Η κυβέρνηση θα επιμείνει στην ανάγκη υιοθέτησης εναλλακτικών μέτρων με στόχο να αμβλυνθούν τα προαπαιτούμενα που αφορούν στη φορολογία του αγροτικού εισοδήματος, αναφέρει ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Βαγγέλης Αποστόλου σε έγγραφό του που διαβιβάστηκε στη Βουλή, στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου.
Όπως προκύπτει από το έγγραφο αυτό, η κυβέρνηση επιδιώκει, στη διαπραγμάτευση με την τρόικα, να αυξήσει τις δαπάνες που θα εκπίπτουν οι αγρότες από το ακαθάριστο εισόδημά τους, ώστε να μειώνεται το καθαρό εισόδημα και επομένως η φορολογία τους, αλλά και στην ευνοϊκότερη φορολογική μεταχείριση των επαγγελματιών αγροτών.
Αναφέρεται, ειδικότερα, ότι για τον υπολογισμό του καθαρού γεωργικού εισοδήματος, η κυβέρνηση επιδιώκει να αναγνωριστούν ως τεκμαρτή δαπάνη, μέρος της αμοιβής της ατομικής οικογενειακής εργασίας, καθώς και οι αποσβέσεις κεφαλαίων και παγίων, αλλά και άλλες δαπάνες, όπως η διευρυμένη και πραγματική χρήση του εργόσημου, κυρίως σε εργαζόμενους μετανάστες εργάτες γης που προσεγγίζουν σήμερα τους 300.000.
Στο βαθμό δε που η διαπραγμάτευση περιλάβει και τις ενισχύσεις (στο φορολογητέο εισόδημα), η κυβέρνηση επιδιώκει αφορολόγητο όριο, όπως ήδη έχει εφαρμοστεί (12.000 ευρώ), μεταφέροντας μεγαλύτερα φορολογικά βάρη στα υψηλότερα ποσά.
Ο κ. Αποστόλου χαρακτηρίζει θέμα άμεσης προτεραιότητας και αιχμής, για το οποίο η κυβέρνηση θα αγωνιστεί, τη φορολόγηση του αγροτικού εισοδήματος, σημειώνοντας ότι θα επιμείνει, κατά τη συζήτηση με τους εταίρους, για τις επιπτώσεις και την άμβλυνση του, έχοντας ως αιχμές δύο εργαλεία:
-τον πραγματικό προσδιορισμό του αγροτικού εισοδήματος μέσα από την τήρηση βιβλίων εσόδων-εξόδων, εκτός των μικρών, όπως θα προσδιοριστούν, παραγωγών.
– την άμβλυνση των προαπαιτούμενων για τη φορολογία του αγροτικού εισοδήματος και με τον επανακαθορισμό της έννοιας του επαγγέλματος του αγρότη, στοχεύοντας στη διαφορετική και διαφοροποιημένη μεταχείρισή του.
«Είναι σίγουρο ότι από τη διαδικασία αυτή θα προκύψει ουσιαστικό όφελος τόσο για τον αγρότη, από τον συμψηφισμό του ΦΠΑ εισροών-εκροών, όσο και για το Δημόσιο, από την αύξηση της εισπραξιμότητας του ΦΠΑ», αναφέρει ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και προσθέτει ότι η κυβέρνηση «καταθέτει στη συζήτηση με τους εταίρους διάφορες εναλλακτικές λύσεις, των οποίων η βασική φιλοσοφία είναι τα φορολογικά βάρη να κατανεμηθούν δίκαια, σύμφωνα με την πραγματική φοροδοτική δυνατότητα των φορολογουμένων, με ιδιαίτερη μέριμνα για τους μικρομεσαίους αγρότες».
Τι προβλέπεται για την ασφάλιση των αγροτών
Στο ίδιο έγγραφο γίνεται αναφορά και στη μάχη που δίνει η κυβέρνηση για το ζήτημα της ασφάλισης του αγροτικού πληθυσμού, και αποκαλύπτεται ότι στο πλαίσιο της συζήτησης με τους εταίρους έχει τεθεί και η διασφάλιση της κατώτατης εθνικής σύνταξης.
Όπως ειδικότερα επισημαίνει στο έγγραφό του ο υπουργός, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο, με την απαίτηση των δανειστών για εξορθολογισμό των ασφαλιστικών εισφορών στον ΟΓΑ και εξομοίωση με αυτές των λοιπών ταμείων, αναδεικνύεται, εκτός του δυσβάσταχτου για χιλιάδες αγρότες μέτρου, και το πραγματικό πρόβλημα της μη βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος.
Ήδη, σήμερα, είναι ασφαλισμένοι στον ΟΓΑ πάνω από 1.300.000 αγρότες και οι μισοί περίπου είναι συνταξιούχοι. Η δημόσια δε δαπάνη για τη συντήρηση του οργανισμού υπερβαίνει το 85%. «Κατόπιν τούτων, προτάσεις για τη διασφάλιση κατώτατης εθνικής σύνταξης της τάξεως των 385-390 ευρώ/μήνα (έναντι 320 που είναι σήμερα), όπως για όλους τους εργαζόμενους, από ενιαίο ταμείο, και αυξημένη σύνταξη σύμφωνα με τις εισφορές των αγροτών, στο βαθμό που διασφαλίζεται η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος και του ΟΓΑ, βρίσκονται εντός του πεδίου συζήτησής μας», αποκαλύπτει ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, τονίζει δε ότι «ο ΟΓΑ πρέπει να συνεχίσει να λειτουργεί ως αυτόνομος φορέας ασφάλισης των κατά κύριο επάγγελμα αγροτών, με τις κατάλληλες παρεμβάσεις».
Όπως αναφέρει οι παρεμβάσεις αυτές είναι «η σε βάθος χρόνου -5ετία τουλάχιστον- σταδιακή εναρμόνιση των εισφορών του ΟΓΑ με εκείνες του ΙΚΑ και η ελεύθερη επιλογή ασφαλιστικής κατηγορίας σε συσχέτιση με το εισόδημα».