Ισχυρό είναι το πιστωτικό προφίλ των τεσσάρων συστημικών ελληνικών τραπεζών (Alpha Bank, Eurobank, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και Τράπεζα Πειραιώς) σύμφωνα με τον οίκο αξιολόγησης DBRS.
Όπως αναφέρει ο οίκος, τα συνολικά καθαρά κέρδη των εν λόγω τραπεζών ανήλθαν στα 4,3 δισ. ευρώ το 2024. Δηλαδή τα κέρδη τους κατέγραψαν μια αύξηση τη τάξεως του 18% σε σχέση με το 2023.
Η εξέλιξη αυτή έγκειται στο ότι οι επιτοκιακές πρόσοδοι (NII) ήταν καθαρά υψηλότερες, στα καθαρά έσοδα από προμήθειες αλλά και στον έλεγχο του κόστους και τη μείωση των προβλέψεων για επισφαλή δάνεια (LLPs).
Επιπλέον ο οίκος αναφέρει πως ανθεκτικές εξακολουθούν να είναι οι καθαρές επιτοκιακές πρόσοδοι επειδή αυξήθηκαν τα εταιρικά δάνεια παρά τα χαμηλότερα επιτόκια.
« Παρόλο που τα έσοδα των ελληνικών τραπεζών βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στην καθαρή επιτοκιακή πρόσοδο, εμείς εκτιμούμε πως η πιστωτική επέκταση σε συνδυασμό με την εστίαση των τραπεζών στις επενδύσεις, τη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων και την bancassurance αλλά και οι καλύτερες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, θα συμβάλουν στον μετριασμό των επιπτώσεων από τα χαμηλότερα επιτόκια, τις γεωπολιτικές εντάσεις και τις απειλές για το παγκόσμιο εμπόριο» τονίζει ο καναδικός οίκος.
Σε ότι αφορά το κόστος κινδύνου (COR) επισημαίνεται πως αυτό μειώθηκε το 2024 επειδή ενισχύθηκε η ποιότητα των στοιχείων του ενεργητικού αλλά και της βιώσιμης πιστωτικής επέκτασης. Αξιοσημείωτο είναι δε πως σύμφωνα με τον οίκο, σε καλά επίπεδα είναι η ρευστότητα του κλάδου αλλά και η χρηματοδότηση παρά τη περιορισμένη πρόσβαση του στις κεντρικές τράπεζες.
Παράλληλα επισημαίνεται πως το 2024 τα κεφαλαιακά αποθέματα ενισχύθηκαν αλλά βελτιώθηκε και η ποιότητα του κεφαλαίου. Αυτό ενισχύει τη στρατηγική ευελιξία των ελληνικών τραπεζών.
Παρόλο που οι προτεραιότητες του κλάδου για το άμεσο μέλλον είναι οι μερισματικές αποδόσεις και οι επαναγορές μετοχών, οι ελληνικές τράπεζες φαίνεται να εξετάζουν και άλλες επιλογές για την αξιοποίηση κεφαλαίου μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται συγχωνεύσεις και εξαγορές (M&A).
Η κερδοφορία
Σύμφωνα με την DBRS, τα συνολικά βασικά έσοδα των τραπεζών κατέγραψαν μια ετήσια αύξηση της τάξεως του 8% το 2024. Αυτό συνέβη κυρίως λόγω των βασικών εσόδων (καθαρή επιτοκιακή πρόσοδος και καθαρά έσοδα από προμήθειες) και λιγότερο στις συναλλαγές και σε άλλα εισοδήματα.
Μάλιστα, η συνολική καθαρή επιτοκιακή πρόσοδος αυξήθηκε κατά 6% το 2024, διότι ο αρνητικός αντίκτυπος από τη μείωση των επιτοκίων αντισταθμίστηκε από την αύξηση των δανείων, τη μεγαλύτερη συνεισφορά των τίτλων σταθερού εισοδήματος και τα οφέλη από τη διαχείριση του επιτοκιακού κινδύνου.
Διευκρινίζεται πως η μείωση των επιτοκίων θα επηρεάσει αρνητικά τα νέα έσοδα των ελληνικών τραπεζών επειδή αυτά βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στα ΝΙΙ. Ωστόσο, οι νέες χορηγήσεις δανείων, που φαίνεται να είναι ισχυρότερες στην Ελλάδα σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, αναμένεται να μετριάσουν τον αρνητικό αντίκτυπο της πτώσης των επιτοκίων στην καθαρή επιτοκιακή πρόσοδο.
