Επιφυλάξεις για τους δημοσιονομικούς στόχους
του επομένου έτους εκφράζει στην πρώτη εξαμηνιαία έκθεσή του το Ελληνικό
Δημοσιονομικό Συμβούλιο (ΕΔΣ), έργο του οποίου είναι η αξιολόγηση των
μακροοικονομικών προβλέψεων πάνω στις οποίες στηρίζεται το εκάστοτε
Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα αλλά και ο προϋπολογισμός.
«Γενικά, η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων του 2017
εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από μια σειρά προϋποθέσεων και συνθηκών οι
περισσότερες από τις οποίες, προς το παρόν, δεν έχουν διασφαλισθεί», αναφέρει
στην έκθεσή του το ΕΔΣ, προσθέτοντας ότι μια σειρά από παράγοντες, όπως για
παράδειγμα «η έγκαιρη διαμόρφωση ευνοϊκών συνθηκών και προϋποθέσεων
(π.χ. βελτίωση οικονομικού κλίματος, ταχύτατη εκκαθάριση του δανειακού
χαρτοφυλακίου των τραπεζών κλπ) θα αυξήσει τις πιθανότητες επίτευξης των
δημοσιονομικών στόχων, και αντιστρόφως».
Το Συμβούλιο εκφράζει επιφυλάξεις τόσο για τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ και της ιδιωτικής κατανάλωσης, όσο και για την άνοδο
των τιμών και της απασχόλησης.
Σημειώνει όμως ότι «πληρέστερη εικόνα για τις
δημοσιονομικές και τις μακροοικονομικές εξελίξεις θα έχουμε μετά την ολοκλήρωση
της β’ αξιολόγησης του τρέχοντος προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, καθώς
και με την κατάθεση του μεσοπρόθεσμου προγράμματος.
Είναι φανερό, ότι η κατάληξη της αξιολόγησης, με όσα
θα συμφωνηθούν και θα αποτυπωθούν στο μεσοπρόθεσμο, θα επηρεάσουν τον ισχυρισμό
μας ότι ο χειμώνας 2016-2017 ενδέχεται να αποτελέσει σημείο καμπής στη
διαδρομή της οικονομικής κρίσης από το 2010 μέχρι σήμερα».
Η έκθεση κατατέθηκε στη Βουλή από τον πρόεδρο του
Συμβουλίου Παναγιώτη Κορλίρα.
Εντύπωση προκαλεί η τοποθέτηση του ΕΔΣ στο κεφάλαιο που
αφορά το δημόσιο χρέος, όπου επί της ουσίας επαναφέρει στο τραπέζι το
ενδεχόμενο ονομαστικής μείωσης του χρέους.
«Η σταδιακή επανένταξη στη θεσμική συζήτηση της
βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους, του ενδεχομένου μείωσης ενός (έστω
μικρού) μέρους της ονομαστικής αξίας τους χρέους, χωρίς μαξιμαλιστική, αλλά
ιδιαίτερα πραγματιστική διάθεση, συνεισφέροντας τόσο στη βελτίωση των δεικτών
ανάλυσης της βιωσιμότητας (επαναφέροντας και το δείκτη του δημοσίου χρέους ως
ποσοστό του ΑΕΠ), όσο και στη διευκόλυνση της σταδιακής επιστροφής στις
διεθνείς αγορές», αναφέρεται χαρακτηριστικά.