Δ. Χιόνης: Τα οφέλη από την ενίσχυση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης

Τις διαπιστώσεις και τους προβληματισμούς για τις προοπτικές της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ανέλυσε στην εισηγητική του ομιλία στην Ειδική Διαρκή Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Βουλής, η οποία συνεδρίασε στην Αίθουσα της Γερουσίας, ο καθηγητής Οικονομικών του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης κ. Διονύσιος Χιόνης.

Η ομιλία του κ. Χιόνη έχει ως εξής:

Η αποτελεσματικότητα των ευρωπαϊκών πολιτικών καθώς και η μεγιστοποίηση των ωφελειών μιας χώρας από την συμμετοχή της στην ΟΝΕ εξαρτώνται από την πορεία ολοκλήρωσης και τις προοπτικές της ευρωπαϊκής σύγκλισης.  Όσο μεγαλύτερη είναι η απόκλιση μιας μεμονωμένης οικονομίας από το ευρωπαϊκό μέσο όρο τόσο μικρότερα είναι τα οφέλη από τις κοινές πολιτικές και σε συγκεκριμένες περιπτώσεις μπορεί  το κόστος να υπερβαίνει τα οφέλη. Η ευρωπαϊκή σύγκλιση δεν είναι μια αυτοματοποιημένη διαδικασία  και για την πραγματική σύγκλιση των οικονομιών  πρέπει να ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις της βέλτιστης νομισματικής περιοχής.

Ένα αρχικό συμπέρασμα των μελετητών των οικονομικών κρίσεων αλλά και των μεγάλων οικονομικών συνεργασιών και διακρατικών πρωτοβουλιών έχει να κάνει με την διαπίστωση ότι  όσο μεγαλύτερη  είναι η σύνδεση μεταξύ οικονομικής θεωρίας και οικονομικής πολιτικής-πράξης τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας έχουν οι πολιτικές αντιμετώπισης των κρίσεων ή των μεγάλων οικονομικών συνεργασιών.   Γι’ αυτό τον λόγο θέλω να  συγχαρώ τον πρόεδρο της επιτροπής  Αλ. Μητρόπουλο γι’ αυτή την πρωτοβουλία και να ευχαριστήσω και σας για την τιμή που μου κάνετε να αφιερώσετε λίγο χρόνο.

Το θέμα της ευρωπαϊκής πορείας  και των προοπτικών της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και σύγκλισης παρουσιάζει ενδιαφέρον από πολλές απόψεις. Επιτρέψτε μου όμως σήμερα να αναφερθώ σε μια πτυχή που δεν έχει τύχει μεγάλης ανάλυσης. Η ενίσχυση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης εκμηδενίζει και το κόστος από την συμμετοχή στην ΟΝΕ και μεγιστοποιεί τα οφέλη.

Πρέπει να αναφερθεί ότι το θέμα της ολοκλήρωσης και της σύγκλισης της κάθε οικονομίας που συμμετέχει στην ΟΝΕ, εκτός από ένα πολιτικό και οικονομικό τοτέμ της τελευταίας δεκαετίας, έχει και πολύ σημαντικές οικονομικές διαστάσεις και επιπτώσεις. Η απάντηση στο ερώτημα αν η κοινή πολιτική στον χώρο των δημόσιων οικονομικών, των νομισματικών πολιτικών και καθορισμού του επιτοκίου και της κοινής συναλλαγματικής πολιτικής έχει μεγαλύτερο όφελος ή ζημία για κάθε χώρα μέλος  παραπέμπει κατ’ αρχήν στην ικανοποίηση κάποιων συνθηκών. Χρειάζεται για μια ακόμη φορά να απαριθμήσουμε τα οφέλη από την ένταξη στην ΟΝΕ: Διευκόλυνση του διακρατικού εμπορίου αγαθών και υπηρεσιών χωρίς συναλλαγματικό κίνδυνο και κόστος συναλλαγής, συγκρίσιμες τιμές μεταξύ χωρών, ολοκλήρωση των χρηματοπιστωτικών αγορών, αποφυγή ανταγωνιστικών υποτιμήσεων, μεγαλύτερη αξιοπιστία της εφαρμογής της νομισματικής πολιτικής, μηδενισμός του εισαγόμενου πληθωρισμού, περισσότερες επενδύσεις. Στην περίπτωση όμως κατά την οποία κάποιες από τις παραπάνω προϋποθέσεις δεν ικανοποιούνται τότε από την συμμετοχή στην ΟΝΕ προκύπτει ένα μεγάλο κόστος και τα προαναφερόμενα οφέλη μειώνονται ή εκμηδενίζονται. Αυτό το κόστος συνδέεται με την αδυναμία άσκησης αυτόνομης νομισματικής, συναλλαγματικής και δημοσιονομικής πολιτικής η οποία μπορεί να προσαρμόζεται στον επιχειρηματικό κύκλο της κάθε χώρας. Αυτό το κόστος με την σειρά του τροφοδοτεί τον προβληματισμό για την αποτελεσματικότητα των κοινών ευρωπαϊκών πολιτικών. Όσο μεγαλύτερη είναι η απόκλιση της μεμονωμένης οικονομίας από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο τόσο μικρότερα είναι τα οφέλη από τις κοινές πολιτικές και σε συγκεκριμένες περιπτώσεις μπορεί  το κόστος να απεικονίζεται στην ανταγωνιστικότητα, στο εξωτερικό ισοζύγιο και τέλος στην ανάπτυξη.

