Χαλκιδική: Σε απόγνωση οι ελαιοπαραγωγοί – «Είναι η χειρότερη χρονιά»

ελιές

Για τη χειρότερη χρονιά όλων των εποχών, πιο κακή και από το 2013, όταν οι ελαιοπαραγωγοί του νομού Χαλκιδικής είδαν τους κόπους τους να χάνονται, μιλούν φέτος οι αγρότες της περιοχής, κάνοντας λόγο για μείωση άνω του 90% στην παραγωγή πράσινης ελιάς, λόγω ακαρπίας.

«Η ακαρπία στα ελαιόδεντρα είναι σχεδόν ολική», τονίζει, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο διευθυντής του εργαστηρίου δενδροκομίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), καθηγητής Αθανάσιος Μολασιώτης, ο οποίος βρέθηκε σε χωράφια με ελαιόδεντρα στην Χαλκιδική. «Η κατάσταση είναι πραγματικά τραγική και δεν υπάρχει ίχνος υπερβολής σε αυτό», επισημαίνει.

Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής έχουν πλέον φτάσει στο ζενίθ σε ό,τι αφορά την επιζημιότητά τους για τους ανθρώπους του πρωτογενούς τομέα, ενώ οι συνέπειές της έχουν αρχίσει να επηρεάζουν ολοένα και πιο έντονα και άλλους τομείς στο νομό.
«Χάνονται ολοένα και περισσότερες θέσεις εργασίας στα περισσότερα από 150 εργοστάσια μεταποίησης της πράσινης ελιάς στο νομό Χαλκιδικής, ενώ η απώλεια εισοδήματος για τους ελαιοπαραγωγούς – άνω των 200 εκατ. ευρώ- “κοστίζει” στην ανάπτυξη της περιοχής», σημειώνει, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο πρόεδρος του Επιμελητηρίου Χαλκιδικής Γιάννης Κουφίδης, υπενθυμίζοντας ότι το εθνικό εισόδημα από το προϊόν ξεπερνά τα 800 εκατ. ευρώ.

«Η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο και πλέον η κλιματική αλλαγή απειλεί να μας αφήσει χωρίς δουλειά εδώ, στο νομό Χαλκιδικής», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος του Αγροτικού Συνεταιρισμού Σημάντρων Βαγγέλης Μισαηλίδης.

Στο ίδιο μήκος κύματος και οι δηλώσεις του Ελπιδοφόρου Καραθανασόπουλου, προέδρου του Αγροτικού Συνεταιρισμού Αγίου Μάμαντος, μιας περιοχής στην οποία περισσότεροι από 200 παραγωγοί καλλιεργούν περί τα 6.000 στρέμματα με πράσινη ελιά. «Είναι η κλιματική αλλαγή και οι ήπιοι πλέον χειμώνες, που ξεγελούν τα ελαιόδεντρα στην περιοχή μας, δεν “ξεκουράζονται” και τελικά όταν πρέπει να δώσουν καρπό, δεν έχουν όρεξη και δύναμη να μας δώσουν τίποτα», υπογραμμίζει, μιλώντας για ολική καταστροφή εφέτος.

«Με το κόστος παραγωγής εφέτος να ανεβαίνει στα 800 ευρώ/στρέμμα, από 600 ευρώ/στρέμμα μέχρι και πέρυσι, καθίσταται σαφές ότι όχι μόνο δεν θα βγάλουμε τα έξοδά μας, αλλά θα βρεθούμε και χρεωμένοι εμείς οι παραγωγοί», τονίζει ο κ. Μισαηλίδης.

Στην περιοχή του νομού Χαλκιδικής πάνω από 20.000 παραγωγοί καλλιεργούν 330.000 στρέμματα πράσινης ελιάς Χαλκιδικής (200.000 επιτραπέζια και 130.000 ελαιοποιήσιμη), ενώ τα δέντρα υπολογίζονται σε περισσότερες από έξι εκατομμύρια ρίζες.
Κατά μέσο όρο, η παραγωγή υπολογίζεται σε 50 κιλά/δέντρο, ενώ στο νομό Χαλκιδικής λειτουργούν πάνω από 150 μεταποιητικές μονάδες, με τη μικρότερη να επεξεργάζεται 500 τόνους ελιάς. Σε μια καλή χρονιά, στη Χαλκιδική, από την οποία προέρχεται το 50%-55% της επιτραπέζιας ελιάς στην Ελλάδα, η μέση παραγωγή διαμορφώνεται σε 120.000 τόνους, ενώ υπήρξαν και χρονιές, που ξεπέρασε ακόμη και τους 150.000 τόνους.

Να σωθεί η πράσινη ελιά

Τα προβλήματα των ελαιοπαραγωγών του νομού Χαλκιδικής σε σχέση με την κλιματική αλλαγή δεν είναι πρόσφατα, και με δεδομένο ότι ολοένα και οξύνονται, πλέον εκπρόσωποι του Επιμελητηρίου της περιοχής, αλλά και της αυτοδιοίκησης, έχουν περάσει στην πράξη, ώστε με τις σωστές ενέργειες, να βρουν εκείνες τις λύσεις με τις οποίες θα εξασφαλιστεί ότι δεν θα αφανιστεί η καλλιέργεια.

