Τις δημοσιονομικές και διαρθρωτικές προκλήσεις που καλείται να διαχειριστεί η Ελλάδα στα χρόνια μετά τα μνημόνια αναλύει σε αποκλειστική του συνέντευξη στην «Κ» ο Πίτερ Ντόλμαν, που διαδέχθηκε την Ντέλια Βελκουλέσκου ως επικεφαλής της αποστολής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την Ελλάδα στις αρχές του έτους.
Αναφερόμενος στην πρόσφατη συμφωνία για το ελληνικό χρέος, σημειώνει ο κ. Ντόλμαν, «θέτει τον δείκτη χρέους προς ΑΕΠ σε καθοδική πορεία, διατηρεί τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες κάτω από το 20% του ΑΕΠ και αντανακλά τη δέσμευση των Ευρωπαίων εταίρων στην Ελλάδα». Μεσοπρόθεσμα, όλα αυτά «βελτιώνουν τις προοπτικές πρόσβασης της Ελλάδας στις αγορές». Ωστόσο, σημειώνει, το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων που έχει δεσμευθεί να πετύχει η χώρα –3,5% του ΑΕΠ ώς και το 2022, στη συνέχεια 2,2% του ΑΕΠ– «περιορίζουν την ικανότητα της κυβέρνησης να στηρίξει την ανάπτυξη. Ως μέλος της Ευρωζώνης η Ελλάδα δεν μπορεί να ασκήσει ανεξάρτητη νομισματική πολιτική. Με αυτούς τους δημοσιονομικούς περιορισμούς μένουν πολύ λίγα εργαλεία για τη στήριξη της οικονομικής δραστηριότητας».
Δύσκολοι στόχοι
Σε ανακοίνωση που εξέδωσε το Ταμείο στις 29/6, με την ολοκλήρωση της επίσκεψης του κλιμακίου υπό τον κ. Ντόλμαν, «καλωσορίζει τη δέσμευση των Ευρωπαίων εταίρων να παρέχουν επιπρόσθετη ελάφρυνση εάν χρειαστεί, αλλά πιστεύει πως είναι κρίσιμης σημασίας οποιαδήποτε τέτοια ελάφρυνση να στηρίζεται σε ρεαλιστικές παραδοχές, ιδιαίτερα σχετικά με την ικανότητα της Ελλάδας να διατηρεί ιδιαίτερα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα».
Αυτό σημαίνει ότι το ΔΝΤ θεωρεί ακόμα και τον στόχο του 2,2% του ΑΕΠ υπερβολικά υψηλό; Και γιατί άργησε τόσο πολύ το Ταμείο να αναγνωρίσει το κόστος της ακραίας μορφής δημοσιονομικής πειθαρχίας (υπενθυμίζεται ότι το πρώτο πρόγραμμα προέβλεπε πρωτογενή πλεονάσματα 6% του ΑΕΠ επί σειράν ετών και το δεύτερο 4,5% του ΑΕΠ); Ο κ. Ντόλμαν αποφεύγει να τοποθετηθεί για το παρελθόν, επικαλούμενος την αυτοκριτική που έχει κάνει το Ταμείο και το γεγονός ότι η εμπλοκή του με το ελληνικό πρόγραμμα ξεκίνησε μόλις πέρυσι. Για τον στόχο του 2,2% του ΑΕΠ σημειώνει ότι «θα είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθούν οι προβλέψεις για την ανάπτυξη της έκθεσης συμμόρφωσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε αυτό το δημοσιονομικό πλαίσιο. Αυτή τη στιγμή, θεωρούμε ότι η ρεαλιστική πρόβλεψη για τη μακροπρόθεσμη πραγματική ανάπτυξη στην Ελλάδα είναι 1% ετησίως. Πάντως, οι δικές μας έρευνες, βάσει των ιστορικών δεδομένων, υποδεικνύουν ότι μία χώρα πολύ δύσκολα θα μπορέσει να διατηρήσει πρωτογενή πλεονάσματα μεγαλύτερα του 1,5% του ΑΕΠ για τόσο μεγάλη περίοδο. Δεν υπάρχουν αντίστοιχα ιστορικά προηγούμενα».
