Για το θέμα των ασφαλιστικών εισφορών αλλά και για το θέμα των συντάξεων μίλησε μεταξύ άλλων η υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Δόμνα Μιχαηλίδου στο Πρώτο Πρόγραμμα.
«Τα τελευταία χρόνια έχουμε μειώσει κατά 5 μονάδες τις ασφαλιστικές εισφορές, πράγμα το οποίο ήταν πολύ σημαντικό. Έχουμε δεσμευτεί για μία μονάδα περαιτέρω, αλλά δεν σας κρύβω ότι και εμάς μας προβληματίζει. Δηλαδή και με το επιτελείο το οικονομικό του Πρωθυπουργού και με το Υπουργείο Οικονομικών κοιτούμε τι μπορούμε να κάνουμε. Πρόκειται για ένα κομμάτι που κοιτούμε, αλλά πρέπει να το δούμε με έναν βιώσιμο τρόπο, γιατί είναι μια δυστυχώς πολύ ακριβή άσκηση, το να διασφαλίσεις ότι οι συνταξιούχοι του αύριο θα έχουν μία σύνταξη. Για κάθε μία μονάδα μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών χρειαζόμαστε 400 εκατομμύρια ευρώ» σημείωσε η κ. Μιχαηλίδου.
Για τον κατώτατο μισθό
Επίσης μίλησε και για τρόπο που επηρέασε η αύξηση του κατώτατου μισθού τον μέσο μισθό αλλά και για το ποια θα είναι η επίπτωση στον πληθωρισμό.
«Οι αυξήσεις του κατώτατου μισθού συμβαδίζουν με τις αυξήσεις στον μέσο. Αυτό είναι ενθαρρυντικό διότι επιβεβαιώνει την οικονομική μας πολιτική. Από το 2019 μέχρι σήμερα το ποσοστό των εργαζομένων που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό έχει υποχωρήσει. Από 27% που ήταν το 2019 έχει μειωθεί στο 22%. Δηλαδή έχουμε ουσιαστική μείωση των μισθωτών που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό. Η αύξηση του κατώτατου μισθού επηρεάζει την αύξηση του μέσου μισθού και είναι υπερπολλαπλάσια του πληθωρισμού. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, για κάθε μία μονάδα αύξησης του κατώτατου μισθού, έχουμε μισή μονάδα αύξησης του μέσου μισθού » σημείωσε.
«Επιπλέον, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η αύξηση του κατώτατου μισθού επηρεάζει θετικά και τα 13 επιδόματα μεταξύ των οποίων και το επίδομα ανεργίας, το οποίο διαμορφώνεται στα 510 ευρώ και αφορά σε 510.000 συμπολίτες μας. Όσον αφορά στον πληθωρισμό, σκοπός μας είναι από τη μια πλευρά, να βοηθήσουμε τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά και από την άλλη οι εργοδότες να μπορέσουν να κρατήσουν τους εργαζόμενούς τους. Κάνουμε ότι περνάει από το χέρι μας και όπως φαίνεται οι πληθωριστικές πιέσεις έχουν αρχίσει να αποκλιμακώνονται. Στόχος μας είναι, η οικονομία να μπορέσει να συνεχίσει να είναι ανταγωνιστική στο εξωτερικό, όπως είναι και σήμερα. Σκοπός μας είναι όπως έχουμε ξαναπεί, ο κατώτατος μισθός να φτάσει στα 950 ευρώ και ο μέσος μισθός στα 1.500 το 2027» πρόσθεσε.
Και συνέχεια ρωτήθηκε πώς ενώ ο μέσος ετήσιος μεικτός μισθός είναι κατά 4% αυξημένος σε σχέση με το 2019, βλέπουμε ότι σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης είμαστε ακόμα πολύ χαμηλά επίπεδο αλλά και πώς θα επιτευχθεί πραγματική σύγκλιση.
«Η πραγματική σύγκλιση επιτυγχάνεται με τα ποσοστά ανάπτυξης και αύξησης που ήδη έχουμε καταφέρει και έτσι θα συνεχίσουμε. Δηλαδή, από το 2019 έως το 2023 το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ στη χώρα, έχει αυξηθεί κατά 10% διπλάσιο από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Φυσικά δεν μπορούμε να είμαστε πάρα πολύ ευχαριστημένοι, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όλη την περίοδο της κρίσης η Ελλάδα έχασε στο κατά κεφαλήν εισόδημά της την ώρα που άλλες ευρωπαϊκές χώρες και κυρίως χώρες της κεντρικής και της ανατολικής Ευρώπης το αύξαναν κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες. Επειδή εχθρός είναι του καλού είναι το καλύτερο προσπαθούμε συνεχώς να βελτιώνουμε τις αποδόσεις μας» απάντησε.
Για τις κενές θέσεις εργασίας
Τέλος αναφέρθηκε και στο θέμα των νέων κενών θέσεων εργασίας. «Το ποσοστό της μερικής απασχόλησης ως υποσύνολο όλης της απασχόλησης έχει μειωθεί ευτυχώς πολύ τα τελευταία χρόνια. Το γεγονός ότι εξακολουθεί να είναι υψηλότερο από αυτό που θα θέλαμε είναι γιατί υπάρχουν δημογραφικές ομάδες, όπως οι γυναίκες ή οι φοιτητές, αλλά κυρίως γιατί υπάρχει υποδηλωμένη εργασία. Γι΄ αυτόν ακριβώς το λόγο εφαρμόζουμε την Ψηφιακή Κάρτα Εργασίας. Είναι ένα σημαντικό εργαλείο. Ήδη μέσα σε έναν χρόνο 3500 συμπολίτες μας έχουν πάρει τα δεδουλευμένα τους, βάσει των αποκλίσεων είτε μη δήλωσης πλήρους απασχόλησης, είτε μη δήλωσης των υπερωριών τους. Παράλληλα, με αυτό έχουν αυξηθεί κατά πάρα πολύ οι επιτόπιοι έλεγχοι του ΣΕΠΕ. Για παράδειγμα την προηγούμενη χρονιά, ενώ ήταν προγραμματισμένοι 42 χιλιάδες έλεγχοι, έγιναν 72 χιλιάδες».