Το 2024, τα καθαρά έσοδα των τραπεζών από προμήθειες κατέγραψαν μια αύξηση της τάξεως του 17% σε ετήσια βάση, κυρίως λόγω των παραδοσιακών τραπεζικών υπηρεσιών, αλλά και μέσω πωλήσεων επενδυτικών, διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων και bancassurance προϊόντων.
Επίσης στο 19% ήταν το ποσοστό της συνεισφοράς των καθαρών εσόδων από προμήθειες στα συνολικά έσοδα των τραπεζών το 2024 . Ωστόσο το ποσοστό αναμένεται να βελτιωθεί λόγω οργανικών και ανόργανων στρατηγικών πρωτοβουλιών.
Παρ’ όλα αυτά,ο οίκος εκτιμά πως τα μέτρα που έχει λάβει από το 2025 η ελληνική κυβέρνηση αναφορικά με τη μείωση ορισμένων τραπεζικών χρεώσεων για πελάτες λιανικής θα απορροφήσουν ένα μέρος της αναμενόμενης αύξησης από τα νέα έσοδα των προμηθειών.
Πάντως το 2024 τα λειτουργικά έξοδα του κλάδου αυξήθηκαν κατά 9% σε ετήσια βάση το 2024. Παρά την αύξηση των αποδοχών του προσωπικού και των επενδύσεων στον ψηφιακό μετασχηματισμό, ο μέσος δείκτης κόστους προς έσοδα ήταν αμετάβλητος σε ετήσια βάση, σε ισχυρό επίπεδο 34% το 2024. Τα συνολικά κέρδη προ προβλέψεων και φόρων κατέγραψαν μια αύξηση της τάξεως του 8% το 2024.
Τα στοιχεία ενεργητικού
Το 2024 το προφίλ ποιότητας ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών βελτιώθηκε λόγω των πωλήσεων NPE, των περιορισμένων νέων εισροών NPE, της σημαντικής επέκτασης του χαρτοφυλακίου δανείων και αυξημένης κάλυψης δανείων.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, ο μέσος ακαθάριστος και καθαρός δείκτης NPE να μειωθεί στο 2,9% και 0,8% αντίστοιχα στο τέλος του 2024, από 4,1% και 1,4% που ήταν το 2023.
Το μέσο ποσοστό κάλυψης NPE, βάσει συνολικών προβλέψεων, αυξήθηκε στο 74% το 2024 από 66% που ήταν το 2023 . Το συνολικό απόθεμα ακαθάριστων NPE μειώθηκε κατά 93% το διάστημα 2019-2024 λόγω των πωλήσεων και των τιτλοποιήσεων που έγιναν στο πλαίσιο του προγράμματος “Ηρακλής” (Hellenic Asset Protection Scheme – HAPS).
Οι παράγοντες που ενίσχυσαν την αύξηση του όγκου δανείων στον ελληνικό τραπεζικό τομέα είναι μεταξύ άλλων η μείωση των επιτοκίων, η καλή απόδοση της ελληνικής οικονομίας και η αύξηση των επενδύσεων στη χώρα.
Επίσης η δανειοδότηση προς τα νοικοκυριά στην Ελλάδα μειώθηκε στο -0,3% τον Δεκέμβριο του 2024 σε ετήσια βάση λόγω των πρωτοβουλιών που έχει λάβει η κυβέρνηση για την ενίσχυση των νέων στεγαστικών δανείων.
Ωστόσο το εταιρικό χαρτοφυλάκιο δανείων στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 14,2% τον Δεκέμβριο του 2024 σε ετήσια βάση. Η επίδοση αυτή ήταν σαφώς καλύτερη από εκείνη της Ευρωζώνης καθώς επιταχύνθηκε σημαντικά το τέταρτο τρίμηνο του 2024 η διαδικασία για τη χρηματοδότηση μεγάλων έργων που συνδέονται με την ανάπτυξη της χώρας.
Σύμφωνα με τον οίκο, ο ρυθμός ανάπτυξης των δανείων το 2025 αναμένεται να επηρεαστεί αρνητικά από τις γεωπολιτικές εντάσεις και τις απειλές για το παγκόσμιο εμπόριο μέσω δασμολογικών πολιτικών. Αξιοσημείωτο είναι δε πως οι κίνδυνοι αυτοί θα περιοριστούν λόγω των καλύτερων προοπτικών της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με την Ευρώπηαλλά και το ότι οι τράπεζες θα συνεχίσουν να χορηγούν δάνεια συνδεδεμένα με τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της ΕΕ (RRF).