Η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους το 2012 ήρθε πολύ αργά και ήταν πολύ λίγη για να αποκατασταθεί η βιωσιμότητά του, τονίζει σε έκθεσή του το ΔΝΤ για την εμπειρία από τα προγράμματα που εφάρμοσε τα τελευταία χρόνια σε 27 χώρες.
Παράλληλα, το Ταμείο αναγνωρίζει ότι οι πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης – όπως αυτές που ακολούθησε η Ελλάδα με τη μείωση των μισθών και των εισοδημάτων – δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας.
«Συνολικά, η εμπειρία δείχνει τα προβλήματα που έχουν τα προγράμματα του Ταμείου, όταν η βιωσιμότητα του χρέους δεν διασφαλίζεται από την αρχή. Όταν έγινε η αναδιάρθρωση του χρέους, έγινε συχνά πολύ αργά και ήταν πολύ λίγη. Το 2012, που εξετάστηκε το κούρεμα των ελληνικών ομολόγων (PSI), το ποσοστό απομείωσης της αξίας τους ήταν υψηλό με βάση τα πρότυπα άλλων περιπτώσεων χωρών στα πρόθυρα χρεοκοπίας, αλλά ήταν ανεπαρκή για να αποκαταστήσουν τη βιωσιμότητα του χρέους με σημαντική πιθανότητα», σημειώνει η έκθεση.
«Η σχετική ακαμψία των συναλλαγματικών ισοτιμιών οδήγησε στο να βασισθούν προγράμματα του ΔΝΤ στην προσαρμογή των εγχώριων τιμών για την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας, αλλά η εσωτερική υποτίμηση αποδείχθηκε πολύ δύσκολο να επιτευχθεί. Η εμπειρία αυτή είναι εναρμονισμένη με την ιστορική εμπειρία ότι η εσωτερική υποτίμηση σπάνια επιτυγχάνεται, και αυτό στην περίπτωση που οι ρυθμοί ανάπτυξης και ο πληθωρισμός των οικονομιών των εταίρων – χωρών είναι υποστηρικτικοί, οι εγχώριες αγορές ευέλικτες και υπάρχουν ευνοϊκές σχετικές κινήσεις στο νόμισμα αναφοράς. Στις περιπτώσεις των πρόσφατων προγραμμάτων, η μέση πραγματική υποτίμηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας ήταν μόνο 12% κατά τη διάρκεια του προγράμματος έναντι 48% σε προηγούμενα προγράμματα».
«Στην πράξη, σημειώθηκε περιορισμένη μόνο πρόοδος όσον αφορά τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας έγιναν πριν από αυτές στις αγορές προϊόντων, με τα οφέλη από το χαμηλότερο κόστος εργασίας για την ανταγωνιστικότητα να μειώνεται από την περιορισμένη προσαρμογή στις τιμές των παραγωγών και την περιορισμένη αντίδραση από την πλευρά της προσφοράς λόγων εμποδίων στην είσοδο (στις αγορές)».