληση μέσω και τέτοιων προγραμμάτων να παίξει το ρόλο
σημαντικού παράγοντα μείωσης της ανεργίας, αλλά και μοχλού ανάκαμψης της
οικονομίας.
Στην
ίδια κατεύθυνση για τη μείωση της ανεργίας, άλλη μία πολιτική επιλογή είναι η
ενίσχυση της κοινωνικής και της συνεργατικής οικονομίας. Η κατεύθυνση αυτή έχει
στρατηγική θέση στο σχέδιό μας. Για λόγους που δεν είναι του παρόντος να
αναλυθούν, το ρόλο που μετά την κρίση του 1929 αλλά και καθόλη τη μεταπολεμική
περίοδο διαδραμάτισε το κράτος -σε ό,τι αφορά στην αύξηση της απασχόλησης-
σήμερα καλούνται να τον διαδραματίσουν σε ορισμένους τουλάχιστον τομείς και ως
ένα βαθμό, συνεργατικά σχήματα, και δομές κοινωνικής και αλληλέγγυας
οικονομίας.
Τέλος,
μια ακόμη κατεύθυνση της κυβερνητικής πολιτικής είναι η επαναφορά των συλλογικών
διαπραγματεύσεων, ο σεβασμός των δικαιωμάτων των εργαζομένων, η αποφασιστική αντιμετώπιση
της εργοδοτικής παραβατικότητας και της εργοδοτικής αυθαιρεσίας, η συστηματική
καταπολέμηση του προβλήματος της ανασφάλιστης και της μαύρης εργασίας.
- Το σχέδιο είναι εφικτό – Οι
προϋποθέσεις
Κρίσιμη
παράμετρος σ’ αυτήν την αλληλουχία των γεγονότων, ιδίως αυτών που συνδέονται με
τη διαπραγμάτευση με τους δανειστές, είναι ότι όλα αυτά θα πρέπει να έχουν
συμβεί μέσα στο πρώτο τρίμηνο, το αργότερο μέσα στο πρώτο πεντάμηνο του 2017.
Δεν είναι απλώς επιθυμητό, είναι αναγκαίο. Μόνο έτσι θα υπάρξει ο χρόνος να
γίνουν αρκετές δοκιμαστικές πράξεις δανεισμού, ώστε να μη συμβεί ό, τι και το
2014, όταν η έκδοση ενός ομολόγου αποδείχτηκε επιτυχής, αλλά η αμέσως επόμενη κατέληξε
σε φιάσκο, επηρεάζονταν αρνητικά όλες τις μετέπειτα εξελίξεις.
Το
καλό νέο είναι ότι οι στόχοι αυτοί είναι απολύτως εφικτοί. Το δεύτερο καλό νέο
είναι ότι η κυβέρνηση έχει επιδείξει και θέληση και αποφασιστικότητα να κάνει
ό, τι εξαρτάται από την ίδια, για να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι στην ώρα τους.
Το κακό νέο είναι ότι δεν εξαρτώνται όλα μόνο από εμάς. Αλλά κι εδώ τα πράγματα
σε σχέση με πέρυσι είναι ευνοϊκότερα. Το δεύτερο κακό νέο είναι η στάση της
αξιωματικής αντιπολίτευσης. Τι θέλει επιτέλους η ΝΔ; Την ολοκλήρωση της
συμφωνίας, το «πάγωμα» και την αναδιαπραγμάτευση της ή μήπως στην
πραγματικότητα, ποντάροντας στην αποτυχία της χώρας, ζητά αυτοβούλως τέταρτο
μνημόνιο; Ευτυχώς, όμως, και σ’ αυτό το σημείο η αξιωματική αντιπολίτευση
μπορεί να είναι θορυβώδης, όμως, δεν μπορεί να ανατρέψει τη ροή των γεγονότων.
Θεωρώ
ότι η σημασία αυτής της θετικής αλληλουχίας των εξελίξεων, εφόσον -όπως είπα-
επιτευχθούν έγκαιρα, είναι προφανής. Μίλησα, όμως, και για όρια.
