Η πεποίθηση ότι “τα πρόσφατα προβλήματα στον τραπεζικό τομέα και η αναμενόμενη πιστωτική σύσφιξη, θα βοηθήσουν στην επίτευξη του στόχου για χαμηλότερο πληθωρισμό” επικράτησε στην Ουάσιγκτον κατά την Εαρινή Σύνοδο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας, όπως μετέφερε στην ΕΡΤ ο Υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Θεόδωρος Πελαγίδης, ο οποίος παρακολούθησε τις εργασίες.
Ο κ Πελαγίδης τόνισε ότι “η γεωπολιτική έχει εισέλθει δυναμικά στο λεξιλόγιο των οικονομολόγων αφού επηρεάζει μια σειρά οικονομικών δεικτών μεταξύ των οποίων και ο πληθωρισμός. όπως η κλιματική αλλαγή, το δημογραφικό, ή και οι λιγότερο αποδοτικοί εμπορικοί δρόμοι και αλυσίδες παραγωγής που δημιουργούν μια κατάσταση ανθεκτικού δομικού πληθωρισμού. Υπάρχει ακόμα μια συζήτηση για το πόσο γρήγορα μπορεί και πρέπει να επιτευχθεί η επιστροφή του πληθωρισμού στο 2%. Οι διαρθρωτικοί παράγοντες που αναφέραμε παραπάνω φαίνεται πως έχουν περιορίσει την αποτελεσματικότητα της πολιτικής ανόδου των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες όσον αφορά την καταπολέμηση του πληθωρισμού.
Αυτό φαίνεται τουλάχιστον επί του παρόντος. Από την άλλη, είναι γεγονός ότι η μετάδοση της νομισματικής πολιτικής απαιτεί χρόνο, στην καλύτερη περίπτωση αρκετούς μήνες, μέχρι να παρουσιαστούν τα αποτελέσματα της στις τιμές. Στις συζητήσεις που υπήρξαν εδώ στην Ουάσινγκτον υπάρχει μια πεποίθηση ότι οι πρόσφατες δυσκολίες του τραπεζικού τομέα και η αναμενόμενη πιστωτική σύσφιξη θα βοηθήσουν την επίτευξη του στόχου για χαμηλότερο πληθωρισμό. Σε κάθε περίπτωση οι περισσότεροι πιστεύουν ότι μπορούμε να φτάσουμε σχετικά γρήγορα σε ένα πληθωρισμό της τάξης κοντά στο 3% αλλά μετά ίσως το κόστος που απαιτείται με μια περαιτέρω νομισματική σύσφιξη μπορεί να είναι υψηλότερο των ωφελειών ενός πληθωρισμού του 2%”.
Αναφερόμενος στα υπόλοιπα ζητήματα που απασχόλησαν την παγκόσμια οικονομική ελίτ κατα τις εργασίες της συνόδου στην Ουάσιγκτον τόνισε ότι “πέρα από τα οικονομικά ζητήματα σε ιδιωτικές και κλειστές συζητήσεις υπάρχει μια έκδηλη ανησυχία αλλά και ενδιαφέρον για την Κίνα. Η ανησυχία έγκειται στο γεγονός ότι η Κίνα δεν συζητά πολλά ζητήματα, δεν επιθυμεί να συζητήσει, θεωρώντας πιθανώς ότι ο χρόνος είναι με το μέρος της. Φαίνεται ότι μπορεί να μην ευδοκιμεί ακόμα και η ιδέα ενός ανταγωνισμού που βασίζεται όμως σε μια κάποιου είδους συνεργασία για τα μεγάλα ζητήματα ή και για τους όρους του ανταγωνισμού. Στην πραγματικότητα όλες οι χώρες που φαίνονται να απειλούνται από μια τέτοια κατάσταση στις οποίες περιλαμβάνονται και πολλές χώρες της Ασίας, αναζητούν στρατηγικές συμμαχίες αλλά και οδηγούνται σε αύξηση των στρατιωτικών δαπανών. Πρόκειται για μια πραγματικά έκρυθμη κατάσταση όπως θεωρούν πολλοί Αμερικανοί που εργάζονται μέσα στο ευρύτερο πολιτικό σύστημα”.