Το κλίμα στις αγορές φαίνεται να έχει βελτιωθεί και οι ανησυχίες για μια επικείμενη ύφεση πλέον θεωρούνται εν μέρει υπερβολικές.
Όμως, όπως σημειώνει το CNBC, το προς τα πού θα κινηθούν οι αγορές συνεχίζει να εξαρτάται από την ικανότητα των υπευθύνων χάραξης πολιτικής να λάβουν τολμηρά και αποφασιστικά μέτρα.
Αυτή την εβδομάδα, ο διοικητής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, έρχεται στο προσκήνιο, καθώς αναμένεται ευρέως ότι θα ανακοινώσει περαιτέρω μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης, μετά τα σημάδια πιο αδύναμου του αναμενόμενου πληθωρισμού.
Για μια ακόμη φορά, με την αγορά να αποτιμά ήδη μια επιθετική κίνηση εκ μέρους του «σούπερ Μάριο», υπάρχει ο κίνδυνος της απογοήτευσης, όπως συνέβη και τον Δεκέμβριο του 2015.
Οι αναλυτές εκτιμούν μεταξύ άλλων μια μείωση του επιτοκίου αποδοχής καταθέσεων κατά 10-20 μονάδες βάσης, από το -0,30% στο -0,40-0,50%, μια αύξηση κατά 10-20 δισ. ευρώ στις αγορές assets που πραγματοποιεί μηνιαίως η κεντρική τράπεζα, περισσότερα χρήματα για δανεισμό μακροπρόθεσμα και ακόμη περαιτέρω επέκταση της ωρίμανσης του προγράμματος.
Το πρόβλημα για την ΕΚΤ, σημειώνει το CNBC, είναι ότι όλες οι διαθέσιμες επιλογές έχουν και συνέπειες, με την πιο άμεση να είναι η επίδραση των αρνητικών επιτοκίων στην κερδοφορία των τραπεζών και την καταναλωτική συμπεριφορά, όπως άλλωστε τόνισε σε έκθεσή της και η Διεθνής Τράπεζα Διακανονισμών.
Το αρνητικό επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων σημαίνει ότι οι κανονικές τράπεζες πρέπει στην πραγματικότητα να πληρώσουν την ΕΚΤ για να καταθέσουν σε αυτήν χρήματα, αντί να λάβουν χρήματα όπως θα έκαναν σε ένα φυσιολογικό περιβάλλον.
Αυτό που ελπίζεται είναι ότι αντί να πληρώνουν την ΕΚΤ, οι τράπεζες θα αποφασίσουν να χρησιμοποιήσουν τα χρήματα για να δανείσουν.
Αν δεν το κάνουν, έχουν την επιλογή να περάσουν το κόστος στους καταθέτες ή να υποστούν τις επιπτώσεις ενός φόρου στις επιχειρήσεις τους.
Όμως, αυτή τη χρονική περίοδο τα κέρδη δεν έρχονται με μεγάλη ευκολία, παρατηρεί το CNBC.
Μια ακόμη επίπτωση είναι ότι δεν είναι μόνον η ΕΚΤ που έχει καταφύγει στα αρνητικά επιτόκια, αλλά και οι κεντρικές τράπεζες Ελβετίας, Δανίας και Σουηδίας και προσφάτως και αυτή της Ιαπωνίας.
Μάλιστα, όπως ανέφερε ο Μοχάμεντ ελ_Εριάν της Allianz, το σύστημα δεν είναι εξοπλισμένο για να αντιμετωπίσει αρνητικά επιτόκια ανά τον κόσμο.
Έτσι, ενώ το κλίμα στις αγορές ανακάμπτει, το ερώτημα που ανακύπτει είναι γιατί ο δείκτης Stoxx Europe ακόμη καταγράφει απώλειες 15% φέτος.
Μήπως είναι ένα σημάδι ότι αυξάνεται η ανησυχία των επενδυτών ότι η ΕΚΤ έχει φθάσει στα όριά της και ότι οι πολιτικές που αναλαμβάνονται κάνουν περισσότερο κακό απ’ ό,τι καλό;
Από την πλευρά του το μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου της ΕΚΤ, Μπενουά Κερέ ανέφερε ότι η κεντρική τράπεζα αντιλαμβάνεται το θέμα, όμως σημείωσε ότι πολλές τράπεζες έχουν αντιπαρέλθει τα αρνητικά επιτόκια των κεντρικών τραπεζών και την δέσμευση της ΕΚΤ για σταθερότητα των τιμών, που έχει υποστηρίξει την κερδοφορία των τραπεζών.
Όπως σημειώνει το CNBC, τα καλά νέα είναι ότι υπάρχουν τρόπο για τη μείωση της μετάδοσης των συνεπειών των αρνητικών επιτοκίων.
Ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, Βίτορ Κονστάντσιο , ανέφερε σε ομιλία του στις 19 Φεβρουαρίου ότι περισσότερα μέτρα τόνωσης μπορούν να παρασχεθούν με τρόπο που να μετριαστεί ο άμεσος αντίκτυπος στο κόστος των τραπεζών, αν και πρόσθεσε ότι δεν έχει ακόμη ληφθεί απόφαση.
Οτιδήποτε και αν αποφασίσει να βγάλει από την εργαλειοθήκη του ο Ντράγκι την Πέμπτη, ο διοικητής της ΕΚΤ ενώ αναγνωρίζει τις ανησυχίες για τον αντίκτυπο που τα μέτρα αυτά έχουν για τον τραπεζικό τομέα, ωστόσο ξέρει ότι υπάρχουν μεγαλύτερα θέματα που πρέπει να επιλυθούν.