Δεν γνωρίζω με ποιο τρόπο αντιλαμβάνεται κανείς την σύγκλιση των οικονομιών στα πλαίσια μιας νομισματικής ένωσης αλλά ο θεμελιωτής αυτής της ιδέας ο καθηγητής οικονομικών R. Mundell (1961, Βραβείο Νobel 1969) και η μεταγενέστερη οικονομική βιβλιογραφία θεωρούν ότι προϋπόθεση για την επιτυχή οικονομική και νομισματική ενοποίηση είναι η ικανοποίηση συγκεκριμένων κανόνων. Αυτοί οι κανόνες   σχετίζονται με την θεωρία των βέλτιστων νομισματικών περιοχών (Optimum Currency Area) η οποία  αφορά σε πέντε κριτήρια  (ταυτόχρονη κίνηση των επιχ. κύκλων, συμμετρία στα σοκ, ανεμπόδιστη κίνηση εργασίας, ευελιξία μισθών, ευελιξία τιμών ή δημοσιονομικές μεταφορές) που η ικανοποίησή τους εξασφαλίζει ότι τα οφέλη από τη συμμετοχή για μια χώρα στην ΟΝΕ είναι μεγαλύτερα από το κόστος.

Ως γενικό συμπέρασμα θα μπορούσε να λεχθεί ότι οι οικονομικές επιδόσεις και οι αποκλίσεις των χωρών μελών τα τελευταία δέκα έτη  απέδειξαν ότι η ενοποίηση απέχει από την εκπλήρωση των προαναφερόμενων κριτηρίων (βλέπε inter alia Μanasse 2014) προκειμένου να αποτελέσει κατά τον Mundell την βέλτιστη νομισματική περιοχή. Αυτές οι αποκλίσεις είχαν σαν αποτέλεσμα την διαφοροποίηση του κόστους της κρίσης, το οποίο τελικά ακύρωσε   ακόμα και τις όποιες ad hoc αντιδράσεις του ευρωσυστήματος. Με άλλα λόγια, η κρίση χρέους της ευρωζώνης είχε διαφορετικά αποτελέσματα σε κάθε χώρα ξεχωριστά αλλά και διαφορετικές πηγές προέλευσης. Ακόμα σήμερα ενώ σε κάθε χώρα μέλος ανακύπτουν διαφορετικά προβλήματα παραμένει στην Ε.Ε. ως βασική κατεύθυνση πολιτικής το δόγμα των ενιαίων πολιτικών  (one size fits all). Γι αυτόν τον λόγο παρατηρούμε την ομοιόμορφη αντιμετώπιση των προβλημάτων της κάθε χώρας χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες της διάρθρωσης της οικονομίας της.