«Μετά την ακαρπία του 2021 δουλεύουμε με στελέχη του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, ώστε να πετύχουμε την αποζημίωση των ελαιοπαραγωγών του νομού Χαλκιδικής και τη διαφοροποίηση της ποικιλίας ελιάς Χαλκιδικής στη δήλωση ΟΣΔΕ που κάνουν οι παραγωγοί», επισημαίνει ο κ. Κουφίδης και προσθέτει ότι «σε συνεργασία με τον καθηγητή κ. Μολασιώτη, θα ετοιμαστεί εμπεριστατωμένη μελέτη που θα τεκμηριώνει ότι η επιτραπέζια ελιά Χαλκιδικής έχει πληγεί σε σχέση με τις άλλες της χώρας από την κλιματική αλλαγή. Αναζητούνται ήδη “κλώνοι” της ποικιλίας ελιάς Χαλκιδικής, που ίσως αποδειχθεί ότι χρειάζονται λιγότερο ψύχος και έτσι θα μπορεί να γίνει αντικατάσταση των ελαιοδέντρων και να μην χαθεί τελικά ο “πράσινος χρυσός” από τον νομό μας». Όπως τονίζει ο κ . Μολασιώτης, η μελέτη μπορεί να είναι έτοιμη μέσα στο επόμενο εξάμηνο.

Με μεγάλη ανησυχία παρατηρεί και η περιφερειακή διοίκηση της Χαλκιδικής την ελλειμματική ανθοφορία των ελαιόδεντρων που καλλιεργούνται στον νομό, τόσο για παραγωγή επιτραπέζιας ελιάς όσο και ελαιόλαδου και στο πλαίσιο αυτό προχωρά άμεσα στη σύναψη πρωτοκόλλου συνεργασίας με το τμήμα Γεωπονίας του ΑΠΘ, για την αντιμετώπιση του φαινομένου της ακαρπίας της ελιάς.

Στόχος της σύμπραξης των δύο πλευρών είναι η εκπόνηση μελέτης βιωσιμότητας, με θέμα την επιρροή κλιματολογικών και καλλιεργητικών παραγόντων στην ανθοφορία της ελιάς ποικιλίας «Χαλκιδικής» και «Χονδρολιάς». Επίσης, στόχος της μελέτης θα είναι -μεταξύ άλλων – ο μελλοντικός προγραμματισμός της καλλιέργειας της ελιάς στη Χαλκιδική και η επιστημονική τεκμηρίωση του φαινομένου της ακαρπίας της.

Οπωροφόρα και κλιματική αλλαγή

Πρώτο μέλημα στη χώρα μας θα πρέπει να είναι η χάραξη μιας εθνικής στρατηγικής για την προσαρμογή της στην κλιματική αλλαγή, επισημαίνει ο κ. Μολασιώτης και στο πλαίσιο αυτό εξαίρει τη σημασία της καταγραφής της συσσώρευσης ψύχους στις διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Άλλωστε, «δεν συνιστά μια ακριβή διαδικασία, καθώς υπάρχει ήδη η σχετική υποδομή», σημειώνει και διευκρινίζει: «Χρειάζονται πυκνότεροι μετεωρολογικοί σταθμοί στη χώρα μας, οι οποίοι αφού συνδεθούν μεταξύ τους, θα μας βοηθήσουν στη συλλογή δεδομένων σε τακτική βάση. Ουσιαστικά μια οργάνωση χρειάζεται για να καταστεί εφικτή η συνεχής καταγραφή των θερμοκρασιών στις διάφορες περιοχές της Ελλάδας».

Βασικό πρόβλημα για τους Έλληνες παραγωγούς είναι ότι «έχουμε πλέον πολύ ζεστούς χειμώνες, που επηρεάζουν αρνητικά ορισμένες καλλιέργειες, όπως τα φυλλοβόλα οπωροφόρα δένδρα. Αλλά αυτό είναι κάτι που λέμε όλοι μεταξύ μας και δεν είναι πουθενά καταγεγραμμένο συνολικά στην χώρα», επισημαίνει ο καθηγητής του ΑΠΘ.

Σημειώνει δε, ότι υπάρχουν ποικιλίες που έχουν μικρές απαιτήσεις σε ψύχος τον χειμώνα και άλλες που έχουν μεγάλες, «και δυστυχώς σε πολλές περιπτώσεις δεν έχουμε σαφή εικόνα για τη συμπεριφορά τους», γεγονός που δυσχεραίνει το να γίνει η σωστή επιλογή.

Σύμφωνα με τον ίδιο, δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού και πέραν του γενετικού υλικού και της συστηματικής καταγραφής των ωρών ψύχους, μια άλλη σημαντική παράμετρος για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή είναι οι καλλιεργητικές τεχνικές που εφαρμόζονται από τους παραγωγούς. Μία από τις πιο σημαντικές, όπως σημειώνει, είναι η εφαρμογή σκευασμάτων, που μπορούν να διακόπτουν τον λήθαργο των οφθαλμών στα φυλλοβόλα οπωροφόρα δέντρα. Όπως εξηγεί, «αν μια καλλιέργεια έχει δεχτεί μια επαρκή ποσότητα χειμερινού, περίπου στο 70% που χρειάζεται, τότε μπορεί να βοηθήσει η χημική διακοπή του ληθάργου ώστε να καλυφθεί και το υπόλοιπο 30% που χρειάζεται το δέντρο».
Ενδεικτικά αναφέρει ότι «στην Αφρική, μια θερμή χώρα, εφαρμόζοντας συγκεκριμένα σκευάσματα, οι παραγωγοί πετύχαιναν την παραγωγή μήλων, προϊόν το οποίο χρειάζεται πολλές ώρες ψύχος». Δεν είναι τυχαίο λοιπόν, όπως σημειώνει, το γεγονός ότι η πλειονότητα των αγροβιομηχανιών σε παγκόσμιο επίπεδο, έχουν επιδοθεί στη δημιουργία εγκεκριμένων σκευασμάτων για σπάσιμο του λήθαργου των οφθαλμών.

Exit mobile version