Χουλιαράκης: Η θέση του ΔΝΤ υπονομεύει την ομαλή ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης

Τρία είναι τα εκκρεμή ζητήματα τα οποία πρέπει να κλείσουν,
αν είναι δυνατόν πριν από τα Χριστούγεννα, προκειμένου να υπάρξει συμφωνία σε
τεχνικό επίπεδο (staff level agreement)
σύμφωνα με τον Γιώργο Χουλιαράκη. Ξεκαθάρισε επίσης, πως οι ευρωπαϊκοί Θεσμοί δεν ζητούν νέα μέτρα για μετά το 2018 και ότι πρόβλημα αποτελεί η στάση του ΔΝΤ που “βλέπει” πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ το 2018 και ζητά το υπόλοιπο 2% να καλυφθεί με πρόσθετα μέτρα. Χαρακτήρισε μάλιστα τη στάση αυτή υπονομευτική της γρήγορης ολοκλήρωσης της αξιολόγησης.


Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομίας, μιλώντας στην Οικονομική
και Νομισματική Επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις Βρυξέλλες, υποστήριξε
πως η κυβέρνηση εργάζεται πυρετωδώς για να ολοκληρωθεί η β’ αξιολόγηση ακόμα
και πριν από τις διακοπές των Χριστουγέννων.


Όπως τόνισε ο κ. Χουλιαράκης οι εκκρεμότητες αφορούν στο
δημοσιονομικό, την ενέργεια και τη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας που είναι
και το «πιο ακανθώδες» ζήτημα.


Σχετικά με τη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας, ο Γ.
Χουλιαράκης ανέφερε ότι τα επίμαχα σημεία είναι το πλαίσιο των ομαδικών
απολύσεων, το νέο πλαίσιο για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και ο
συνδικαλιστικός νόμος. Ο ίδιος σημείωσε ότι η κυβέρνηση δεν θέλει να αλλάξει τη
μεταρρύθμιση του 2012 (όσον αφορά τον κατώτατο μισθό), αλλά να τη διορθώσει.


Ερωτηθείς από τον αντιπρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
και ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, Δημήτρη Παπαδημούλη, πότε η Ελλάδα θα μπορέσει να
ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, ο Γ. Χουλιαράκης απάντησε,
ότι αυτό, σύμφωνα με την ΕΚΤ, μπορεί να συμβεί υπό δύο προϋποθέσεις: Η μία
είναι η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και η δεύτερη είναι η βιωσιμότητα
του ελληνικού χρέους, κάτι προς το οποίο βοήθησε η χθεσινή απόφαση του
Eurogroup για τα βραχυπρόθεσμα μέτρα, “αν και χρειαζόμαστε
περισσότερα”, είπε ο Γ. Χουλιαράκης. Συνεχίζοντας, ο Γ. Χουλιαράκης
εκτίμησε, ότι το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης θα μειώσει το κόστος δανεισμού για
την ελληνική κυβέρνηση, ανοίγοντας το δρόμο για σταδιακή πρόσβαση στις αγορές,
ενώ παράλληλα θα συμβάλει στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.


Αναφορικά με το δημοσιονομικό, ο Γ. Χουλιαράκης είπε, ότι
για το 2018 η Ελλάδα προβλέπει ότι θα επιτύχει τους στόχους, ενώ οι ευρωπαϊκοί
θεσμοί βλέπουν κενό της τάξεως του 0,3% ως 0,4% του ΑΕΠ. Επίσης, από το 2018
και μετά, η κυβέρνηση εκτιμά ότι για περιορισμένο αριθμό ετών θα διατηρηθεί το
πρωτογενές πλεόνασμα στο 3,5% του ΑΕΠ, ωστόσο ο Γ. Χουλιαράκης τόνισε ότι η
Ελλάδα “δεν είναι υπέρ μιας τόσο απότομης ανόδου της δημοσιονομικής
πορείας”. Συνέχισε λέγοντας, ότι δεν θα χρειαστούν πρόσθετα μέτρα, διότι η
Ελλάδα θα πετύχει τους δημοσιονομικούς στόχους το 2018.


Ο Γ. Χουλιαράκης υπενθύμισε, ότι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί δεν
ζητούν πρόσθετα μέτρα μετά το 2018 κι ότι το πρόβλημα είναι το ΔΝΤ που
προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ το 2018 και γι’ αυτό ζητά μέτρα που
αντιστοιχούν στο 2% του ελληνικού ΑΕΠ. Θεωρούμε ότι η θέση του ΔΝΤ είναι
εντελώς “ιδεολογική” και υπονομεύει την ομαλή και γρήγορη ολοκλήρωση
της δεύτερης αξιολόγησης, ανέφερε ο Γ. Χουλιαράκης.


Όσον αφορά τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού, ο Γ.
Χουλιαράκης είπε ότι έγινε πριν από μερικούς μήνες, στο πλαίσιο της πρώτης
αξιολόγησης και δεν υπάρχει περίπτωση να ξανανοίξει το θέμα αυτό.


Σχετικά με τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, ο Γ. Χουλιαράκης
ανέφερε ότι η ελληνική πρόταση αποτελεί το κατάλληλο έδαφος για ένα δίκαιο
συμβιβασμό, στο πλαίσιο των βέλτιστων ευρωπαϊκών πρακτικών και του διεθνούς
οργανισμού εργασίας (ILO). Ωστόσο, πρόσθεσε, πως οι ανησυχίες της ελληνικής
πλευράς αφορούν πάλι την ιδεολογική στάση του ΔΝΤ. “Η Ελλάδα είναι μέλος
της ΕΕ και δεν θα δεχτούμε τίποτα εκτός του ευρωπαϊκού πλαισίου”, ανέφερε
ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών.


Καταλήγοντας, ο Γ. Χουλιαράκης υπογράμμισε τη σημασία της
άμεσης εφαρμογής των βραχυπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, που αποφάσισε χθες τo
Eurogroup και πρόσθεσε ότι όταν ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση, η Ελλάδα θα
επανέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για τη συγκεκριμενοποίηση των
μεσοπρόθεσμων μέτρων.

Exit mobile version