Κυρίες και κύριοι,

Ανταποκρινόμενοι στην τιμητική πρόσκληση του κ. Αντιπροέδρου και για τους λόγους που έχουν να κάνουν με την αναγκαία ποσοτική τεκμηρίωση των ισχυρισμών μας και σε συνεργασία με τον υπ. διδάκτορα του ΔΠΘ, Φ. Μητρόπουλο,  υπολογίσαμε τα μεγέθη εκείνα τα οποία θα μας επιτρέψουν να τεκμηριώσουμε την άποψη της σύγκλισης ή της απόκλισης. Τα αποτελέσματα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ενώ αναγνωρίζεται μια τάση σύγκλισης των βασικών μακροοικονομικών μεγεθών των χωρών του ευρωπαϊκού βορρά,  μεγαλώνει η απόκλιση και το κενό με τις χώρες του Νότου. Συγκεκριμένα, εξετάζοντας την σύγκλιση των ρυθμών ανάπτυξης, του δημοσιονομικού ελλείμματος, των μακροχρόνιων επιτοκίων και άλλων μακροοικονομικών μεταβλητών-χρονολογικών σειρών καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ενώ θα μπορούσε να τύχει ασθενής υποστήριξης η υπόθεση ότι σταδιακά οικοδομείται μια σύγκλιση μεταξύ μιας κατηγορίας χωρών που βρίσκονται στον οικονομικό βορρά της ΕΕ,  η απόκλιση μεταξύ βορρά  και νότου διευρύνεται (βλέπε γραφήματα του παραρτήματος).

Βέβαια, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι μετά το 2010 στην ευρωζώνη ελήφθησαν σημαντικές πρωτοβουλίες εκ’ των οποίων όμως οι περισσότερες αφορούν την εποπτεία και την επιτήρηση των οικονομιών καθώς και την εκ των υστέρων παρέμβαση. Συγκεκριμένα, πραγματοποιήθηκε και λειτούργησε ο ευρωπαϊκός μηχανισμός σταθεροποίησης της αγοράς ομολόγων (ΕSM), η τραπεζική ένωση, η Macroeconomic Imbalance Procedure, ενδυνάμωση της Eurostat, όπως αναφέρεται στο κοινό πόρισμα-μελέτη των Junker με  Tusk, Dijssebloom, Dragi (12/2/2015). Τα αποτελέσματα αυτών των πρωτοβουλιών θα εμφανιστούν και θα αξιολογηθούν στο μέλλον. Ωστόσο όμως απορρίπτονται οι δημοσιονομικές μεταφορές που θα μπορούσαν να έχουν άμεσες επιδράσεις στην προώθηση της ευρωπαϊκής ενοποίησης. 

Το άλλο θέμα το οποίο περιορίζει την αισιοδοξία μου σχετικά με τις προοπτικές της πορείας σύγκλισης έχει να κάνει με τα εγγενή προβλήματα τα οποία προκαλούν μια εγγενή αστάθεια. Επιτρέψτε μου να σας παραθέσω ορισμένα παραδείγματα:

•             Η εμπλοκή της ΕΚΤ στην κρίση δημιούργησε μια εγγενή αντίφαση στον τρόπο αντίδρασής της. Η συμμετοχή της στην τρόικα την έφερε σε θέση που παρείχε συμβουλές-οδηγίες για την υλοποίηση των μνημονίων. Παράλληλα, αποτελούσε και τον κεντρικό τραπεζίτη και κατά θέση σύμβουλο της ελληνικής πλευράς στην διαδικασία υλοποίησης του προγράμματος, παραβιάζοντας ταυτόχρονα τον ρόλο της ως αποκλειστικό ρυθμιστή των τιμών. Άρα, η προκαθορισμένη ουδετερότητα και ενασχόληση μόνο με την σταθερότητα των τιμών έχει εκ των πραγμάτων παραβιασθεί. 

•             Η άλλη αντίφαση προέρχεται και πάλι από τον ρόλο της ΕΚΤ και από το γεγονός ότι ενώ μέσω του προγράμματος παρεμβάσεων (SMP) ήταν επιφορτισμένη με την  αγορά κρατικών ομολόγων  προκειμένου να υποβοηθήσει την διαχείριση χρέους, παράλληλα έπρεπε να αντιδράσει στην περικοπή αυτών των ομολόγων έτσι ώστε να προστατέψει την αξία του χαρτοφυλακίου της και τα συμφέροντα των μετόχων της. Ετσι, στο ελληνικό πρόγραμμα αλλού εμφανίζεται  στην πλευρά  των δανειστών  και σε άλλες περιπτώσεις  στην πλευρά  των οφειλετών.