Σε κάθε περίπτωση, με τη δημοσιονομική πορεία προδιαγεγραμμένη, τονίζει ο νέος επικεφαλής του κλιμακίου του ΔΝΤ για την Ελλάδα, αποκτούν μεγαλύτερη σημασία το κατάλληλο μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής, αλλά και η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που θα τονώσουν την παραγωγικότητα της οικονομίας – στις αγορές εργασίας και προϊόντων, στις τράπεζες, στο δικαστικό σύστημα και στη δημόσια διοίκηση.
Σχετικά με το μείγμα, ο κ. Ντόλμαν δίνει το παράδειγμα των προσεχών ετών: «Το 2019, η κυβέρνηση θα θεσμοθετήσει νέες, στοχευμένες κοινωνικές δαπάνες και επενδύσεις, που θα χρηματοδοτηθούν από τη μείωση των δαπανών για τις συντάξεις κατά 1% του ΑΕΠ. Αντιστοίχως, το 2020, θα επιχειρηθεί να μειωθούν οι φορολογικοί συντελεστές –κάτι που είναι σημαντικό, γιατί οι φόροι είναι υπερβολικά υψηλοί στην Ελλάδα– με τρόπο που θα είναι κι αυτός δημοσιονομικά ουδέτερος: οι μειώσεις των συντελεστών θα χρηματοδοτηθούν από τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης που θα προκύψει από τη μείωση του αφορολογήτου».
Τα κόκκινα δάνεια
Αναφορικά με τις τράπεζες, είναι ικανοποιημένος με τον ρυθμό διευθέτησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων; Πιστεύει ότι οι στόχοι που έχουν τεθεί είναι επαρκώς φιλόδοξοι; «Η πιστωτική επέκταση στην Ελλάδα παραμένει αρνητική», απαντά. «Το χρηματοπιστωτικό σύστημα, που είναι η μηχανή της ανάκαμψης για μία οικονομία, είναι έντονα επιβαρυμένο από το μέγεθος των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο ενεργητικό των τραπεζών. Με την κατάλληλη εργαλειοθήκη να έχει πλέον θεσμοθετηθεί, έχουν ξεκινήσει οι αγοραπωλησίες, και πιστεύουμε ότι οι Αρχές πρέπει να θέσουν πιο φιλόδοξους στόχους μείωσης της έκθεσης των τραπεζών στα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα».
Ωστόσο, ο αξιωματούχος του Ταμείου αναφέρει ότι το ΔΝΤ αποδέχεται τα θετικά αποτελέσματα των τεστ αντοχής που δημοσίευσε ο SSM (Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός) τον περασμένο Μάιο, σημειώνοντας ότι ήταν μία «σημαντική δοκιμασία» για τις ελληνικές τράπεζες. Αποφεύγει δε να σχολιάσει τη στάση του ΔΝΤ απέναντι στην ιδέα της λύσης της «κακής τράπεζας», σε περίπτωση που η διαχείριση των κόκκινων δανείων δεν προχωρά με την απαιτούμενη ταχύτητα, (χαρακτηρίζει το ερώτημα «υποθετικό»).
Θεωρεί ότι η νέα νομοθεσία για την εταιρική διακυβέρνηση που επιβλήθηκε στις τράπεζες μετά το καλοκαίρι του 2015 έχει αντιμετωπίσει επιτυχώς τα φαινόμενα διαπλοκής και δανεισμού με μη τραπεζικά κριτήρια; «Εχει όντως υπάρξει βελτίωση της ποιότητας της εταιρικής διακυβέρνησης στις τράπεζες. Αυτό μέχρι στιγμής έχει γίνει κυρίως στο επίπεδο των διοικητικών συμβουλίων και των κορυφαίων διοικητικών στελεχών. Αυτό το οποίο θεωρούμε ότι πρέπει να γίνει τώρα είναι να υπάρξουν αντίστοιχες αλλαγές στις εσωτερικές διαδικασίες – το πλαίσιο ανάλυσης κινδύνων και τους εσωτερικούς ελέγχους».