Αν
η κρίση ήταν μόνο δημοσιονομική, τότε η σταθεροποίηση των δημόσιων οικονομικών
και η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων έστω και με τον τρόπο με τον οποίο
επιτυγχάνονται, θα ήταν αρκετό για να σημάνουμε το τέλος της κρίσης. Αν πάλι η
κρίση ήταν κυκλική, τότε η ανάκαμψη της οικονομίας θα ήταν αρκετή για να
σηματοδοτήσει την οριστική έξοδο από την
κρίση. Αυτό έκαναν οι προηγούμενοι: ονόμασαν «success
story»
μια δειλή και εύθραυστη σταθεροποίηση με το δεύτερο μνημόνιο τελματωμένο και
την πέμπτη αξιολόγηση σε αδιέξοδο. Και το λέω αυτό, διότι άκουσα τον κ.
Μητσοτάκη να μιλά για το 2014 σαν να επρόκειτο για ένα ιδανικό ή ένα όραμα, το
οποίο θέλει να έχει ως σύμβολο ή σημείο αναφοράς του.
- Πολλαπλασιαστές
και επιταχυντές
Μίλησα
για ένα «ξέφωτο», ένα άνοιγμα μέσα στη ζούγκλα της παγκόσμιας κρίσης και
αβεβαιότητας, ένα άνοιγμα, όμως, που αν το αξιοποιήσουμε σωστά, τότε μπορεί
πράγματι να αποδειχθεί η αρχή του τέλους της κρίσης. Και αυτό ακριβώς επιδιώκει
η παρούσα κυβέρνηση.
Για
να συμβεί αυτό, χρειαζόμαστε οικονομικούς επιταχυντές, κοινωνικούς πολλαπλασιαστές
και μια νέα γενιά μεταρρυθμίσεων, όχι σαν τις ψευδεπίγραφες μεταρρυθμίσεις που
δεν ήταν τίποτα άλλο από σκληρή λιτότητα, πίσω από τις οποίες ο υπερτιμημένος -κατά
τη διατύπωση του ίδιου του ΔΝΤ- νεοφιλελευθερισμός κρύβει τις ιδεοληψίες του αλλά
μεταρρυθμίσεις που θα συνιστούν τομές και δομικές αλλαγές που επιταχύνουν την
ανάπτυξη, καταπολεμούν τις ανισότητες, αυξάνουν το μερίδιο της εργασίας στο
εθνικό εισόδημα, στηρίζουν το κοινωνικό κράτος και το προσαρμόζουν στη νέα δομή
των αναγκών. Επί τη ευκαιρία, επιτρέψτε μου μια ακόμη παρένθεση: γιατί η μείωση
του μεριδίου της εργασίας συνιστά μεταρρύθμιση και διαρθρωτική αλλαγή, ενώ η
αύξηση του ίδιου μεριδίου συνιστά λαϊκισμό; Κλείνει η παρένθεση.
Σημαντικός
επιταχυντής μπορεί να είναι η μείωση του χρέους τέτοια που να συνοδεύεται με
μείωση των πλεονασμάτων μετά το 2018. Αυτό σημαίνει, σ’ αυτή τη δύσκολη και
αρχική φάση εξόδου από την κρίση, να μπορούμε να πληρώνουμε λιγότερα για το χρέος
και περισσότερα για την ανάπτυξη, γεγονός που θα καθιστά και το χρέος βιώσιμο.
Είναι, συνεπώς, ένα αίτημα δίκαιο και αμοιβαία επωφελές. Γι’ αυτό δεν
προσφέρουν καλή υπηρεσία όσοι αυτοβούλως συνδέουν το αίτημα αυτό με νέες
δεσμεύσεις ή ακόμη και νέα μνημόνια. Αν η μείωση των πλεονασμάτων επιτευχθεί
χωρίς πρόσθετα μέτρα, τότε θα μπορούσαμε να καταρτίσουμε ένα τριετές πρόγραμμα
στοχευμένων φορολογικών ελαφρύνσεων, στήριξης των εξωστρεφών και καινοτόμων
επιχειρήσεων, ενίσχυσης του κοινωνικού κράτους. Και να συζητήσουμε τις ακριβείς
αναλογίες μιας τέτοιας κατανομής. Και επειδή μίλησα στην αρχή για συναινέσεις
και αντιπαραθέσεις, το ένα δε αποκλείει άλλο. Κι αυτό είναι ένα παράδειγμα που
δείχνει ότι ακόμη και σε συνθήκες κοινωνικής πόλωσης μπορούν να υπάρξουν
ευρύτερες συνεργασίες για την από κοινού επίτευξη κοινά αποδεκτών στόχων που η
ίδια η κοινωνία θέλει και διεκδικεί. Ευχαριστώ
για την προσοχή σας.