•             Στην ΟΝΕ οι χώρες μέλη εκδίδουν ομόλογα σε ένα νόμισμα το οποίο δεν ελέγχουν καθώς επίσης δεν έχουν και τον άμεσο έλεγχο της δημοσιονομικής πολιτικής.   Ένα  ενδιαφέρον συμπέρασμα σχετικά με αυτό προέρχεται από την έρευνα των   P. De Grauwe και Y. Ji (2012). Οι συγγραφείς  απέδειξαν ότι σε μια νομισματική ένωση  όπως η ΟΝΕ όπου οι χώρες μέλη δεν έχουν τη δυνατότητα να ελέγξουν τη νομισματική τους κυκλοφορία, δεν έχουν τον έλεγχο της εξυπηρέτησης του χρέους. Εφόσον δεν μπορούν να ρυθμίσουν την ρευστότητά τους και παράλληλα δεν εκδίδουν ομόλογα σε δικό τους νόμισμα, δεν μπορεί να υπάρχει και εγγύηση ότι  σε οποιαδήποτε περίπτωση θα βρεθεί  ο έσχατος δανειστής του τραπεζικού συστήματος και ο τελικός εγγυητής των κρατικών ομολόγων που θα μπορέσει να αποπληρώσει τις ανειλημμένες υποχρεώσεις.  Σ’ αυτή την περίπτωση  το σύστημα βρίσκεται σε μια διαρκή κατάσταση ανισορροπίας με αποτέλεσμα  η οικονομική  κρίση να γίνεται  αυτοτροφοδοτούμενη. 

 Είναι σίγουρο ότι η διαμόρφωση πολιτικών για την διαχείριση των οικονομικών κρίσεων δεν προβλέφθηκε στις ιδρυτικές συνθήκες της ΟΝΕ. Ενώ υπάρχουν εκτενείς προβλέψεις για την δημοσιονομική και νομισματική πειθαρχία, δεν υπάρχει  καμία πρόνοια  για την διαμόρφωση πολιτικής αντιμετώπισης κρίσεων. Η ανεξαρτησία της ΕΚΤ και η συνεπής αντιπληθωριστική πολιτική σε συνδυασμό με τη δημοσιονομική πειθαρχία αποτέλεσαν τον χρυσό κανόνα αποφυγής κρίσεων (νομισματικών, χρέους,  τραπεζικών). Άλλωστε, η νομισματική ενοποίηση αποτελούσε εγγύηση για την οικονομική ενοποίηση, την ομογενοποίηση του ρίσκου των χωρών μελών και την αντιμετώπιση της κρίσης.  Δυστυχώς το 2009 αποδείχθηκε ότι δεν επαρκούν τα παραπάνω για την αποφυγή των κρίσεων. Σκεφτείτε ότι στην  συνθήκη του Μάαστριχτ η  λέξη κρίση δεν υπήρξε παρά μόνο μια φορά στο άρθρο 109 που αναφέρεται στο ισοζύγιο πληρωμών  ενώ η λέξη recession (ύφεση) δεν αναφέρεται πουθενά. Μ’ αυτό το πλαίσιο είχαν πειστεί και οι αγορές και μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2008 τιμολογούσαν τα ελληνικά ομόλογα με πολύ μικρές διαφορές σε σχέση με τα αντίστοιχα γερμανικά. 

Η απουσία μηχανισμού και δομών για την διαχείριση της κρίσης υποκαταστάθηκε από  κανόνες ηθικής και κινήσεις πολιτικών ισορροπιών αποδυναμώνοντας τα τεχνοκρατικά κριτήρια. Έτσι μόνο μπορώ να εξηγήσω την  σειρά λανθασμένων πολιτικών αναδιαρθρώσεων του χρέους (βλέπε Χιόνης 2014). Επιτρέψτε μου να καταθέσω ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα που σχετίζεται με την εμμονή στην δημοσιονομική σταθεροποίηση για την αντιμετώπιση του χρέους. Υπάρχει σημαντικός αριθμός   ερευνητικών εργασιών μεταξύ των άλλων και η δική μου που δημοσιεύθηκε στο Finance Research Letters  που αποδεικνύει ότι  οι αποδόσεις των ομολόγων επηρεάζονται από τα δημοσιονομικά αποτελέσματα αλλά και από τις επιδόσεις μιας χώρας στην ανάπτυξη στην ανεργία. Επομένως η πολιτική για την μείωση των spreads δεν μπορεί να είναι μονομερής και να έχει σαν πλαίσιο αποκλειστικά την δημοσιονομική σταθεροποίηση. 

