H ισχυρή και ευρείας βάσης ανάπτυξη δίνει
την ευκαιρία να αρχίσουν τώρα να δημιουργούνται δημοσιονομικά «μαξιλάρια» (fiscal buffers), να βελτιωθούν τα δημόσια οικονομικά και να γίνει ασφαλές το δημόσιο χρέος, αναφέρει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ)
στην έκθεσή του για τις δημοσιονομικές προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας (fiscal monitor). «Η ενίσχυση των δημοσιονομικών μαξιλαριών στην
ανάκαμψη θα δημιουργήσει τα περιθώρια δημοσιονομικής στήριξης σε μία μελλοντική
καθοδική φάση της οικονομίας και δεν θα αφήσει τις δημοσιονομικές αδυναμίες να
γίνουν πηγή προβλημάτων, εάν επιδεινωθούν οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες»,
σημειώνει η έκθεση.
Το Ταμείο τονίζει ότι το παγκόσμιο χρέος (δημόσιο και ιδιωτικό)
κινείται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, φθάνοντας στο επίπεδο – ρεκόρ των 164
τρισ. δολαρίων το 2016, το οποίο αντιστοιχεί στο 225% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Το
παγκόσμιο χρέος είναι σήμερα 12% του ΑΕΠ μεγαλύτερο από το προηγούμενο υψηλό
επίπεδο του 2009, με την Κίνα να είναι η δύναμη που το καθοδηγεί. Το δημόσιο
χρέος παίζει έναν σημαντικό ρόλο στην εκτίναξη του παγκόσμιου χρέους,
αντανακλώντας την οικονομική κατάρρευση κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας
χρηματοπιστωτικής κρίσης και την αντίδραση της πολιτικής καθώς και τις
συνέπειες από την πτώση το 2014 των τιμών των πρώτων υλών και την ταχεία αύξηση
των δαπανών των αναδυόμενων αγορών και των αναπτυσσόμενων χωρών χαμηλού
εισοδήματος.
Το δημόσιο χρέος (χρέος της γενικής κυβέρνησης) παγκοσμίως ανήλθε στο 82,4%
του ΑΕΠ το 2017, ενώ στις αναπτυγμένες οικονομίες διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο
στο 105,4% του ΑΕΠ, ένα πρωτοφανές επίπεδο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το υψηλό αυτό ποσοστό προκύπτει κυρίως από το χρέος της Ιαπωνίας (236,4% του
ΑΕΠ) και των ΗΠΑ (107,8% του ΑΕΠ) και λιγότερο από το χρέος της Ευρωζώνης
(86,6% του ΑΕΠ). Το ΔΝΤ προβλέπει ότι το δημόσιο χρέος της Ευρωζώνης θα βαίνει
μειούμενο και το 2023 θα υποχωρήσει στο 71,7%, ενώ μικρότερη μείωση (στο
229,6%) προβλέπει και για το χρέος της Ιαπωνίας. Αντίθετα, για τις ΗΠΑ
προβλέπει ότι το χρέος θα συνεχίσει να αυξάνεται για να φθάσει στο 116,9% του
ΑΕΠ το 2023. Στις αναδυόμενες αγορές και τις χώρες μεσαίου εισοδήματος, το
δημόσιο χρέος κινείται κατά μέσον όρο κοντά στο 50% του ΑΕΠ, που είναι το
υψηλότερο από την κρίση χρέους της δεκαετίας του 1980. Για τις χώρες χαμηλού
εισοδήματος, το μέσο χρέος αυξάνεται γρήγορα ως ποσοστό του ΑΕΠ, υπερβαίνοντας
το 40% το 2017. Η δυναμική του χρέους προκύπτει από τα μεγάλα πρωτογενή
ελλείμματα, που έφθασαν σε επίπεδα – ρεκόρ στις αναδυόμενες αγορές και τις
αναπτυσσόμενες οικονομίες.
Τα υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους και τα υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα
αποτελούν πηγή ανησυχίας σημειώνει η έκθεση. Οι χώρες με αυξημένο δημόσιο χρέος
είναι ευάλωτες σε μία ξαφνική σύσφιξη των παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών
συνθηκών, η οποία θα μπορούσε να διακόψει την πρόσβασή τους στις αγορές και να
θέσει σε κίνδυνο την οικονομική τους δραστηριότητα. Επιπλέον, αναφέρει το ΔΝΤ,
«είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι τα υψηλά χρέη και ελλείμματα εμποδίζουν τη
δυνατότητα των κυβερνήσεων να αντιδράσουν με μία ισχυρή δημοσιονομική στήριξη
της οικονομίας στην περίπτωση καθοδικής φάσης της. Η ιστορική εμπειρία
δείχνει ότι μία αδύναμη δημοσιονομική θέση αυξάνει το βάθος και τη διάρκεια της
ύφεσης – όπως μετά από μία χρηματοπιστωτική κρίση – επειδή οι κυβερνήσεις δεν
είναι σε θέση να χρησιμοποιήσουν επαρκώς τη δημοσιονομική πολιτική για να
στηρίξουν την ανάπτυξη».
Η δημιουργία δημοσιονομικού περιθωρίου για δυνατότητα μελλοντικών χειρισμών
είναι ιδιαίτερα σχετική τώρα που το χρέος του ιδιωτικού τομέα βρίσκεται σε ύψη
ρεκόρ και αυξάνεται, αναφέρει η έκθεση. Το πολύ υψηλό ιδιωτικό χρέος ορισμένων
χωρών τις εκθέτει σε κίνδυνο μίας απότομης και υψηλού κόστους διαδικασίας
απομόχλευσης, προσθέτει.
Το μέγεθος και ο ρυθμός της δημοσιονομικής προσαρμογής πρέπει να
προσαρμοσθεί στις συνθήκες του οικονομικού κύκλου που βρίσκεται η κάθε χώρα και
στο διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο της, ώστε να αποφευχθεί ένα αδικαιολόγητο
βάρος στην ανάπτυξη. Δημοσιονομική προσαρμογή πρέπει να υπάρξει σε οικονομίες
που λειτουργούν στο επίπεδο του δυνητικού ΑΕΠ τους ή κοντά σε αυτό και οι
οποίες έχουν υψηλό λόγο χρέους προς το ΑΕΠ. Ειδικότερα για τις ΗΠΑ – όπου το
συνολικό έλλειμμα θα υπερβαίνει το 1 τρις. δολάρια ή το 5% του ΑΕΠ τα επόμενα
τρία χρόνια – η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να διαμορφωθεί εκ νέου για να
διασφαλισθεί ότι ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ θα μειωθεί
μεσοπρόθεσμα. Όπου ο δημοσιονομικός χώρος είναι περιορισμένος, δεν υπάρχει ουσιαστικά
άλλη επιλογή από το να γίνουν προσπάθειες προσαρμογής για να μειωθούν οι
δημοσιονομικοί κίνδυνοι. Λίγες αναπτυγμένες οικονομίες, που έχουν μεγάλο
σημαντικό δημοσιονομικό χώρο και λειτουργούν στο επίπεδο της παραγωγικής
δυναμικότητάς τους ή κοντά σε αυτό, έχουν περιθώριο να χρησιμοποιήσουν τη
δημοσιονομική πολιτική για να διευκολύνουν την εφαρμογή αναπτυξιακών
διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.