Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ ήταν
διχασμένα στην τελευταία συνεδρίασή της, αν θα έπρεπε να καθορίσουν ημερομηνία
λήξης του προγράμματος αγορών ομολόγων (QE), όπως προκύπτει
από τα πρακτικά της συνεδρίασης που έδωσε στη δημοσιότητα η κεντρική τράπεζα.
Επιχειρώντας να συμβιβάσει την ταχεία ανάπτυξη της οικονομίας
της Ευρωζώνης με τον αναιμικό πληθωρισμό, η ΕΚΤ επέλεξε τον περασμένο μήνα να
μειώσει κατά 50% τις μηνιαίες αγορές τίτλων και να παρατείνει το πρόγραμμα έως
τον Σεπτέμβριο του 2018. Με την κίνηση αυτή ελπίζει ότι η ανάπτυξη θα
διατηρηθεί ισχυρή και θα αυξήσει τον πληθωρισμό προς τον στόχο της, που είναι
λίγο κάτω από το 2%.
Ωστόσο, από τα πρακτικά φαίνεται ότι, στη συζήτηση που
έγινε στις 26 Οκτωβρίου, οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ κάθε άλλο παρά ομοφώνησαν, με
ορισμένους να θέλουν τη σηματοδότηση ενός σαφούς χρονικού σημείου ολοκλήρωσης
των αγορών ομολόγων και άλλους να υποστηρίζουν μία αλλαγή στην έμφαση ως
πρόδρομο στο μελλοντικό τερματισμό του QE. Σημειώνεται
ότι η ΕΚΤ έχει ήδη εγγράψει στον ισολογισμό της ομόλογα αξίας άνω των 2,2 τρισ.
ευρώ.
Αν και η εννεάμηνη παράταση του QE με αγορές 30 δισ. ευρώ τον μήνα συγκέντρωσε ευρεία
στήριξη, οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ συζήτησαν ένα φάσμα εναλλακτικών επιλογών,
συζήτησαν για το μελλοντικό τέλος της μελλοντικής κατεύθυνσης που δίνει η
τράπεζα για την πολιτική της και συμφώνησαν ότι θα έπρεπε να αναδειχθούν και
άλλα στοιχεία της στήριξης της κεντρικής τράπεζας.
«Ορισμένες ανησυχίες εκφράσθηκαν, επίσης, ότι ο μη
καθορισμός συγκεκριμένης ημερομηνίας λήξης του προγράμματος αγορών ομολόγων θα
μπορούσε να προκαλέσει προσδοκίες για περαιτέρω παρατάσεις του», σημειώνεται
στα πρακτικά. Οι διαφωνούντες υποστήριξαν ότι ακόμη και αν οι αγορές δεν
ανέμεναν μία ημερομηνία λήξης, η αντίδραση θα ήταν περιορισμένη και σε κάθε
περίπτωση η οικονομία θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τις πιο σφιχτές
χρηματοδοτικές συνθήκες, με δεδομένη την εύρωστη ανάπτυξή της.