Η κρίση του 2009 αποτέλεσε την καταλυτική δοκιμασία για την ΕΕ. Η απουσία ξεκάθαρων πολιτικών και δομών για την αντιμετώπιση της κρίσης οδήγησε στα αλληλοσυγκρουόμενα μηνύματα του ευρωπαϊκού συστήματος σχετικά με τις προθέσεις διάσωσης των οικονομιών του νότου δημιουργώντας  την αναγκαία σύγχυση για την εμφάνιση κερδοσκοπικών φαινομένων. Έτσι, ενώ σε όλες τις εργασίες σχετικές με την αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων προτείνεται η υιοθέτηση ενός τρόπου που δεν θα αφήνει περιθώρια διαφορετικών ερμηνειών, τα ευρωπαϊκά συλλογικά όργανα φαίνεται ότι έπρατταν  ακριβώς το αντίθετο. Σε πολλές περιπτώσεις δε, οι ανακοινώσεις σχετικά με τα ελληνικά ομόλογα είχαν και αντίθετα αποτελέσματα. Έτσι, τα βραχυχρόνια  αποτελέσματα αυτών των προσπαθειών ήταν πενιχρά. Αντίθετα, στις περιπτώσεις όπου η ΟΝΕ εξέφρασε την ουσιαστική και αμετάκλητη πρόθεσή της να υλοποιήσει τις προαποφασισμένες πολιτικές είχαμε ουσιαστικά αποτελέσματα. Σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις η αμεσότητα της αντίδρασης της ΕΚΤ τον Αύγουστο του 2007 μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers αλλά και οι δηλώσεις του Μ. Dragi τον Ιούλιο του 2012, δείχνουν ότι όταν η ΕΚΤ αποφασίζει να  παίξει τον ρόλο του έσχατου εγγυητή και δανειστή τότε οι αγορές το λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους. Η καταγραφή των αμετάκλητων προθέσεων της ΕΚΤ για την υπεράσπιση των ομολόγων των κρατών μελών της ΟΝΕ με την δήλωση του προέδρου της ΕΚΤ  ‘Whatever it takes’ την 26 Ιουλίου 2012, επέδρασε καθοριστικά στην συμπεριφορά των αγορών. 

Σήμερα η ιστορική αισιοδοξία που συνόδευε την Ευρώπη από το 1950 μεταστράφηκε σε σκοτεινό πεσιμισμό. Η διευρυμένη Ευρώπη των υποσχέσεων ευτυχίας μετασχηματίστηκε σε μια αυτοκρατορία χωρίς όραμα. Μια νομικο-χρηματιστική ειδικοκρατία που χειρίζεται κενές περιεχομένου διατυπώσεις. Θυμίζω πόσες φορές πιστέψαμε στην Ελλάδα αλλά και στην Ισπανία ότι ανακεφαλαιοποιήσαμε τις τράπεζες περιμένοντας ότι τελειώνουμε με τα προβλήματα των τραπεζών. Αναδιαρθρώθηκε το χρέος αφήνοντας ημιθανή τα ασφαλιστικά ταμεία περιμένοντας ότι ρυθμίζουμε το χρέος. Εφαρμόσαμε πολύ σκληρή δημοσιονομική πειθαρχία με την προοπτική ότι το 2012 θα βγαίναμε στις αγορές.

Χρειάζεται να πούμε λίγα λόγια για την ελληνική οικονομία. Και σ’ αυτό το σημείο επιτρέψτε μου να αναπτύξω κάποιες ιδέες που ίσως να μην μας έχουν απασχολήσει τόσο όσο θα έπρεπε. Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε μια παγίδα ρευστότητας  παγιδευμένη σ’ έναν πρωτόγνωρο αποπληθωρισμό για περισσότερο από δύο χρόνια. Χρειάζεται να υπενθυμίσω ότι το κύριο χαρακτηριστικό αυτού του περιβάλλοντος είναι ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τα αποτελέσματα των πολιτικών. Ο αποπληθωρισμός αποτελεί ταξίδι σε αχαρτογράφητα νερά διότι στην παρούσα φάση συνδυάζεται με υψηλό χρέος και συνεχή ύφεση. Στα παραπάνω πρέπει να προσθέσουμε και τα ήδη χαμηλά επιτόκια του ευρώ δημιουργώντας έτσι ένα σκηνικό παγίδας ρευστότητας.  Για την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης χρειάζεται κάτι παραπάνω από επινοήσεις οικονομικών πρακτικών και εμπειροτεχνίες. Χρειάζεται μια πολύ προσεκτικά σχεδιασμένη νομισματική πολιτική και ένα μεγάλο πρόγραμμα δημοσίων και ιδιωτικών επενδύσεων. Η ελληνική οικονομία χρειάζεται αναπτυξιακά άλματα τα οποία τα επόμενα χρόνια δεν θα γίνουν και δεν θα γίνουν διότι πολύ απλά δεν γίνονται επενδύσεις οι οποίες σε μεταγενέστερο χρόνο θα μετουσιωθούν σε συνεισφορά στο ΑΕΠ και σε θέσεις εργασίας.