Οσον αφορά τη δημόσια διοίκηση, θεωρεί –ότι έπειτα τρία προγράμματα, διαδοχικές αποστολές τεχνικής βοήθειας και συνεχείς πιέσεις– έχει επιτευχθεί ο στόχος της «αποπολιτικοποίησης» και της ενίσχυσης της αξιοκρατίας; «Τα πράγματα έχουν βελτιωθεί. Για παράδειγμα στη φορολογική διοίκηση, τομέα με τον οποίο έχουμε ασχοληθεί πιο εντατικά, η νέα Αρχή που ιδρύθηκε στις αρχές του 2017 (σ.σ. η ΑΑΔΕ) χαρακτηρίζεται από την ανεξαρτησία στην οποία αναφερθήκατε. Επιπλέον, το μείγμα κοινωνικών δαπανών και οι κανόνες που το διέπουν αποτελούν ένα σημαντικό πεδίο βελτίωσης. Τόσο η πληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών από το Δημόσιο και η συλλογή των φόρων πάνε καλύτερα. Και υπάρχουν κι άλλα παραδείγματα».
Υπάρχει κάποιο μέτωπο που του προκαλεί ανησυχία; Αναφέρει το δικαστικό σύστημα, μνημονεύοντας την ανάγκη να αυξηθεί η αποτελεσματικότητά του και να επιταχυνθούν οι διαδικασίες. Σε ερώτηση της «Κ» για το πώς σχολιάζει τις δικαστικές διώξεις που έχει υποστεί –και συνεχίζει να υφίσταται– ο πρώην πρόεδρος της ΕΛΣΤΑΤ, Ανδρέας Γεωργίου, απαντά προσεκτικά: «Για εμάς αυτό που έχει σημασία είναι η ακεραιότητα και η εμπιστοσύνη στα στατιστικά στοιχεία. Είναι κάτι που το έχουν αναδείξει και το έχουν τονίσει τόσο το εκτελεστικό μας συμβούλιο όσο και το Eurogroup».
Η επόμενη μέρα
Ποιος θα είναι ο ρόλος του ΔΝΤ στην Ελλάδα μετά το τέλος του προγράμματος; Πώς συγκρίνεται με τη μετα-προγραμματική εποπτεία σε άλλες μεταμνημονιακές χώρες; «Προσδοκώ ότι η εμπλοκή μας θα είναι παρόμοια με αυτήν που είχαμε στις άλλες χώρες της Ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένου και του συντονισμού με το πλαίσιο μετα-προγραμματικής εποπτείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής», αναφέρει. «Εμείς θα ενεργήσουμε εντός του δικού μας πλαισίου μετα-προγραμματικής παρακολούθησης, του PPM, που ενεργοποιείται σε όλες τις χώρες που προσέφυγαν στο ΔΝΤ και στις οποίες το ΔΝΤ είναι εκτεθειμένο πέραν ενός ορίου». Το επίπεδο έκθεσης του Ταμείου στην Ελλάδα, εξηγεί ο κ. Ντόλμαν, είναι ακόμα σήμερα έξι φορές πολλαπλάσιο του ορίου απενεργοποίησης του PPM, και «βάσει του τρέχοντος χρονοδιαγράμματος των πληρωμών, θα πέσει κάτω από το όριο στα τέλη του 2022».
Η διαφορά στην περίπτωση της Ελλάδας, συνεχίζει, είναι ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή «έχει ενεργοποιήσει, για πρώτη φορά, το καθεστώς της ενισχυμένης εποπτείας, που περιλαμβάνει τέσσερις εκθέσεις αξιολόγησης ετησίως. Συνεργαζόμαστε πολύ στενά με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, έχουμε συμπληρωματικά πεδία εξειδίκευσης.
Αρα, όποτε έρχονται αποστολές από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας, το πρακτικό σε αυτή τη φάση θα ήταν να ερχόμαστε κι εμείς».
Πηγή: Καθημερινή