Κυρίες και κύριοι,

Θεωρήσαμε ότι η ευρωπαϊκή σύγκλιση είναι δεδομένη. Εσφαλμένα πιστέψαμε ότι η νομισματική ενοποίηση θα οδηγούσε μηχανιστικά και στην πραγματική σύγκλιση. Δυστυχώς δεν είναι έτσι και δυστυχώς αποδείχτηκε από την πρόσφατη οικονομική κρίση.  Η ευρωπαϊκή σύγκλιση δεν είναι μια κανονιστική διαδικασία όπου θα συγκλίνουν οι οικονομίες με την πάροδο του χρόνου. Το χειρότερο είναι ότι τα τελευταία χρόνια ταυτίσαμε την κριτική για τις επιδόσεις της ΟΝΕ με την διάπραξη του βαρύτατου αμαρτήματος της αμφισβήτησης του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της Χώρας.

H εμμονή στην δημοσιονομική σύγκλιση και στην ικανοποίηση των προβλέψεων του Συμφώνου Σταθερότητας, οδηγεί στην απόκλιση των πραγματικών μεγεθών των οικονομιών των χωρών μελών της ΟΝΕ. Η ύφεση μιας χώρας δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται με δημοσιονομική σταθεροποίηση και μεταρρυθμίσεις. Αυτό είναι μια παγκόσμια πρωτοτυπία. Πρέπει να αντιμετωπίζεται με δημοσιονομική επέκταση η οποία θα στηρίζεται πλέον σε ευρωπαϊκό αντιυφεσιακό  προϋπολογισμό.

Η ευρωπαϊκή σύγκλιση και το ευρωπαϊκό όραμα προϋποθέτουν συγκεκριμένες κινήσεις και πολιτικές για την διαμόρφωση όμως αυτών των πολιτικών προϋπάρχει η επίγνωση του θέματος. Η επίγνωση του προβλήματος της σύγκλισης των οικονομιών δεν γίνεται με όρκους ευρωπαϊκής πίστης αφορισμούς της δραχμής.

Γίνεται κατά την γνώμη μου, με ουσιαστική παράθεση οικονομικών στοιχείων που σχετίζονται με την ανάπτυξη, την ανεργία, τους υπόλοιπους μακροοικονομικούς δείκτες αξιολόγησης των πολιτικών και πάνω απ΄ όλα με συζήτηση του θέματος και δημόσιο διάλογο. Γι’ αυτό τον λόγο θεωρώ ότι είναι εξαιρετικά χρήσιμες τέτοιου είδους συζητήσεις επειδή ακριβώς συμβάλουν ουσιαστικά στην διαμόρφωση πολιτικών για την ευρωπαϊκή ενοποίηση.

 

 Bιβλιογραφία

 

Chionis D., Pragidis J. and P. Schizas (2014): ‘Long-term government bond yields and macroeconomic fundamentals: evidence for Greece during the crisis-era’, Finance Research Letters vol 2

De Grauwe P., Ji Y. (2012): ‘Self Fulfilling Crises in the Eurozone: An Empirical Test’ CEPS Working Document No. 366

Junker J.Tusk D., Dijsselbloem, and Dragi M. (2014) ‘Preparing for the Next Steps on Better Economic Governance in the Euro Area’, Analytical Note, Informal European Council 2015

Mundell R. (1961):  ‘A Theory of Optimum Currency Areas’ The American Economic Review Vol. 51, No. 4

Δ. Χιόνης (2014): ‘H Eλληνική Κρίση. Η Περιπέτεια του Χρέους’ Εκδόσεις Παπασωτηρείου  (2η έκδοση)

 

  

 

 

Exit mobile version